Η ζωή στο ίδιο διαμέρισμα με τον Σκαλκώτα

Η ζωή στο ίδιο διαμέρισμα με τον Σκαλκώτα

Το δράμα του βαθιά υποτιμημένου από το κατεστημένο συνθέτη

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΜΠΟΥΚΗΣ
Συγκάτοικος – 32 κομμάτια
εκδ. Loggia, 2023, σελ. 164

«Αντάντε ρελιτζιόζο» είναι ο τίτλος του πρώτου από τα 32 κεφάλαια στο βιβλίο του Βασίλη Τσιμπούκη και θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και ο τρόπος, η μέθοδος με την οποία αντιμετωπίζει το συγγραφικό του δημιούργημα: τη ζωή ενός ανώνυμου πρωταγωνιστή/αφηγητή, ενός «εαυτού» που, στα όρια μιας παραισθητικής εμπειρίας, συγκατοικεί με τον μεγάλο συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα: «Μένω με κάποιον. Αλλοτε είναι υπερβολικά παρών, ενοχλητικά, ανυπόφορα, αναξιοπρεπώς παρών, άλλοτε άφαντος, εξαφανισμένος, βαρύθυμος, απρόβλεπτα ήσυχος, παραιτημένος, απών σαν νεκρός» είναι οι εισαγωγικές γραμμές που με μια ανάγνωση δεν ορίζουν μόνο την πρώτη περιγραφή του επώνυμου συγκάτοικου, αλλά και την επίπονη πορεία του συγγραφέα προς τη δημιουργία του σύμπαντος που θα περικλείσει τη φαντασιακή συγκατοίκηση.

Κάθε τίτλος κεφαλαίου αναφέρεται στο έργο 32 Κομμάτια για πιάνο του Σκαλκώτα, ενώ ακολουθεί μια σύνδεση, γοητευτικά αυθαίρετη με μια πρώτη ματιά, εμπλέκοντας περιστατικά από τη ζωή του αφηγητή ή ενός κάποιου εαυτού, ενός αφηγητή που βασανίζεται να καταδυθεί στην αλήθεια του μαζί με την τραγική πραγματικότητα του συνθέτη: «Παιδικός χορός: Αλλο όμως θέλω να πω, να θυμηθώ να σε ρωτήσω, φοβόσουν τον θάνατο; Οσο εγώ μικρός; Εφευγε ποτέ από το μυαλό σου;».

Κάθε ένα από τα 53 κεφάλαια ανοίγει μια πόρτα, μια ευκαιρία γνωριμίας με το δύσκολο, ή και άγνωστο σε πολλούς, έργο του.

Μόνον ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου αλλάζει από «Μικρό αγροτικό εμβατήριο» σε «Μικρό αθηναϊκό εμβατήριο» κλείνοντας τη μυθιστορηματική αφήγηση που αφορά τη ζωή του συνθέτη στην Αθήνα, ενώ αφήνει τη ζωή του στις ευρωπαϊκές πόλεις να εμπλέκεται ως ανάμνηση στο δύσκολο παρόν.

Η ζωή στο ίδιο διαμέρισμα με τον Σκαλκώτα-1Σε ένα αθηναϊκό διαμέρισμα, που με μικρές λεπτομέρειες καθίσταται οικείο στον αναγνώστη, ο σπαραγμός, το δράμα του βαθιά υποτιμημένου, όσο βρισκόταν στη ζωή, συνθέτη από τις συντονισμένες κινήσεις του ελληνικού μουσικού κατεστημένου της εποχής, μετά την επιστροφή του από τη ναζιστική –πλέον– Γερμανία το 1933, όλα ανασυστήνονται ή συστήνονται στον αναγνώστη με το υποβόσκον πάθος και την εμμονική σύνδεση τού αφηγητή με τον συνθέτη. Κάθε ένα από τα 53 μικρά κεφάλαια ανοίγει μια πόρτα, μια ευκαιρία γνωριμίας με το δύσκολο, ή και ακόμη άγνωστο στους πολλούς, συνθετικό έργο, ενώ «βλέπει» τον βασανισμένο Σκαλκώτα. Και ενώ ο συγγραφέας Βασίλης Τσιμπούκης μας οδηγεί σε μια εξιστόρηση πραγματικών περιστατικών και στιγμών της ζωής του συνθέτη με non fiction στοιχεία, ο αφηγητής του παρεμβαίνει απευθυνόμενος σε δεύτερο ενικό, δημιουργώντας τη μαγική σχέση με τη μυθιστορηματική αφήγηση.

Με πλήρη συνείδηση αγωνιά μεταφέροντας στον αναγνώστη το αίσθημα, αλλά δίνοντας ταυτοχρόνως το πλαίσιο του συγγραφικού έργου που θα εξελιχθεί με, απρόβλεπτες βεβαίως για τον συγγραφέα, αναγνωστικές αντιδράσεις: «Συνάντηση δεύτερη σε μια άδεια σκηνή, με τη μουσική να προοιωνίζεται δράση, ένα επεισόδιό της. Θα πρέπει να υποδυθώ έναν που θα μπορούσε να είναι γνωστός του. Εναν καλλιτέχνη. Δεν μου φαίνεται δύσκολο. Τουλάχιστον στο ονειρικό μέρος της συνεύρεσής μας. Μπορεί την πρώτη φορά η ευκολία να οφειλόταν στην ώρα της συνάντησης, στην ευθυγράμμιση τυχαίων χρονικών στιγμών, σε έναν τόπο που ξεγλιστράει από την ίδια του την περιγραφή – αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Εδώ όμως χρειάζεται να αποδεχθώ μια σύμβαση, ένα πρωτόκολλο συνεργασίας. Να γίνω ένας από το συνάφι του σε μία από τις φάσεις της ζωής του. Να τον βρω εκεί, σ’ ένα μετέωρο για μένα σημείο ενός χρόνου που ορίζει μια εποχή παρωχημένη. Από μια άλλη οπτική γωνία. Λοξή. Σε μία άλλη ανάγνωση, αναμειγνύοντας τα γνωστά υλικά, στήνοντας το κατάλληλο σκηνικό. Και, το κυριότερο, καθοδηγώντας την πλοκή και ταυτόχρονα συμμετέχοντας σ’ αυτήν». Και τελικά ο αφηγητής το καταφέρνει, ψηλαφίζει την τραγικότητα και τη σπουδαιότητα των στιγμών, καμιά φορά με την ατονική ακολουθία των έργων του μεγάλου μουσικού.

Απευθύνεται ανασύροντας χρόνους και καταστάσεις μιας μνήμης ελληνικής σαν να θέλει να συμβαδίσει με την αναζήτηση της ελληνικότητας, του ιδεολογήματος με το οποίο –αν και η λέξη εμφανίζεται ήδη στη διάρκεια του 19ου αιώνα– συνδέθηκε η γενιά του ’30 (Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Τερζάκης) στην προσπάθειά της να διεκδικήσει τη νεωτερικότητα και τον μοντερνισμό επί ελληνικού εδάφους, την αποκοπή από τον εθνοκεντρισμό του παρελθόντος και την ενίσχυση της χώρας με τη Δύση. Ομως, δύσκολα κάποιος άλλος από αυτή τη γενιά μπορεί να διεκδικήσει, με την πλήρη και κορυφαία συνάφεια, τον τίτλο της έκδοσης που παρουσιάστηκε το 2009 στο Μουσείο Μπενάκη στην επέτειο των εξήντα χρόνων από το θάνατό του: «Νίκος Σκαλκώτας – Ενας Ελληνας Ευρωπαίος». Μετά θάνατον δικαιωθείς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή