ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ
Μινώταυρος
εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 704
Επτά χρόνια σχεδόν μετά τις «Ευτυχισμένες οικογένειες», με ένα εκδοτικό διάλειμμα για «Το Καφενείο του Αιόλου», ο Δημήτρης Στεφανάκης επανέρχεται με ένα βιβλίο κλασικών προδιαγραφών, μια ιστορία για την Κρήτη αλλά και την κυματώδη Ιστορία της Ευρώπης του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Παράλληλα, η αφήγηση επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο η Ιστορία επηρεάζει τον άνθρωπο, στήνει προκλήσεις και παγίδες, νοηματοδοτεί διαφορετικά τον βίο του, εξαναγκάζει τις αντιδράσεις του. Γιατί αυτό που περισσότερο αναφαίνεται από το μυθιστόρημα αυτό είναι ο απλός άνθρωπος, ο οποίος γίνεται άθυρμα των ιστορικών, διπλωματικών και πολιτικών συγκυριών της εποχής και ο αγώνας του για επιβίωση σε ταραγμένα χρόνια που καθόρισαν την πορεία της χώρας και του κόσμου.
Αυτό που περισσότερο αναφαίνεται από το μυθιστόρημα είναι ο απλός άνθρωπος, ο οποίος γίνεται άθυρμα των ιστορικών, διπλωματικών και πολιτικών συγκυριών της εποχής.
Η αφήγηση εκκινεί στην Κρήτη του 1894 και περιδιαβάζει το τέλος της Τουρκοκρατίας στο νησί το 1898 με τη μεγάλη σφαγή που σήμανε την αρχή μιας νέας ιστορικής πραγματικότητας, μέχρι την ένωση της Μεγαλονήσου εντέλει με την Ελλάδα. Από το ιστορικό ορόσημο που έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως Κρητική Πολιτεία, φτάνει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από την Κρήτη περνάει στο Βερολίνο ή στο Παρίσι του Μεσοπολέμου. Πάντοτε όμως με την ίδια αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα να στήνει τους μεγάλους κόσμους στη λογοτεχνία και μέσα από αυτούς να παρουσιάζει το ιστορικό φόντο μιας ολόκληρης εποχής, όπως έκανε στο εμβληματικό «Μέρες Αλεξάνδρειας» και στο «Φιλμ νουάρ».
Ενα φονικό θα συνταράξει την τοπική κοινωνία και θα αναγκάσει τον Γιαννιό Αστάκη να καταφύγει στο Μεγάλο Κάστρο, εκεί όπου θα ανθήσει ο έρωτάς του με την πλούσια και δυναμική Μαργώ Μποτέλλη, μια γυναίκα σύμβολο, η ανεξαρτησία της οποίας γίνεται αφορμή για να σκιαγραφηθεί μια μοναδική γυναικεία μορφή Ελληνίδας και να παρουσιαστεί με τα γοητευτικότερα χρώματα και με όρους υψηλής αφηγηματικής αισθητικής. Χαρισματικοί είναι και οι δευτερεύοντες ήρωες του βιβλίου που κινούνται δορυφορικά γύρω από τους ήρωες εφοδιάζοντας την αφήγηση με όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την ανθρωπογεωγραφία της εποχής και αναδεικνύουν την καθημερινή ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις. Ταξικές διαφορές, καθημερινές, ανέμελες ισορροπίες, ιστορικός αναβρασμός, όλα περιστρέφονται γύρω από τον αφηγηματικό άξονα μιας εκτενούς ιστορίας που ενδελεχώς παρουσιάζει ο συγγραφέας αποκαλύπτοντας συγχρόνως τη διάτορη σημασία που έχει στην αφήγηση η ιστορική εμβρίθεια σε συνδυασμό με την αναπλαστική μυθοπλασία.
Τίποτα στη λήθη
Ευρηματικές αφηγηματικές τεχνικές, δυναμική περιγραφική δεινότητα, υψηλή γλωσσική αγωγή, αδρές αναπαραστάσεις και φυσικοί διάλογοι, επιλογή λαογραφικών στοιχείων –ο συγγραφέας δηλώνει ότι η απαρχή για να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα ήταν οι λαϊκές αφηγήσεις του πατέρα του–, ιστορική τεκμηρίωση, συμπαγής αλλά και γλαφυρή αφήγηση που ρέει, συγκροτημένη μυθοπλασία, διακειμενική προσέγγιση σε κείμενα γνωστά, επιλεγμένα από τον θησαυρό της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εμφάνιση ηρώων που έγραψαν τη δική τους Ιστορία στη λογοτεχνία και την πολιτική γίνονται τα υλικά με τα οποία ο Στεφανάκης ανασυστήνει έναν μεγάλο λογοτεχνικό κόσμο, σκηνοθετεί την τοιχογραφία του και δικαίως κατατάσσεται εκ νέου στις μεγάλες λογοτεχνικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Με ενάργεια καλεί τον αναγνώστη να εισχωρήσει στο αφηγηματικό σύμπαν που δημιουργεί και να γνωρίσει τις αξίες, το ήθος και τα ήθη μιας ολόκληρης εποχής και έναν κόσμο που μπορεί να χάθηκε οριστικά αλλά σημάδεψε τις ανατροπές και τις εξελίξεις μέχρι σήμερα με τη διαχρονικότητά του. Ετσι ο Στεφανάκης με αυτό το βιβλίο ενώ επικεντρώνεται στο παρελθόν στην ουσία συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη για να τον αναγκάσει να εστιάσει στην εξουσιαστική δύναμη του μυθιστορήματος να αντιστέκεται στον χρόνο αλλά και να δείξει ότι η λογοτεχνία μπορεί να γίνει το όχημα που επαναφέρει στον χρόνο τη σκέψη και τη ζωή των ανθρώπων που καθόρισαν την πορεία του, σε μια εναγώνια προσπάθεια να μην περάσει τίποτα στη λήθη.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Η μοναδική μας περιουσία είναι ο χρόνος, οι μικρές στιγμές που τις αφήνουμε να περνούν έτσι άσπλαχνα, για να τις αναπολούμε ύστερα μέσω της μνήμης, αλλά να μην μπορούμε πια να τις αγγίξουμε».
Ενα βιβλίο που στον λαβύρινθό του ο αναγνώστης θα αγγίξει τον Μινώταυρο μιας εποποιίας για να ανακαλύψει ότι στις φλέβες του κυλάει το αίμα της Ιστορίας.