Φανί Αρντάν στην «Κ»: Ξέρω απ’ έξω Αισχύλο, Ιλιάδα και Οδύσσεια

Φανί Αρντάν στην «Κ»: Ξέρω απ’ έξω Αισχύλο, Ιλιάδα και Οδύσσεια

Η Φανί Αρντάν μιλάει για τη συνεργασία της με τη Λυρική

4' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Φανί Αρντάν εκπέμπει έναν έμφυτο ερωτισμό, που διαπερνάει όλο της το είναι – από τις κινήσεις, τις εκφράσεις, τη φωνή έως και το λεξιλόγιό της. Εφθασε στο ραντεβού μας στο καφέ του ξενοδοχείου «Κολμπέρ» (κοντά στο σπίτι της, στο 5ο διαμέρισμα της αριστερής όχθης του Παρισιού), ντυμένη στα μαύρα, με τα δάκτυλα και των δυο χεριών γεμάτα δαχτυλίδια με φίδια. Τη ρωτώ αμέσως πώς προέκυψε η συνεργασία της με τη Λυρική. «Ο Γιώργος Κουμεντάκης ήρθε να δει μια παράστασή μου ως Κασσάνδρα στο σύγχρονο θεατρικό Μονόδραμα του Μάικλ Τζάρελ, βασισμένο σε κείμενο της Κρίστι Βολφ. Μετά την παράσταση, προς μεγάλη μου έκπληξη, μου πρότεινε να σκηνοθετήσω μια όπερα στην Αθήνα. Ενθουσιάστηκα γιατί ανέκαθεν είχα πάθος για την Ελλάδα και τους Ελληνες, σύγχρονους και αρχαίους. Ξέρω την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τα έργα του Αισχύλου απ’ έξω. Ολα όσα υπάρχουν στον κόσμο μας βρίσκονται μέσα σ’ αυτά τα έργα. Αρχικά σκεπτόταν να διαλέξει το “Πελλέας και Μελισσάνθη”, αλλά προτίμησα να κάνω τη “Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ”, έργο δύσκολο αλλά συναρπαστικό. Το διάλεξα γιατί είναι άγριο, σεξουαλικό, βίαιο, που πηγάζει μέσα από τα σπλάχνα και γιατί λατρεύω τη μουσική του Σοστακόβιτς, που γνώριζα από τότε που χρησιμοποίησα αποσπάσματα σε μια ταινία μου, “Το ντιβάνι του Στάλιν”, με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ».

Ομως, αν και γνώριζε ήδη τη μουσική του Σοστακόβιτς, η Αρντάν δεν είχε δει ποτέ τη «Λαίδη Μάκβεθ». Οσον αφορά αυτή την όπερα, «ήμουν παρθένα!», λέει.

Αφού δέχτηκε την πρόταση του Κουμεντάκη, πήγε να δει το θεατρικό έργο βασισμένο στη νουβέλα του Λεσκόφ, στο οποίο η Κατερίνα σκοτώνει όχι μόνο τον άνδρα και τον πεθερό της, αλλά και ένα μωρό. «Ο Σοστακόβιτς δεν συμπεριλαμβάνει τον φόνο ενός παιδιού στην όπερά του και για μένα αυτό σημαίνει ότι θέλει να αισθανθούμε κάποια συμπάθεια για την Κατερίνα. Να τη συμπαθήσουμε, αν και είναι φόνισσα, γιατί θέλει να είναι ελεύθερη. Ο μόνος της πόθος είναι να ζήσει. Για πολύ καιρό έχει υπομείνει τη βίαιη συμπεριφορά του πεθερού της και την αποπνικτική ατμόσφαιρα όλων αυτών των μπουρζουά εμπόρων. Ξαφνικά κατακυριεύεται από το ολέθριο πάθος για τον Σεργκέι (ουσιαστικά έναν αλήτη) και λέει “όχι, δεν θέλω πια να ζω έτσι. Θέλω να είμαι ελεύθερη”. Φυσικά, ως σκηνοθέτις, δεν είμαι εδώ για να υπερασπιστώ έναν φόνο. Είμαι εδώ για να υπερασπιστώ την ελευθερία. Για μένα η Κατερίνα εκπροσωπεί κάτι που μου θυμίζει τον Χριστό. Γιατί αποδέχεται όλα όσα καλείται να υπομείνει. Εχοντας ανακαλύψει την αγάπη –όχι απλά τον έρωτα αλλά και την αγάπη– αισθάνεται ότι τα έχει όλα… Μπορεί να μεταφέρεται στη Σιβηρία, αλλά μέσα της αισθάνεται πλήρης. Είναι σαν ένα μήνυμα που λέει “μη φοβόσαστε. Διαλέξτε τον τρόπο που θέλετε να ζήσετε. Πάρτε ρίσκα, αλλά να πληρώσετε πρόθυμα τις επιλογές σας”. Η Κατερίνα Ισμαΐλοβα είναι όλοι εσείς. Είσαστε έτοιμοι να πληρώσετε για την ελευθερία σας; Γιατί σήμερα η ελευθερία είναι απειλούμενο αγαθό στην κοινωνία μας. Και φυσικά, στην εποχή του Σοστακόβιτς, ήταν ανύπαρκτη».

Στην Αρντάν δεν αρέσει η σύγχρονη τάση μεταχρονισμού της πλοκής μιας όπερας στην εποχή μας, «σαν αυτός να είναι ο μόνος τρόπος για να ταυτιστεί μαζί της το κοινό. Αποφάσισα να εμπιστευτώ τη δύναμη της μουσικής. Διότι όταν πηγαίνω στην όπερα –και πηγαίνω πολύ συχνά– θέλω να μου πουν μια ιστορία. Δεν θέλω να με ταΐσουν με το κουτάλι οποιουδήποτε είδους “κόνσεπτ”! Κι όταν, όπως σ’ αυτή την περίπτωση, η ιστορία είναι πολύ δυνατή, δεν χρειάζεσαι τίποτα περιττό ή παραπανίσιο. Αλλωστε, δεν είμαι εδώ για να μορφώσω το κοινό. Προτιμώ να το μαγέψω, παρά να το δασκαλέψω».

Ο Γιώργος Κουμεντάκης μού πρότεινε να σκηνοθετήσω μια όπερα στην Αθήνα. Ενθουσιάστηκα γιατί ανέκαθεν είχα πάθος για την Ελλάδα και τους Ελληνες.

Η αίσθηση μαγείας είναι αυτό που έκανε την Αρντάν να λατρέψει την όπερα από τα παιδικά της χρόνια στο Μόντε Κάρλο, όταν οι γονείς της την πήγαιναν σε παραστάσεις στο υπέροχο κτίριο του Γκαρνιέ. Θυμάται τον εαυτό της ξαπλωμένο στο πάτωμα, μαζί με τον αδελφό της, ν’ ακούει όπερα με τις ώρες, αρχικά Βάγκνερ και αργότερα την Κάρμεν με την Κάλλας, την οποία έπειτα από χρόνια έμελλε να ενσαρκώσει στο έργο «Masterclass» του Τέρενς ΜακΝάλι και το φιλμ του Φράνκο Τζεφιρέλι «Callas Forever», για το οποίο την έστειλε στη Νέα Υόρκη να τελειοποιήσει τα σπασμένα αγγλικά της. «Μου αρέσει αυτή η ετοιμασία στη δουλειά μας – κάτι σαν τους πυγμάχους ή τους ταυρομάχους πριν βγουν στην αρένα»!

Φανί Αρντάν στην «Κ»: Ξέρω απ’ έξω Αισχύλο, Ιλιάδα και Οδύσσεια-1
«Προτίμησα να κάνω τη “Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ“, έργο δύσκολο αλλά συναρπαστικό. Το διάλεξα γιατί είναι άγριο, σεξουαλικό, βίαιο, που πηγάζει μέσα από τα σπλάχνα, και γιατί λατρεύω τη μουσική του Σοστακόβιτς», λέει στην «Κ» η Φανί Αρντάν. Φωτ. ΑΡΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ

«Το απόλυτο»

«Η Κάλλας εκπροσωπούσε την αναζήτηση για το απόλυτο. Πάντα ρίσκαρε, ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένη. Θεωρούσε ότι έκανε σαν μια γενική πρόβα ώστε αύριο να το κάνει ακόμη καλύτερα, σαν να έψαχνε για το Χρυσόμαλλο Δέρας, που πάντα μοιάζει να είναι ένα βήμα πιο μπροστά. Ολοι σημαδευτήκαμε και επηρεαστήκαμε από εκείνην. Γι’ αυτό πιστεύω ότι όταν κάνουμε τη διανομή για μια όπερα, δεν πρέπει να κρίνουμε τους ερμηνευτές μόνο για τη φωνητική τους απόδοση, αλλά για το τι δίνουν από τον εαυτό τους. Αυτό είναι ουσιώδες, γιατί η όπερα είναι τέχνη που δύσκολα μπορεί να γίνει πειστική, ώστε το κοινό να πιστέψει ότι αυτοί οι άνθρωποι στη σκηνή μπορούν να εκφραστούν μόνο με το τραγούδι. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί».

«Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ»του Σοστακόβιτς στην ΕΛΣ – 21, 24, 27, 31 Οκτωβρίου και 5, 9 Νοεμβρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή