Το ιρλανδικό ζήτημα με τα μάτια δύο γυναικών

Το ιρλανδικό ζήτημα με τα μάτια δύο γυναικών

Φόντο η ταραγμένη δεκαετία του ’70

3' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΟΝΤΡΕΪ ΜΑΓΚΙ

Η αποικία
μτφρ.: Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης
εκδ. Διόπτρα, σελ. 400

ΛΟΥΙΖ ΚΕΝΕΝΤΙ
Υπερβάσεις
μτφρ.: Δέσποινα Δρακάκη
εκδ. Ψυχογιός, σελ. 352

Η Οντρεϊ Μαγκί και η Λουίζ Κένεντι είναι συνομήλικες (είναι γεννημένες το 1966 στην Ιρλανδία και το 1967 στη Βόρειο Ιρλανδία αντίστοιχα), μελετούν εις βάθος την ιστορία του διχασμένου τόπου τους, και γράφουν γι’ αυτόν με πάθος. Η ιστορία της Μαγκί είναι τοποθετημένη το 1979 και της Κένεντι το 1973.

Η «Αποικία» (μακρά λίστα για το Booker του 2022, βραχεία λίστα για το Orwell πολιτικού μυθιστορήματος της ίδιας χρονιάς) είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο. Και είναι ένα βιβλίο που μυρίζει θάλασσα, αλάτι, τύρφη που καίγεται στο μαγκάλι, ζεστό ψωμί με βούτυρο – και αίμα. Βρισκόμαστε σε ένα μικρό, δύσκολα προσβάσιμο νησί στα ανοιχτά των δυτικών ακτών της Ιρλανδίας, όπου κατοικούν μια χούφτα άνθρωποι, ψαράδες κυρίως. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν λέξη αγγλικά, ή απλώς αρνούνται να τα μιλούν. Η γλώσσα τους είναι το μόνο κάστρο που τους απέμεινε, και η μόνη περιουσία που έχουν. Εκεί, ένα καλοκαίρι φορτωμένο άνεμο, θα φτάσει με τα σύνεργά του ένας Αγγλος ζωγράφος, ο Λόιντ, που ονειρεύεται να ζωγραφίσει τους βράχους της, τους γκρεμούς της, και ίσως τους ανθρώπους της, εκείνους τους πεισματάρηδες Ιρλανδούς, αν του το επιτρέψουν, και να κατακτήσει την κορυφή.

Το ιρλανδικό ζήτημα με τα μάτια δύο γυναικών-1

Λίγο μετά, θα καταφθάσει και ο Ζι-Πι Μασόν, Γάλλος γλωσσολόγος που έρχεται με το κασετόφωνό του τα τελευταία χρόνια στο νησί μελετώντας τη γλώσσα και τους τελευταίους φυσικούς ομιλητές της. Τα γαελικά, φοβάται, πεθαίνουν μαζί τους, και πρέπει να μιλήσει γι’ αυτά – και βέβαια να γράψει ένα βιβλίο για τη γλώσσα, που θα τον κάνει διάσημο. Οι δύο άνδρες θα αντιπαθήσουν βαθιά ο ένας τον άλλο και θα συγκρουστούν με έναν τρόπο οξύ και τελεσίδικο, χορεύοντας τον πολεμικό χορό τους πάνω στο ταπεινό, άγριο, φτωχικό τοπίο του νησιού, και δίπλα από τους στωικούς ντόπιους, που μοιράζονται –όχι ισότιμα– ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Γραμμένο με τρία διαφορετικά στυλ –όταν σκέφτεται ο Λόιντ, όταν σκέφτεται ο Μασόν, και όταν περιγράφονται ξερά και δημοσιογραφικά οι αμέτρητες παρεμβαλλόμενες δολοφονίες απέναντι, στην ενδοχώρα, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ιρλανδικές ομάδες που μισούν η μία την άλλη και τον βρετανικό στρατό–, μοιάζει με ένα μεγάλο αφηγηματικό τραγούδι που δεν θέλεις να σταματήσεις να ακούς. Εκπληκτικοί χαρακτήρες, και ένα τέλος που σε καθηλώνει.

Ο θρησκευτικός φανατισμός, ο εμφύλιος, ο διχασμός, είναι πάντα εκεί και επιτηρούν τα πάντα, σαν βλοσυρά πορτρέτα πεθαμένων ηγεμόνων.

Μια σεφ με ταλέντο, γράφει

Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο στις «Υπερβάσεις» είναι το γεγονός πως πρόκειται για το ντεμπούτο της Λουίζ Κένεντι στο μυθιστόρημα (είχε προηγηθεί μία συλλογή διηγημάτων). Το εκδίδει στα 55 της χρόνια, έπειτα από μία μακρά πορεία στον χώρο της εστίασης – είναι σεφ. Και εντυπωσιάζει γιατί έχουμε να κάνουμε με μία αριστοτεχνική αφήγηση εδώ, προϊόν σκληρής, απαιτητικής δουλειάς ενός ικανότατου συγγραφέα που ξέρει καλά την ιστορία του, την έχει δει όλη στο μυαλό του, και επιλέγει έναν πολύ συγκεκριμένο και πολύ αποτελεσματικό τρόπο για να την παρουσιάσει. Κατά γενική ομολογία στην ίδια τη Βόρειο Ιρλανδία, οι «Υπερβάσεις» είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα για το ιρλανδικό ζήτημα που γράφτηκαν ποτέ. Υπέροχα ζωγραφισμένες ρεαλιστικές σκηνές, ζωντανοί χαρακτήρες όλου του πολιτικού φάσματος της εποχής, και μια αφήγηση που δεν βιάζεται να αναπτυχθεί ούτε θέλει να εκμαιεύσει το συναίσθημα, αλλά πλέκεται αργά αργά γύρω σου και σε καθηλώνει ακόμη και αν δεν ξέρεις τις λεπτομέρειες των Ταραχών.

Το ιρλανδικό ζήτημα με τα μάτια δύο γυναικών-2

Και βέβαια οι κορυφώσεις δεν θα αργήσουν, είτε όταν αναφέρονται παρεμπιπτόντως, σαν κάτι που δεν μπορεί παρά να συμβεί, είτε όταν εκρήγνυνται μπροστά στα μάτια μας – για να μην αναφέρουμε το σπαρακτικό τέλος. Ο θρησκευτικός φανατισμός, ο εμφύλιος, ο διχασμός, το αίμα, το μίσος υπάρχουν διαρκώς εκεί και επιτηρούν τα πάντα, σαν βλοσυρά πορτρέτα πεθαμένων ηγεμόνων μέσα σε μία σκονισμένη, σκοτεινή πινακοθήκη. Ενα σφριγηλό μυθιστόρημα που σου δίνει την αίσθηση του ολοκληρωμένου και του κλασικού, όταν δεν σου προκαλεί ρίγη. Κι όμως είναι και μια ιστορία αγάπης μαζί: η ιστορία ενός έρωτα απαγορευμένου και απεγνωσμένου, όπως ίσως καθετί που αξίζει σε χαλεπούς καιρούς. Η Κούσλα, οφείλουμε να σημειώσουμε, είναι μια ηρωίδα που δεν μπορεί να ξεχαστεί εύκολα. Σπουδαία δουλειά συνολικά, που έχει τιμηθεί στα British Book Awards (Ντεμπούτο της Χρονιάς) και στα An Post Irish Book Awards (Μυθιστόρημα της Χρονιάς), ανάμεσα στις άλλες σημαντικές βραβεύσεις και υποψηφιότητες που είχε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή