Μια τηλεπαθητική συντέλεια

Μια τηλεπαθητική συντέλεια

Σαν ένας Ρώσος σκηνοθέτης να είδε το ίδιο δυστοπικό όνειρο μ’ έναν Ιταλό συγγραφέα με τον οποίο δεν συναντήθηκαν ποτέ

3' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΓΚΟΥΙΝΤΟ ΜΟΡΣΕΛΙ
«Dissipatio H.G.»
μτφρ.: Μαρία Φραγκούλη
εκδ. Loggia, 2023, σελ. 187

Μια τηλεπαθητική συντέλεια-1Διάβασα το μεγαλύτερο μέρος του «Dissipatio H.G.» στο μετρό. Ανθούπολη, Ηλιούπολη, Αργυρούπολη, υπόγειες πόλεις που μ’ έκαναν να φαντάζομαι πως είμαι ο ήρωας του βιβλίου· εκείνος ο άνδρας –μισός Μερσώ, μισός εγώ– που κουβαλάει τις ελπίδες και τους φόβους μας, περπατώντας σαν χαμένος στη Χρυσούπολη, εκεί όπου όλοι οι άνθρωποι έχουν εξαφανιστεί. Ειδικά αργά το βράδυ, στο άδειο βαγόνι, ήμουν σίγουρος πως ταξίδευα σε μια πόλη που δεν ζούσε κανείς πια.

Εχουν όμως πράγματι εξαφανιστεί οι άνθρωποι από τη Χρυσούπολη; Ή μήπως έχουν γίνει ένα «ασήμαντο ιντερμέδιο», μέσα στη ροή της μέρας, που ο άνδρας δυσκολεύεται να διακρίνει επειδή ο ίδιος έχει βουλιάξει στις σκέψεις του; Μήπως άραγε αυτός είναι ο εξατμισμένος, ο νεκρός;

Αδειο και ασφυκτικά γεμάτο. Ησυχο και μαζί θορυβώδες. Κάτι παγωμένο, αιμάτινο, το κλίμα στο μυθιστόρημα του Μορσέλι.

Ενώ λοιπόν ο Γκουίντο Μορσέλι ακολουθεί, υποτίθεται πιστά, την ιδέα της εκκένωσης, ταυτόχρονα δεν τη λαμβάνει υπόψη του, αφού γρήγορα τη βάζει σε δεύτερο πλάνο, λες και δεν είναι κάτι τόσο σημαντικό. Επειδή καμία συγγραφική ιδέα δεν είναι σημαντική: «Τριγυρνάω στην πόλη». Αυτό ναι, είναι το τέλειο θέμα για να γράψεις ένα αψεγάδιαστο μα δύσκολο βιβλίο.

Καθώς τα γράφω όλα αυτά, βλέπω τη σεκάνς του Τόκιο από το «Σολάρις» του Αντρέι Ταρκόφσκι. Αμάξια που τρέχουν στον αυτοκινητόδρομο, αφήνοντας πίσω τους τα ψηλά κτίρια της πόλης, που μοιάζουν ερημωμένα, αμάξια εγκλωβισμένα ανάμεσα σε γέφυρες, που ανυπομονούν να βγουν από σκοτεινά τούνελ, σαν παύσεις από το φως, μέχρι αυτό να πέσει, οδηγώντας τ’ αυτοκίνητα στον λαβύρινθο ενός ανισόπεδου κόμβου, μια μυρμηγκοφωλιά με μεταλλικά μυρμήγκια που φωτίζουν με τα κόκκινα και λευκά τους φώτα τη νύχτα. Ατέλειωτοι δρόμοι κινηματογραφημένοι σε ασπρόμαυρο και έγχρωμο φιλμ, χωρίς να βλέπουμε τα πρόσωπα των οδηγών. Για τον απλούστατο λόγο πως δεν υπάρχουν οδηγοί στ’ αυτοκίνητα. Κι αυτό είναι ακριβώς το κλίμα που αναπτύσσεται στο μυθιστόρημα του Μορσέλι: κάτι άδειο και ταυτόχρονα ασφυκτικά γεμάτο. Κάτι ήσυχο και μαζί απόκοσμα θορυβώδες, όπως ο διαστημικός ήχος που βγαίνει από τις ρόδες που χαράζουν την άσφαλτο. Κάτι παγωμένο, αιμάτινο.

Δεν αναφέρομαι τυχαία στον Ταρκόφσκι. Στο επίμετρο της μεταφράστριας Μαρίας Φραγκούλη διαβάζω πως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι είχε στείλει επιστολή στον Ταρκόφσκι. Να διαβάσει το βιβλίο. Να το μεταφέρει στο σινεμά. Στο Διαδίκτυο δεν βρίσκω παραπάνω πληροφορίες. Ξεφυλλίζω το «Μαρτυρολόγιο». Τίποτα. Σκέφτομαι πως τούτη η φήμη είναι όνειρο ή ψέμα. Ομως, διαβάζοντας σκόρπια κομμάτια από το ημερολόγιο του Ταρκόφσκι, παρασύρομαι στην απατηλή βεβαιότητα πως αποτελεί επέκταση του «Dissipatio H.G.»: «Σήμερα ανακάλυψα ένα πολύ παράξενο, μισογκρεμισμένο εργοστάσιο, με μια πανύψηλη καμινάδα. Μέσα στο κτίριο έχουν φυτρώσει παντού θάμνοι. Στη μια πλευρά βρίσκεται η πόλη και στην άλλη ένας ψηλός λόφος. Το ίδιο το εργοστάσιο βρίσκεται στο βάθος μιας κοιλότητας. Ολ’ αυτά φαίνονται εκπληκτικά». Γραμμένο στην Ιταλία, Μάρτης του ’82.

Ο Μορσέλι είχε ήδη πεθάνει. Ο Ταρκόφσκι θα πέθαινε λίγα χρόνια αργότερα. Δεν φαίνεται να συναντήθηκαν ποτέ. Αλλά βλέποντας τ’ ασπρόμαυρα πλάνα της καταστροφής από τη «Θυσία», είναι σαν ένα τμήμα του μυθιστορήματος να κινηματογραφήθηκε τελικά, μ’ έναν μαγικό τρόπο. Λες και ένας Ρώσος σκηνοθέτης κοιμήθηκε αγκαλιά μ’ έναν Ιταλό συγγραφέα, βλέποντας το ίδιο όνειρο συντέλειας.

Το γραπτό του Μορσέλι, το οποίο εκδόθηκε μετά την αυτοκτονία του, όπως το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου του, δεν είναι μυθιστόρημα, εξομολόγηση, ημερολόγιο, σημείωμα αυτοχειρίας. Είναι η πυκνή μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε το περισσότερο διάστημα της ζωής του γράφοντας, κλεισμένος σ’ ένα σπίτι που ήταν καταφύγιο, παρατηρητήριο, φυλακή. Διάβαζε, σκεφτόταν και έγραφε, δίχως σταματημό, σημειώνοντας την κάθε του ανάσα. Κάθε σημείωση ήταν ένα βήμα προς την ανθρωπότητα κι ένα βήμα πέρα από τους ανθρώπους: «Ανώφελο να γράφει κανείς σε τετραδιάκια».

Μου αρέσει να τον βλέπω σε δύο φωτογραφίες που βρίσκω στο Διαδίκτυο. Ξαπλωμένο σε μια απλωμένη κουβέρτα ανάμεσα στα χόρτα και στηριγμένο σ’ ένα αυτοκίνητο με ανοιχτή πόρτα, κρατώντας το κεφάλι του. Κομψός, μ’ ένα μειδίαμα συστολής στο πρόσωπο, δείχνει αμήχανος μπροστά στον φακό. Ισως επειδή μόλις έχει διαπιστώσει πως κανένας δεν βρίσκεται πίσω από τη φωτογραφική μηχανή: «Ο χρόνος είναι στάσιμος».

Ανεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες και επιστρέφω στην πόλη. Δεν υπάρχει πιο βασανιστικό πράγμα, να έχεις διακόψει το διάβασμα και να περπατάς αφηρημένος στους δρόμους ανάμεσα στους ανθρώπους, με το ερώτημα του Μορσέλι να κουδουνίζει στο κεφάλι σου: «Πώς ξέρουμε ότι οι νεκροί δεν βλέπουν τον εαυτό τους;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή