Διαβάζοντας τη χειμαρρώδη βιογραφία «Ο θρίαμβος και η τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ» των Κάι Μπερντ και Μάρτιν Σέρουιν (εκδ. Τραυλός, μτφρ. Μαριλένα Κορωναίου), και βλέποντας έπειτα την ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν, μένει κανείς με την εντύπωση ότι η ιδιοφυΐα είναι περισσότερο κατάρα παρά ευλογία, κάτι που σε ένα βαθμό ίσως και να ισχύει. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι διατηρείται ζωντανός έως σήμερα ο μύθος που συνδέει τη διάνοια με την τρέλα και την καταστροφή.
Η υψηλού επιπέδου διανοητική προίκα που πήρε ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ απ’ τη φύση, του επιφύλαξε μεν μια ζωή γεμάτη επιτεύγματα, δόξα και αναγνώριση, αλλά στην ουσία τον τοποθέτησε σ’ έναν προμηθεϊκό ρόλο που κανείς δεν θα διάλεγε. Με την κατασκευή της ατομικής βόμβας ο Οπενχάιμερ διέπραξε μια ύβρη, η οποία τιμωρήθηκε με τη νέμεση. Στην ουσία, πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του το μεγάλο του χάρισμα. Βεβαίως, επειδή η πραγματικότητα είναι άναρχη, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γινόταν αν δεν ηγούνταν ο Οπενχάιμερ του Σχεδίου Μανχάταν στο Λος Αλαμος. Το αποτέλεσμα δείχνει ότι ήταν ο πλέον κατάλληλος. Κανείς δεν μπορεί να αποδράσει απ’ το πεπρωμένο του.
Το μαντίλι του Τρούμαν
Το ενδιαφέρον, και το τραγικό ταυτόχρονα, είναι ότι στο προσωπικό δράμα του Οπενχάιμερ αποτυπώνεται ένα διαχρονικό ηθικό πρόβλημα της επιστήμης. Τι γίνεται όταν η επιστημονική έρευνα χρησιμοποιείται για ανθρωποκτόνους σκοπούς; Ποια πρέπει να είναι η στάση των επιστημόνων; Πώς δικαιολογεί η επιστήμη τη συνεργασία της με τον πόλεμο; Στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, ο Οπενχάιμερ δηλώνει στον πρόεδρο Χάρι Τρούμαν: «έβαψα τα χέρια μου με αίμα». Ο Τρούμαν του επιδεικνύει ένα μαντίλι και του λέει ότι εκείνος ήταν απλά ένα όχημα. Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ήταν μια πολιτική απόφαση, κι ως γνωστόν οι πολιτικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται από τους επιστήμονες.
Στο δράμα του Οπενχάιμερ αποτυπώνεται ένα διαχρονικό ηθικό πρόβλημα, είτε πρόκειται για την ατομική βόμβα είτε για την τεχνητή νοημοσύνη.
Ο Οπενχάιμερ ενσάρκωσε την ένοχη συνείδηση της επιστήμης του καιρού του. Μόνο μετά τη ρίψη της βόμβας κατάλαβε τι είχε κάνει, και έκτοτε δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να μιλάει περί διαφάνειας και περί διεθνούς συνεργασίας. Η επιστημονική έρευνα δεν συμβαίνει σε κενό, εκτός της Ιστορίας. Τα πορίσματά της γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολλούς ενδιαφερόμενους, είτε για καλό είτε για κακό, μέσα σε απρόβλεπτες πάντα συνθήκες. Ο Οπενχάιμερ πείστηκε να δουλέψει στο «μαραφέτι» (έχει ενδιαφέρον ότι η κωδική ονομασία της βόμβας μεταξύ των επιστημόνων ήταν «γκάτζετ», μια λέξη που σήμερα παραπέμπει ευθέως στις ηλεκτρονικές συσκευές που έχουμε όλοι στα χέρια μας), προκειμένου να νικηθούν οι ναζί. Δεν μπορούσε να προβλέψει ότι το όπλο του θα μας απασχολούσε έως σήμερα.
Η προβολή της βιογραφικής ταινίας του Νόλαν για τον «πατέρα της ατομικής βόμβας» συμπίπτει με τον θόρυβο που προκάλεσε τους προηγούμενους μήνες η παραίτηση του επονομαζόμενου «πατέρα της βαθιάς μάθησης», Τζεφ Χίντον απ’ την Google. Η διαδρομή του Χίντον είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη του Οπενχάιμερ, αλλά έχει και μερικές αξιοσημείωτες ομοιότητες. Αμφότεροι συμπάθησαν στα νιάτα τους την Αριστερά, πέτυχαν σε επιστημονικούς κλάδους αιχμής, και στο τέλος μετάνιωσαν για το έργο της ζωής τους. Ο Τζεφ Χίντον δήλωσε ότι η τεχνητή νοημοσύνη, την ανάπτυξη της οποίας επιδίωξε και πέτυχε σε όλη του τη ζωή, μπορεί να πάρει μια πολύ προβληματική τροπή, φτάνοντας μέχρι και στον αφανισμό του ανθρώπινου είδους. Με την παραίτησή του θέλησε να δείξει στον κόσμο ότι ανησυχεί, αλλά βέβαια τώρα είναι αργά για τον ίδιο, όπως ήταν και για τον Οπενχάιμερ. Συνέβαλε στο να βγει το τζίνι απ’ το μπουκάλι, δοξάστηκε γι’ αυτό, αλλά τώρα, βλέποντας ότι δεν υπάρχει επιστροφή, μετανοεί.
Τραγικά πρόσωπα
Σε προσωπικό επίπεδο είναι βέβαιο ότι οι μεγάλοι αυτοί επιστήμονες βιώνουν μια τραγωδία. Κανείς δεν βγαίνει απ’ τον κινηματογράφο νιώθοντας ότι ο Οπενχάιμερ ήταν ένα κάθαρμα. Ούτε κάποιος μπορεί να ψέξει τον Χίντον για τη δουλειά του στη βαθιά μάθηση. Η επιστήμη ερευνά, η πολιτική αποφασίζει. Η δουλειά του επιστήμονα επαφίεται στη μοίρα που θα της επιφυλάξουν οι πολιτικοί, το έργο του είναι έρμαιο δυνάμεων που δεν μπορεί να ελέγξει, γι’ αυτό και είναι ένα τραγικό πρόσωπο. Ο επιστήμονας δεν μπορεί να απαλλαγεί απ’ την ένοχη συνείδησή του, είναι παγιδευμένος στην ευφυΐα του. Ξέρει ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, γιατί έτσι δουλεύει ο εγκέφαλός του. Αν είναι τυχερός, μπορεί να δοξάζεται επ’ άπειρον γιατί ανακάλυψε ένα φάρμακο που δεν πρόλαβε να γίνει δηλητήριο. Αν είναι άτυχος, θα αναγκαστεί το ίδιο αυτό δηλητήριο να το καταπιεί γουλιά γουλιά.