«Iστορία της παγκόσμιας απανθρωπίας»

«Iστορία της παγκόσμιας απανθρωπίας»

Ο ποιητής δεν είναι στραμμένος προς τα άνω ή προς τα ένδον, αλλά κατευθείαν μπροστά του, στον συνάνθρωπο

5' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θανάσης Τριαρίδης
Για τους άγνωστους σφαγμένους
εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2022, σελ. 126

Καθώς διαβάζω ξανά και ξανά τα «ποιήματα» της συλλογής του Θανάση Τριαρίδη στριφογυρίζει στο μυαλό μου ένας στίχος του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Τι ήξερε από την Ιστορία ο ιστορικός;».

Ολόκληρη η συλλογή, όπως και οι δυο προηγούμενες, Θα σας περιμένω, «ποιήματα» 2013-1018 και Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα, «ποιήματα» 2018-2020, ίσως και το σύνολο του ιδιόμορφου και αιρετικού έργου του Θανάση Τριαρίδη, μοιάζουν να έχουν έναν στόχο, τη συγγραφή μιας παγκόσμιας ιστορίας της απανθρωπίας, ακριβώς αυτής της ιστορίας που οι πτυχές της δεν ενδιαφέρουν άμεσα τον ιστορικό, και μαζί με αυτόν κι εμάς, αλλά που αντίθετα ενδιαφέρουν τον ποιητή, ειδικά εκείνον που τίθεται αλληλέγγυος με όσους ο Χριστιανόπουλος ονόμαζε «καταδικασμένους στο χαμό»: «κι αν ποτέ συναντούσαν τη Φαντίνα/ θα τη λογάριαζαν για τελειωμένο πρεζόνι,/και τον Γαβριά για τελειωμένο αλήτη,/και τον Κουασιμόδο/θα τον τέλειωναν στον προγεννητικό έλεγχο» (Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα, σ. 55).

Οι στίχοι στην αρχή κάθε ποιήματος του Τριαρίδη γεννούν αμεσότητα, εμπνέουν. Είναι η φωνή του εξεγερμένου.

Ο Τριαρίδης στον υπότιτλο αυτής της ποιητικής συλλογής, όπως και των δύο προηγούμενων συλλογών του, βάζει τη λέξη «ποιήματα» σε εισαγωγικά· αλλού πάλι αποκαλεί τα ποιήματά του «στιχουργήματα». Πιστεύω πως η στάση αυτή υποδηλώνει μια πρόθεση αυτογνωσίας του ποιητή και έχει να κάνει όχι μόνο με ζητήματα αισθητικής αλλά με τη λειτουργία, τον ρόλο, τη σημασία της ποίησης, στους αναμφίβολα «μικρόψυχους καιρούς» μας, και στην καλπάζουσα άνοδο της ανοχής μας μπροστά στην ακραία απανθρωπία.

«Iστορία της παγκόσμιας απανθρωπίας»-1

Αμεσότητα

Επανέρχομαι όμως στα ποιήματα της συλλογής που διαβάζονται απνευστί. Ενα πρώτο χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο ποιητής δεν είναι στραμμένος προς τα άνω ή προς τα ένδον, αλλά κατευθείαν μπροστά του, στον συνάνθρωπο. Οι πρώτοι στίχοι –τα «incipit», όπως τα λένε οι φιλόλογοι– έχουν τη θέρμη μιας φιλικής επίνευσης: «Το ξέρεις καλά πως θα έρθει κάποτε μια μέρα»· «Στ’ αλήθεια είναι δίκαιο…»· «Ξέρεις, από παλιά υπήρχε η υποψία…»· «Αξίζει πάντοτε να θυμάσαι…»· ή αντιθέτως τη λεκτική έκφραση της ιερής αγανάκτηση: «Δεν με πειράζει που σε λέω κάθαρμα/ όταν μου λες/ ότι τα παιδιά των πεινασμένων έχουν μικρότερη αξία/ από τα δικά μας παιδιά». Τέτοιοι στίχοι στην αρχή ενός ποιήματος γεννούν αμεσότητα, εμπνέουν, δονούν. Ακούμε τη φωνή του εξεγερμένου, του αυτοσαρκαζόμενου, του αυτοτιμωρούμενου, του ακτιβιστή· ή πιο σωστά, ακούμε τη φωνή του ποιητή σε ρόλους από τους δραστικότερους που κληροδότησε ο επαναστατικός και αναστοχαστικός ρομαντισμός στον ποιητή των μοντέρνων καιρών, μετά τον Μποντλέρ και κυρίως των Ρεμπό. Η γλώσσα του λυρισμού άνοιξε τις πόρτες της στη σκοτεινή πραγματικότητα της ασχήμιας, της βαρβαρότητας, της απανθρωπίας. Αυτήν την πένθιμη πλευρά της σύγχρονης πραγματικότητας επιλέγει να δείξει ο Τριαρίδης στα «ποιήματα» της συλλογής του, είτε αυτή βρίσκεται σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε στις φυτείες καουτσούκ του Κονγκό, είτε στις βάρκες των μεταναστών και στα pushbacks από τους ανθρώπους της εξουσίας, είτε στις βρώμικες παλάμες μιας ζητιάνας που σιχαίνονται ακόμη και οι ελεήμονες. Ομως αν ο Τριαρίδης γράφει για την παγκόσμια ιστορία της απανθρωπίας, αποδεικνύει επίσης ότι μπορεί όσο ελάχιστοι να γράψει και για την ιστορία της ανθρωπινότητας, καθώς μας οδηγεί στην αγκάλη ενός Ουγκό, ενός Τσάρλι Τσάπλιν στα «Φώτα της πόλης», όλων εκείνων των Λεονάρντο, Ραφαήλ, Τζιότο, Μποτιτσέλι, ή μας ταξιδεύει σε ονειρικά ηλιοβασιλέματα, σε ερημικές παραλίες –τόπους του ιερού έρωτα–, με μια διαφορά: δεν το κάνει για να κολακέψει τα αισθητικά γούστα μας αλλά για να μας θυμίσει τι στερήθηκαν οι σφαγμένοι της ιστορίας. Ολα εδώ παίζονται σε μια αντίστιξη.

Η αντίστιξη για την οποία μιλώ, αυθόρμητη αλλά σοφή, μου φέρνει πάλι στη μνήμη έναν στίχο του Αναγνωστάκη: «Αν έλειπε αυτό το σιγανό τρυπάνισμα στο μυαλό». Το σιγανό τρυπάνισμα ο Τριαρίδης το επιχειρεί με την τέχνη του μνήμονα, εκείνου που είναι καταδικασμένος να θυμάται ότι «ήταν κάτι σαν συνήθειο για τους ναζί/ να πατάνε τα κεφάλια των βρεφών και να τα λειώνουν», ή ότι η μηχανή της προόδου δουλεύει «με θόρυβο φριχτό, με κραυγές, με οιμωγές, με διαμελισμένα χέρια, πόδια, κεφαλές, με βιασμένες γυναίκες…». Ολα όσα θα λησμονήσουμε το βράδυ στον βολικό καναπέ μας τραγουδώντας με τη Φαραντούρη το «Τι ωραία που είναι η αγάπη μου».

Επίγνωση

Πιστεύω ότι στα «ποιήματα» της συλλογής ο συγγραφέας δίνει έναν άνισο αγώνα για να διεισδύσει τόσο εννοιολογικά όσο και καλλιτεχνικά στην πολύπλοκη συγκρότηση μιας βαθιά αλλοτριωμένης πραγματικότητας. Τι είδους επίγνωση μπορεί να παράγει ένα έργο τέχνης; Πόση αυθεντία δίνει στον καλλιτέχνη ένας ρεαλισμός που κυνηγά τα σαπιοκάραβα και τους διακινητές στα χιλιοτραγουδισμένα πελάγη μας; Είναι ο καλλιτέχνης ενεργό υποκείμενο ικανό να μεταμορφώσει την ιστορία; Κι ακόμη πόσο ο ρεαλισμός των περιγραφών από τα ΜΜΕ αντανακλά την πραγματικότητα και πόσο η μπρεχτική αποξένωση ή αποστασιοποίηση (Entfremdung) μπορεί να την υπονομεύσει; Ολοι σήμερα γνωρίζουμε ότι ο «ρεαλισμός» των εικόνων που προωθούν τα ΜΜΕ είναι κατασκευασμένος για να επιτελεί στόχους, να στέλνει μηνύματα σύμφωνα με την όποια γραμμή προπαγάνδας. Αλίμονο, ο «ρεαλισμός» δεν εγγυάται την αλήθεια του σφαγμένου. Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία με μεγάλη ανακούφιση θα μας βεβαιώσουν ότι καμιά πεντάχρονη Μαρία Α., για την οποία διαβάζουμε στα ποιήματα του Τριαρίδη, δεν εγκλωβίστηκε σε μια νησίδα του Eβρου. Μπορούν όμως να μας βεβαιώσουν ότι δεν ήταν στο αμπάρι του μοιραίου σκυλοπνίχτη της Πύλου, μαζί με τις δεκάδες τα άλλα παιδιά;

Τσεκούρι που σπάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας

ιαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής «Για τους άγνωστους σφαγμένους» αισθάνομαι εξαίφνης πόσο παλιά και ξεπερασμένη είναι η γλώσσα της λογοτεχνικής κριτικής, και ότι η ταξινόμηση σε προοδευτικές ή συντηρητικές καλλιτεχνικές σχολές είναι κι αυτή ξεπερασμένη, από τη στιγμή που η γλώσσα της θεωρίας του πολέμου, «δίκαιου» ή «άδικου», σκοντάφτει και γκρεμοτσακίζεται μπροστά στο γεγονός ότι ο υπερσύγχρονος εξοπλισμός, αυτός που εξολοθρεύει αμάχους πληθυσμούς, είναι κοινός για «δικαίους» και «αδίκους», που ποτέ δεν πρόκειται να αναστηθούν – ίσως μόνο στη μνήμη του ποιητή.

Το είπε ο Κάφκα: «Τα βιβλία θα πρέπει να είναι το τσεκούρι που σπάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ, στα ποιήματα «για τους άγνωστους σφαγμένους»: η αφήγηση κινείται από την προσωπική ιστορία στους μεγάλους μύθους του πολιτισμού μας για να τους δυναμιτίσει· βρίσκει έναν τρόπο να μιλήσει στη συνείδηση και να μας κρατήσει άγρυπνους, ενώ ταυτόχρονα υψώνεται σαν κραυγή και σαν γόος· κι ας μην το ξεχνάμε: πριν από πολλά χρόνια ένας άλλος Θεσσαλονικιός ποιητής ρωτούσε «Το θέμα είναι τώρα τι λες;», αφήνοντας την απάντηση για τους επόμενους.

Η αφήγηση κινείται από την προσωπική ιστορία στους μεγάλους μύθους του πολιτισμού μας για να τους δυναμιτίσει.

Το «κόμμα των ποιητών»

Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής «Για τους άγνωστους σφαγμένους» έχω να πω και τούτο: όσο τα διαβάζω νιώθω ασφαλής, γιατί μου θυμίζουν εκείνο το ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών, στο οποίο κάποτε δήλωσε ότι ανήκει ο Αρης Αλεξάνδρου. Και νιώθω ασφαλής γιατί σ’ αυτό το κόμμα των ποιητών δεν θα με κλωτσήσουν αν βρεθώ καταγής, δεν θα μου ουρλιάξουν Achtung ή Wstawać, δεν θα τσακίσουν με μπότες κεφαλάκια παιδιών κι ούτε θα τα ρίξουν στη θάλασσα. Αλλωστε, ό,τι κι αν συμβεί, θα είμαι συντροφιά με τον πλοίαρχο Νέμο, τον Οσκαρ Ουάιλντ, τον Σαρλό, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Τέο Σαλαπασίδη, και τους άλλους υπέροχους κατοίκους των στίχων της συλλογής. Για τους άγνωστους σφαγμένους του Θανάση Τριαρίδη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή