Αναζητώντας τη γυναίκα με τη μάσκα

Αναζητώντας τη γυναίκα με τη μάσκα

Το ταξίδι του Εμίλιο Γάουνα στα μονοπάτια της ψυχής είναι η «ωραιότερη ιστορία του κόσμου», όπως πίστευε ο Μπόρχες;

7' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το «Ονειρο των ηρώων» του Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1957 και μέχρι σήμερα αντιστέκεται σθεναρά στον χρόνο και στη λήθη και θεωρείται πια κλασικό. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1993 από τις εκδόσεις Opera και φέτος μας παραδίδεται ξανά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση (όπως και την πρώτη φορά) του Νίκου Πρατσίνη. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται στο Μπουένος Αϊρες στα τέλη του ’20, όταν μετά από μια μεθυστική νύχτα στο καρναβάλι της πόλης βρίσκουμε τον ήρωα του βιβλίου, Εμίλιο Γάουνα, να νιώθει ότι έχει ζήσει τη μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής του, αλλά να μη θυμάται τίποτα παρά μόνο μερικά θραύσματα μνήμης από μια γυναίκα με μια μάσκα, μια λίμνη, τους δρόμους της πόλης.

Η «Κ» κάλεσε δύο συνεργάτες της για να παρουσιάσουν το βιβλίο που ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, επιστήθιος φίλος του Κασάρες, είχε χαρακτηρίσει ως την «ωραιότερη ιστορία του κόσμου».

H καρδιά της εξαπάτησης

Του Κυριάκου Αθανασιάδη 

αίζοντας διαρκώς με τα μυστήρια του χρόνου, αυτού του παράδοξου, ακατανόητου ποταμού που μέσα του πλέουμε όλοι, το «Oνειρο των ηρώων» κάνει κάτι ακόμη πιο παράδοξο: μολονότι πολλές ιστορίες του φανταστικού προσπαθούν να διερευνήσουν «τι θα γινόταν αν» επεμβαίναμε στο παρελθόν –το δικό μας ή του κόσμου–, το βιβλίο αυτό κάνει ένα ταξίδι στο μέλλον –δηλαδή στο πεπρωμένο– προσπαθώντας να δει το παρελθόν, να το αποκρυπτογραφήσει, και να το βιώσει εκ νέου ανακαλύπτοντας την ουσία του. Και κάνει αυτό το ταξίδι όχι με κάποιου είδους μηχανή ή σκάφος, αλλά με το όχημα της επανάληψης. Με τη διαφορά ότι στο τιμόνι αυτού του ιδιάζοντος οχήματος κάθεται η ίδια η μοίρα. Εχουμε να κάνουμε εδώ με την ίδια την καρδιά της εξαπάτησης: ένα κατασκευασμένο déjà vu.

Ο Εμίλιο Γάουνα βαδίζει συνεχώς σε ένα λαβύρινθο. Η ίδια του η ζωή είναι ένας λαβύρινθος, και ο Γάουνα κάνει ό,τι μπορεί για να φτάσει όχι σε κάποια έξοδο που θα τον λύτρωνε, αλλά στο σκοτεινό, φαινομενικά απρόσιτο κέντρο του. Εκεί όπου κρύβεται, ή απλώς τον περιμένει, ο δικός του Μινώταυρος. Δεν είναι ικανός να απολαμβάνει τη ζωή, δεν θα ησυχάσει ποτέ αν δεν τον βρει, κι αν δεν του βγάλει τη μάσκα, αυτό το ταυρίσιο κεφάλι, που ίσως είναι ένας καθρέφτης. Θέλει να αποδείξει πως είναι γενναίος, πως είναι πραγματικός «άντρας», πως το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί, ριγμένος στον δικό του λαβύρινθο, έχει κεφαλαιώδη σημασία, και πως όλα τα άλλα –η «πραγματική» ζωή, η καθημερινότητα όπως ορίζεται από τον έξω κόσμο– δεν έχουν αξία. Τίποτε δεν έχει αξία αν είσαι ανίκανος να εκπληρώσεις τις επιταγές του πεπρωμένου σου. Τίποτε δεν έχει αξία αν δεν ξαναβρεθείς «σ’ εκείνο το μέρος, την ίδια ώρα, στο ίδιο ξέφωτο, ανάμεσα στα ίδια δέντρα, που οι μορφές τους φάνταζαν σαν γίγαντες μες στη νύχτα». Αν δεν πατήσεις πάνω στα χνάρια σου ακολουθώντας την προσωπική σου ειμαρμένη, πώς μπορείς να συνεχίσεις να ζεις;

Η νύχτα και η μέρα, η Κλάρα και η γυναίκα με τη μάσκα, ο έρωτας και η απιστία, το σπίτι και οι φίλοι, ο γιατρός Βαλέργα και ο μάγος Ταβοάδα, η φασαριόζικη τρέλα του καρναβαλιού και η ησυχία της εξοχής, φθηνά κρασοπουλιά και πανάκριβα κέντρα διασκέδασης, τσάι «μάτε» και αλκοόλ, μνήμη και όνειρο, η ζωή μέσα και η ζωή έξω από τον λαβύρινθο: το μυθιστόρημα είναι γεμάτο δίπολα, και ο Γάουνα πρέπει διαρκώς να επιλέγει, όχι αυτό που τον συμφέρει, αλλά αυτό που θα εκπληρώσει το πεπρωμένο του.

Ο Εμίλιο Γάουνα βαδίζει συνεχώς σε ένα λαβύρινθο. Kάνει ό,τι μπορεί για να φτάσει στο σκοτεινό κέντρο του. Εκεί όπου τον περιμένει ο δικός του Μινώταυρος.

Ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, ένας σχεδόν-παντογνώστης αφηγητής που επιλέγει, κάποιες πολύ συγκεκριμένες στιγμές, να απευθυνθεί με άμεσο τρόπο σε εμάς, τον αναγνώστη, χτίζει ένα λαβυρινθώδες κατασκεύασμα εδώ, από το οποίο ούτε εμείς θέλουμε να ξεφύγουμε – κι ας τρομάζουμε μ’ αυτό που είναι να έρθει. Το χτίζει με απλά υλικά, με τραγούδια και μουσική, με έξοχα πορτρέτα που σκιαγραφεί επιλέγοντας αναπάντεχες πινελιές, με δύο-τρεις σεκάνς ονειρικής κραιπάλης που σε μεθούν, και με πολλή Αργεντινή. Και με ιδέες για να στοχαστούμε πάνω στη μοίρα, στο πεπρωμένο, στην τύχη, στην ελεύθερη βούληση, στη δυνατότητά μας να αλλάξουμε αυτά που μας είναι «γραμμένα».

«Τι άλλο είναι η ζωή εκτός από θύμηση; Μην την καταστρέψετε», θα πει ο μάγος Ταβοάδα στον Γάουνα, ξέροντας πολύ καλά πως τότε ακριβώς είναι που η ανάγκη για να βρει στο μέλλον αυτό που έχασε στο παρελθόν θα πυροδοτηθεί μέσα του. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το πεπρωμένο σου: είσαι πάντα ο κεντρικός χαρακτήρας ενός σπαρακτικού τραγουδιού που παίζει ξανά και ξανά μια ξεκούρντιστη ορχήστρα στο καρναβάλι.

Εξαιρετική έκδοση, πολύ όμορφη μετάφραση, ήρωες που χαράζονται μέσα σου (ο μεφιστοφελικός γιατρός Βαλέργα είναι εκπληκτικής δύναμης χαρακτήρας, και ασφαλώς ο πιο ισχυρός από όλους), ένα κείμενο γεμάτο μουσικότητα –με τη βοήθεια των σημειώσεων του μεταφραστή μπορεί, μάλιστα, κανείς να φτιάξει ένα σάουντρακ με υπέροχα τάνγκο–, ένα βιβλίο που κάποιος θα περάσει πολύ καλά βέβαια διαβάζοντάς το, μα που θα απολαύσει ακόμη περισσότερο με μια δεύτερη ανάγνωση – κι ας ξέρει το τέλος. Ή μάλλον: ακριβώς επειδή πια ξέρει το τέλος του.

Αναζητώντας τη γυναίκα με τη μάσκα-1
ΑΔΟΛΦΟ ΜΠΙΟΫ ΚΑΣΑΡΕΣ Το όνειρο των ηρώων μτφρ.: Νίκος Πρατσίνης εκδ. Πατάκη, σελ. 328

Μια επικίνδυνη λαχτάρα

Του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου 

Αν ο Αλέν Ρενέ πέτυχε με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» (1961), να κάνει μία από τις πιο επιτυχημένες διασκευές μυθιστορήματος στο σινεμά, αφού αποφεύγοντας ν’ αναπαραστήσει την πλοκή της «Εφεύρεσης του Μορέλ» (1940), γύρισε ένα φιλμ λες και προβαλλόταν απευθείας από τη δαιμονική μηχανή που είχε σχεδιάσει ο Μορέλ, τότε ο κινηματογραφιστής Κρις Μαρκέρ, αυτός ο μικρός Γκοντάρ, είχε σίγουρα διαβάσει το «Ονειρο των ηρώων».

Στον Κασάρες άρεσε η επανάληψη. Η «Εφεύρεση» είναι μια επανάληψη ολογραμμάτων που γίνεται παγίδα για τον ήρωα. Ο ήρωας ερωτεύεται τη Φαουστίν. Μόνο που η Φαουστίν δεν υπάρχει. Υπάρχει η τρισδιάστατη προβολή της, κάποιες κινήσεις της σε λούπα. Σαν ένα απομεινάρι ζωής πάνω σ’ ένα απομονωμένο νησί. Στο «Ονειρο», που κυκλοφόρησε το 1954, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Εδώ ο Κασάρες θέτει το εξής ερώτημα: μήπως η λαχτάρα μας να επαναλάβουμε ένα γεγονός, με τις αναπόφευκτες μετατοπίσεις που θα προκύψουν, είναι επικίνδυνη και θανατηφόρα;

Συγκεκριμένα, ο Γάουνα προσπαθεί ν’ αναπλάσει μια νυχτερινή κραιπάλη προκειμένου να την αποσαφηνίσει, όπως περίπου o πρωταγωνιστής του «La jetée» (1962). Η ζωή είναι μια αποβάθρα μνήμης. Ή, καλύτερα: η μνήμη είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα στόμα έτοιμο να μας κατασπαράξει.

Στη μισάωρη ταινία επιστημονικής φαντασίας του Μαρκέρ, φτιαγμένη με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ένας ταξιδιώτης του χρόνου θέλει να διαλευκάνει μια ανάμνηση που τον τυραννάει από την παιδική του ηλικία: αεροδρόμιο του Ορλί, ένας παγωμένος ήλιος, μια νέα γυναίκα. Μετά από περιπλανήσεις, επιστρέφει σ’ εκείνη την ανησυχητική Κυριακή, για ν’ ανακαλύψει πως το πρόσωπο της γυναίκας σηματοδοτεί τη στιγμή του θανάτου του. Ιδού ο σπόρος του μυθιστορήματος που έγραψε ο Κασάρες.

Βέβαια, το «Ονειρο» δεν έχει την οικονομία του φιλμ. Οπως συμβαίνει συχνά όταν η γραφή γαντζώνεται σε μια καλή ιδέα, η πρόζα του Κασάρες έχει ένα ύφος που χαλαρώνει από σελίδα σε σελίδα, σαν ένα μαλακό υλικό που αρχίζει να λιώνει ανάμεσα στις λέξεις, χωρίς τη συνοχή που υλοποιεί η ένταση, επειδή μάλλον συμπεριφέρεται όπως ένα παιδί που είναι απρόσεκτο, αφού ξέρει πως θα το προστατεύσει η μάνα του.

Σ’ αυτό μπορεί να φταίω κι εγώ, όπως φταίνε οι αναγνώστες όταν διαβάζουν βιβλία με προκατάληψη. Παρόλο που έχω προσπαθήσει να ξεπεράσω το σοκ από την «Εφεύρεση» –τέλεια πλοκή και πρόζα–, δεν τα έχω καταφέρει. Κι ας έχουν περάσει 25 χρόνια. Οπότε πέφτω στην παγίδα του Γάουνα: λαχταρώ να επαναλάβω την παλιά αναγνωστική απόλαυση, χωρίς να δίνω χώρο στην καινούργια, όπως αυτός θέλει να περάσει ξανά μέσα από το τριήμερο γλέντι του καρναβαλιού, αναζητώντας μια γυναίκα με μάσκα που θ’ αποδειχθεί πως βρισκόταν πλάι του. Μα καμία φωτιά δεν μπορεί να επαναλάβει τις φλόγες της.

Ζωή και πεπρωμένο

Μου είναι αδύνατον να μπω στο μεδούλι του κειμένου. Αντιθέτως, διαβάζω το «Ονειρο» όλο και πιο επιφανειακά, χαζεύοντας μόνο το πτερύγιό του που σουλατσάρει σε κύκλους, αποφεύγοντας το σώμα του καρχαρία που είναι κρυμμένο στη θάλασσα. Πιθανότατα επειδή είμαι άδικος και δειλός. Ποιος τολμάει ν’ αντιμετωπίσει τα σαγόνια της μνήμης; Το μόνο που με κρατάει να συνεχίσω την ανάγνωση είναι σκόρπια πράγματα: ο Γάουνα που περιφέρεται στο Μπουένος Αϊρες σαν καθρέφτισμα φαντάσματος, η αγάπη του για την Κλάρα, η αγωνία του μήπως τον έχει απατήσει, εκείνη η φράση στη σελίδα 201: «Γαντζωνόμαστε απ’ τη ζωή με νύχια και με δόντια». Αλλά και η προέκτασή της, στην αρχή του επόμενου κεφαλαίου: «Το πεπρωμένο είναι μια άχρηστη επινόηση των ανθρώπων». Μεγαλώνω και δεν βρίσκω πια αυτό που ζητάω από το διάβασμα: ταραχή, ανατριχίλα, χάος. Εχω καταντήσει μονόχνωτος και το μόνο που θέλω είναι να κουλουριαστώ στην επανάληψη μιας εμπειρίας που είχα κάποτε, ενώ ξέρω πως δεν πρόκειται ν’ αναπαραχθεί. Είμαι ακριβώς όπως ο Γάουνα που ερωτεύεται μια μεταμφιεσμένη, μια γυναίκα χωρίς πρόσωπο, χωρίς εικόνα, με την ίδια μανία που ο άντρας στην «Εφεύρεση» καρδιοχτυπά για την εικόνα της νεκρής Φαουστίν.

Καταλήγω να διαβάζω ένα βιβλίο όπως ένας κατσούφης που επιμένει να τρέχει πίσω από την εικόνα της ζωής, μήπως επιτέλους συναντήσει τη στιγμή του θανάτου του και γεννηθεί ξανά: «Σκέφτηκε πως ήταν πιο εύκολο να φανταστεί τον θάνατο από ό,τι μια εποχή όπου ο κόσμος θα συνέχιζε να υπάρχει χωρίς αυτόν». 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή