Αποχαιρετισμός σε ένα Νομπέλ

Αποχαιρετισμός σε ένα Νομπέλ

Τρία αμετάφραστα ποιήματα, ειδικά για την «Κ», της βραβευμένης ποιήτριας Λουίζ Γκλικ, που «έφυγε» πριν από μία εβδομάδα

5' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κοιτάμε τον κόσμο μια φορά,
στην παιδική ηλικία.
Τα υπόλοιπα είναι μνήμη.

ΛΟΥΙΖ ΓΚΛΙΚ (1943-2023)

Θεωρήθηκε από πολλούς, και ορθώς, η κορυφαία σύγχρονη ποιήτρια της Αμερικής. Η ποίηση της Λουίζ Γκλικ (1943-2023) χαρακτηρίζεται από διαύγεια, τεχνική ακρίβεια, ευρηματικότητα και ένα βλέμμα βαθύ, στοχαστικό, αφοπλιστικό. Τα θέματά της είναι κυρίως υπαρξιακά –η σχέση με τον ευάλωτο εαυτό μας, οι σχέσεις με τους άλλους, κυρίως οι οικογενειακές (που κατά βάθος είναι πάντοτε επώδυνες), η φθορά, ο θάνατος, αλλά και η ίδια η ποίηση, ως δύναμη απελευθερωτική, αλλά και παρηγορητική–, θέματα τα οποία πολλές φορές αναπτύσσει κάνοντας χρήση αρχαιοελληνικών μύθων ή βιβλικών παραβολών.

Το 2020, της απονεμήθηκε το Νομπέλ Λογοτεχνίας «για την ιδιαίτερη, μοναδική ποιητική της φωνή, που με αυστηρή ομορφιά καθιστά την ατομική ύπαρξη οικουμενική». Ηταν η πρώτη Αμερικανίδα γυναίκα ποιήτρια που απέσπασε την ύψιστη αυτή τιμητική διάκριση, έχοντας προηγουμένως κερδίσει, για συγκεκριμένες συλλογές, όλα τα βραβεία που η Αμερική απονέμει σε ποιητή.

Γλώσσα ανεπιτήδευτη

Η ικανότητα της Γκλικ να δημιουργεί μια ποίηση που πολλοί αναγνώστες βρίσκουν προσιτή και κατανοητή, σχετίζεται με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, που σε γενικές γραμμές είναι απλή, ανεπιτήδευτη και άμεση, χωρίς τη χρήση πολλών επιθέτων, τα οποία όπως η ίδια έχει γράψει «απεχθάνεται». Στη συλλογή της «Αραράτ», για παράδειγμα, γράφει: «Ελεγαν πάντα/ ότι έμοιαζα με τον πατέρα μου/ επειδή κι αυτός αποστρεφόταν τη συναισθηματολογία».

Η ζωή για την Γκλικ είναι κίνηση. Κάθε στιγμή υπάρχει «για πρώτη και τελευταία φορά». Κάθε στιγμή είναι πολύτιμη και φευγαλέα· και κάθε ποίημα μοναδικό.

Ωστόσο, ο ρυθμικός βηματισμός της, που δεν είναι πάντοτε ομαλός, οι απότομοι διασκελισμοί, το σπάσιμο των στροφών (όπως έχει πει «τα λευκά κενά δεν είναι ποτέ ουδέτερα»), οι επαναλήψεις λέξεων και φράσεων, η νοηματική πυκνότητα, αλλά και η πολυφωνία (πολλές φορές, δεν είναι σαφές ποιος ή ποια μιλάει μέσα στο ποίημα), καθιστούν την ποίησή της, αν όχι σκοτεινή, απαιτητική πάντως.

Η ποίησή της αντιστέκεται στην αβασάνιστη ανάγνωση, όχι επειδή βασίζεται σε ένα ερμητικό μυθολογικό εποικοδόμημα, ούτε επειδή κάνει χρήση μιας περίπλοκης εικονοποιίας, ούτε γιατί περιέχει σκοτεινές αναφορές σε άγνωστες λογοτεχνίες και πολιτισμούς, αλλά ακριβώς γιατί δεν διαθέτει τίποτε απ’ όλα αυτά. Είναι απαιτητική γιατί κοινωνεί, μ’ έναν απροσποίητο τρόπο, το άγχος της παρούσας ανθρώπινης συνθήκης: την προσπάθεια να υπάρξουμε σ’ έναν αποσπασματικό, εικονικό, μη αυθεντικό κόσμο.

Οσο ανοιχτή στη σύγχρονη εμπειρία κι αν είναι, όσο και αν συμπορεύεται με την παρούσα στιγμή, η Γκλικ φαίνεται να αγωνιά, να πασχίζει σχεδόν απελπισμένα να μεταφέρει αυτή την εμπειρία στο χαρτί. Μας λέει πάλι και πάλι πόσο δύσκολο είναι να πλάσει ένα «εσωτερικό περιβάλλον», μέσα στο οποίο το «εξωτερικό γεγονός» παλεύει να βρει μια θέση. Αποκαλύπτοντας την αδυναμία να μετατρέψουν το παρόν σε εύχρηστο παρελθόν, τα ποιήματά της καταφέρνουν να αποτυπώνουν τα σημάδια των συγκρούσεων και των απογοητεύσεων της καθημερινής ζωής. Τονίζουν το άγχος της συνείδησης και όχι την ικανότητά της να ορίζει ή να μεταδίδει το περιεχόμενό της. Η ζωή για την Γκλικ είναι κίνηση. Κάθε στιγμή υπάρχει «για πρώτη και τελευταία φορά». Κάθε στιγμή είναι πολύτιμη και φευγαλέα − και κάθε ποίημα είναι μοναδικό, αφού παγιδεύει ένα μοναδικό διάλειμμα της συνείδησης. Ανακουφιστική από τη μια αυτή η στάση, αφού λογαριάζει καθετί που αρθρώνεται ως προνομιούχο· ταυτόχρονα όμως θλιβερή, αφού θεωρεί την τέχνη τόσο ρευστή όσο και τη ζωή.

Αποχαιρετισμός σε ένα Νομπέλ-1
Η Λουίζ Γκλικ το 2016, όταν βραβεύθηκε από τον Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο. Το 2020, της απονεμήθηκε το Νoμπέλ Λογοτεχνίας «για την ιδιαίτερη, μοναδική ποιητική της φωνή, που με αυστηρή ομορφιά καθιστά την ατομική ύπαρξη οικουμενική». Φωτ. A.P./Susan Walsh

«Οικεία, ιδιωτική φωνή…»

Στην ομιλία της κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νομπέλ η Γκλικ σημειώνει: «Ολοι εμείς που γράφουμε βιβλία πιθανότατα επιθυμούμε να φτάσουμε σε πολλούς. Ωστόσο, ορισμένοι ποιητές δεν βλέπουν να φτάνουν σε πολλούς με τη χωρική έννοια, όπως σ’ ένα γεμάτο αμφιθέατρο. Βλέπουν να φτάνουν σε πολλούς παροδικά, διαδοχικά, όσο περνάει ο καιρός, στο μέλλον, αλλά κατά κάποιο τρόπο, βαθύτερο και ουσιαστικότερο, αυτοί οι αναγνώστες έρχονται πάντα ατομικά, ένας ένας. Πιστεύω ότι με την απονομή αυτού του βραβείου η Σουηδική Ακαδημία επιλέγει να τιμήσει την οικεία, ιδιωτική φωνή, την οποία ο δημόσιος λόγος μπορεί συχνά να ενισχύσει ή να προεκτείνει, αλλά ποτέ να αντικαταστήσει».

Το ποίημα «Η άρνηση του θανάτου» κλείνει με τους εξής στίχους: «Σε είδαμε να αναχωρείς. Να κατεβαίνεις τα πέτρινα σκαλιά, / και να κατευθύνεσαι στη μικρή πόλη. Ενιωσα / πως κάτι αληθινό είχε ειπωθεί / και παρόλο που θα προτιμούσα να το ‘χα πει εγώ η ίδια / ήμουν ευτυχισμένη που τουλάχιστον το είχα ακούσει».

Η Γκλικ αναχώρησε πλέον για μια άλλη μικρή πόλη. Οποιος τη διαβάζει γνωρίζει, ωστόσο, πως έχει μοιραστεί μαζί της κάτι αληθινό. Η φωνή της απελευθερώνει μια δικιά μας, εσωτερική φωνή που όταν την ακούμε νιώθουμε όχι μόνο ευτυχισμένοι, αλλά και βαθύτερα ανθρώπινοι.

Η συλλογή «Meadowlands»

Ακολουθούν τρία ποιήματά της που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Το ποιήματα αυτή ανήκουν στη συλλογή «Meadowlands» (1996), που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδ. Στερέωμα την προσεχή άνοιξη σε μετάφραση του γράφοντος. Στη συλλογή αυτή η Γκλικ, με οδηγό την ομηρική Οδύσσεια και δίνοντας φωνή στον Τηλέμαχο, στην Πηνελόπη και στην Κίρκη, αναλύει με τρομακτική ψυχαναλυτική διορατικότητα τη διάλυση μιας σύγχρονης σχέσης.

Η ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ

Το είδος της υπομονής που η μητέρα μου
έδειχνε στον πατέρα μου
(που εκείνος απορροφημένος
από τον εαυτό του θεωρούσε
έκφραση ευγνωμοσύνης ενώ στην πραγματικότητα
ήταν μια μορφή οργής – άραγε δεν αναρωτήθηκε ποτέ γιατί
αδυνατούσε να εξηγήσει
το λόγο που εγκατέλειψε τον τόπο του;): μόλυνε
την παιδική μου ηλικία. Υπομονετικά
με τάιζε εκείνη· υπομονετικά
επέβλεπε τους στοργικούς
δούλους που με φρόντιζαν, όποια
κι αν ήταν η συμπεριφορά μου – αφοσίωση
που τη δοκίμαζα
με το να γίνομαι όλο και πιο βίαιος. Ηταν ξεκάθαρο για μένα
ότι από τη δική της οπτική
δεν υπήρχα, αφού
οι πράξεις μου δεν είχαν
τη δύναμη να την ενοχλήσουν:
Οι φίλοι μου με φθονούσαν.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν
ήμουν περήφανος για τον πατέρα μου
που έμενε μακριά
ακόμα κι αν έμενε μακριά
για τους λάθος λόγους.
Συνήθιζα να χαμογελάω
όταν η μητέρα μου έκλαιγε.
Ελπίζω τώρα να μπορούσε
να συγχωρήσει εκείνη τη σκληρότητα· ελπίζω
να καταλάβαινε πόσο έμοιαζε
με τη δική της ψυχρότητα,
ένας τρόπος να μένει
κανείς χωριστά
από ό,τι αγαπάει βαθιά.
 
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ

Ποτέ δεν μπόρεσα ν’ αποφασίσω
τι να γράψω
στον τάφο των γονιών μου. Ξέρω
τι θέλει εκείνος: θέλει
αγαπημένος, που είναι
σίγουρα κατάλληλο, ειδικά
αν λάβουμε υπόψη όλες
τις γυναίκες. Αλλά
αυτό αφήνει τη μητέρα μου
ξεκρέμαστη. Μου λέει
ότι της είναι παντελώς αδιάφορο·
προτιμά να τη θυμούνται για
το δικό της επίτευγμα. Μου φαίνεται
απρεπές να τους θυμίσω
ότι κανένας δεν
τιμάει τους νεκρούς διαιωνίζοντας
τις ματαιοδοξίες τους, τις
προβολές του εαυτού τους. 
Το δικό μου γούστο υπαγορεύει
ακρίβεια χωρίς
πολυλογία· είναι
οι γονείς μου, συνεπώς
τους βλέπω μαζί,
μερικές φορές ως
συζυγικό ζευγάρι, άλλες φορές
ως αντίρροπες δυνάμεις.
 
ΤΟ ΠΕΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ

Ενα πουλί έρχεται στο παράθυρο. Είναι λάθος 
να τα θεωρούμε
πουλιά, συχνά
είναι αγγελιαφόροι. Γι’ αυτό, μόλις προσγειωθούν
στο περβάζι, κάθονται
απόλυτα ακίνητα, για να χλευάσουν
την υπομονή, σηκώνοντας το κεφάλι τους για να τραγουδήσουν
άμοιρη κυρά, άμοιρη κυρά, τις πέντε
προειδοποιητικές τους νότες, και ύστερα πετούν
σαν σκοτεινό σύννεφο από το περβάζι στον ελαιώνα.
Αλλά ποιος θα έστελνε ένα τόσο αβαρές πλάσμα
να κρίνει τη ζωή μου; Οι σκέψεις μου είναι βαθιές
και η μνήμη μου μακρά· γιατί να ζηλέψω μια τέτοια ελευθερία
όταν έχω την ανθρωπότητα; Αυτοί
με τις μικρότερες καρδιές έχουν
τη μεγαλύτερη ελευθερία.

* Από τις εκδόσεις Στερέωμα, σε μετάφραση του Χ. Β., κυκλοφορούν οι συλλογές 
«Ο θρίαμβος του Αχιλλέα» (1985), «Αγρια ίρις» (1992) και «Χειμωνιάτικες συνταγές για την κοινότητα» (2021), καθώς και η συλλογή «Πιστή και ενάρετη νύχτα» (2014), μεταφρασμένη από κοινού με τη Δήμητρα Κωτούλα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή