Σκολαστίκ Μουκασονγκά
«Ο Κιμπογκό ανέβηκε στον ουρανό»
μτφρ.: Θάνος Σαμαρτζής
εκδ. Δώμα, 2023, σελ. 147
Ο «Κιμπογκό» είναι ένα βιβλίο ανάμεσα στην ξηρασία και στον κατακλυσμό. Ή πεθαίνεις από τη δίψα ή πνίγεσαι. Οταν το διαβάζεις είναι σαν να διαβάζεις παραμύθι και την ίδια στιγμή δεν είσαι σίγουρος αν διαβάζεις παραμύθι. Περισσότερο η ανάγνωσή του μοιάζει με απότομη προσγείωση σε μια άγνωστη χώρα που έχεις ακούσει γι’ αυτή στις ειδήσεις. Μια χώρα που την έχεις συνδέσει με τον θάνατο.
Μου φαίνεται πως η Σκολαστίκ Μουκασονγκά έχει αναλάβει μια αποστολή. Η αποστολή της συνοψίζεται ως εξής: «Τώρα που κάθεστε και διαβάζετε τις ιστορίες μου στο ωραίο σας σπίτι, ίσως κάποιοι από εσάς ψάξετε να μάθετε για τη Ρουάντα. Και ξέρετε τι θα βρείτε; Στοίβες από άψυχα κορμιά σε σκονισμένους δρόμους». Γιατί πίσω από κάθε παραμύθι κρύβεται μια θυσία.
Η Μουκασονγκά αποφάσισε να γίνει συγγραφέας· η οικογένειά της είχε δολοφονηθεί επειδή ανήκε στη φυλή Τούτσι.
Η Μουκασονγκά κατάφερε ν’ αποδράσει νωρίς από τη γενέτειρά της. Εφυγε και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Είδε τη γενοκτονία του ’94 στην τηλεόραση. Οπως ολόκληρη η Δύση. Κάποιοι μιλάνε για ένα εκατομμύριο νεκρούς: εφόσον οι νεκροί μάς δίνουν το δικαίωμα να τους μετρήσουμε. Κανείς, βέβαια, δεν ενδιαφέρθηκε. Μα η Μουκασονγκά αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Η οικογένειά της είχε δολοφονηθεί μόνο και μόνο επειδή ανήκε στη φυλή Τούτσι. Το γράψιμο ξεκινά από μια μεγάλη σκοτεινή τρύπα. Και αν αυτό δεν το γνωρίζουμε, καλύτερα να μην το μάθουμε.
Κοιτάζω τη Ρουάντα στον χάρτη: χαμένη κάπου στην Αφρική, κολλημένη στο τεράστιο Κονγκό, μικρή σαν σύννεφο. Καλώς ήρθατε στη χώρα χωρίς ηλεκτρισμό. Χωρίς νερό. Με ζέστη. Με πείνα. Με λευκούς αρχηγούς. Με μια πονηρή ιεραποστολή. Με εκκλησίες-τάφους. Με απατεώνες βροχοποιούς. Ειδωλολάτρες. Θεούς, διαβόλους. Ολοι θέλουν να ιδιωτικοποιήσουν τη βροχή. Nα υιοθετήσουν το θαύμα της, να το χρεωθούν. Αλήθεια, σε ποιον ανήκει η βροχή;
Ιδού το ερώτημα, ιδού ο μηχανισμός που δίνει κίνηση στις τέσσερις ιστορίες της Μουκασονγκά. Στην πρώτη ιστορία ο Κιμπογκό, ένας από τους γιους του βασιλιά, θυσιάζεται για τη Ρουάντα. Ενα σύννεφο τον αρπάζει, η βροχή επιστρέφει. Στη δεύτερη ιστορία, ακολουθούμε τον Ακαγεζού, τον κήρυκα. Του χρεώνουν την ανάσταση ενός βρέφους και μπλέκει. Οι παπάδες τον κατηγορούν πως έχει διαβάσει «υπερβολικά πολλά βιβλία». Πράγματι, δεν έχω ακούσει τίποτα χειρότερο. Ή καλύτερο.
Οι δύο επόμενες ιστορίες επεκτείνουν τις πρώτες, λες και τις παρασέρνει ένα ποτάμι που η επιφάνειά του, σαν κάτοπτρο, καθρεφτίζει διαφορετικές όψεις του ίδιου μύθου: ο Ακαγεζού ζει με μια «γριά μάγισσα», ταγμένη στο πνεύμα του Κιμπογκό. Η βροχή έρχεται αλλά είναι τόσο δυνατή που πνίγει τη Ρουάντα. Στο τέλος εμφανίζονται οι Λευκοί. Οι καθηγητές με τ’ αστραφτερά πουκάμισα και οι βοηθοί τους, πεινασμένοι να ηχογραφήσουν παλιές ιστορίες για φαντάσματα, έτοιμοι να κλέψουν τη μνήμη των ντόπιων: «Τις ιστορίες που θυμάσαι θέλουν να τις καταγράψουν, θέλουν να τις πάνε στην Ευρώπη, θέλουν να τις βάλουν στο βιβλίο τους». Ακόμη και τους ζωντανούς μπορείς να θερίσεις.
Ρήγμα
Αυτή είναι η αντίφαση του βιβλίου. Η Μουκασονγκά αφηγείται την ιστορία του «Κιμπογκό που ανέβηκε στον ουρανό» προκειμένου να διαβαστεί στη Δύση. Πουθενά αλλού. Που σημαίνει: να σκάψει ένα ρήγμα συγκίνησης στο μυαλό μας, ενώ το γράψιμό της πατάει με το ένα πόδι στην άνυδρη πατρίδα της (ένα σκονισμένο πόδι, ξυπόλυτο) και το άλλο στην ευημερία της δεύτερης πατρίδας της (ένα πόδι που έχει κάνει πεντικιούρ και φοράει ένα ακριβό τακούνι), κατασκευάζοντας ένα ύφος λες και είναι Δούρειος Ιππος. Δεν μιλάει για τη φρίκη, αλλά την αντικαθιστά με σύμβολα που έρχονται από έναν τόπο που υλοποιείται μέσα από τις συντεταγμένες του παραμυθιού, ενός καλογυαλισμένου παραμυθιού όμως. Που είναι μίμηση παραμυθιού. Το είδωλό του.
Κι εμείς, καθώς διαβάζουμε και διαβάζουμε, αναζητώντας αιμάτινα δώρα, με ενοχή, έκπληξη και αδιαφορία, είναι σαν να πέφτουμε όλο και πιο βαθιά στην παγίδα της τελευταίας φράσης: «Κι έτσι, μέσα στ’ άδυτα της νύχτας, οι γυναίκες πλέκουν και ξαναπλέκουν το παραμύθι του Κιμπογκό». Γιατί οι γυναίκες που πλέκουν είναι η Σκολαστίκ Μουκασονγκά. Κι εμείς, τ’ άδυτα της νύχτας.
Κάθε γενοκτονία φτιάχνει ένα βιβλίο. Καλύτερα να μη γράφονται βιβλία. Αλλωστε, όποιος διψάει, πνίγεται: «Οι λαοί χωρίς γραφή έχουν και αυτοί τις βιβλιοθήκες τους».