Πώς μια παρέα φοιτητών έγραψε τέτοια μουσική;

Πώς μια παρέα φοιτητών έγραψε τέτοια μουσική;

Ο μοναδικός δίσκος που έβγαλαν οι Lord John το 1986 είναι ένας «πυκνός ψυχεδελικός τοίχος ήχων», από τον οποίο αναδύονται «μελωδίες και στίχοι περίπλοκης ομορφιάς»

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κρυμμένος ανάμεσα στους θησαυρούς της ροκ δισκοθήκης του ’80 στέκεται παραγνωρισμένος ένας δίσκος μιας άγνωστης κολεγιακής μπάντας με το παράξενο όνομα Lord John. Πρόκειται για τον μοναδικό δίσκο που έβγαλε ποτέ το βραχύβιο σχήμα από το Νιου Τζέρσεϊ, και κυκλοφόρησε το 1986 από τη δισκογραφική Bomp! του πρωτοπόρου Γκρεγκ Σο, που στο ρόστερ του είχε μπάντες όπως οι Modern Lovers, οι Spacemen 3 και οι Stooges. Στη χώρα μας είχαμε την τύχη να τον μάθουμε χάρη στη Hitch Hyke Records, που τον έφερε στα δισκοπωλεία το 1988.

Οι Lord John –όπως συνέβη με τόσες άλλες εξαιρετικές μπάντες στην ιστορία της ροκ– θα περνούσαν για πάντα στα ψιλά γράμματα, αλλά στη χώρα μας, χάρη στην κυκλοφορία του δίσκου τους από την πρωτοποριακή Hitch Hyke Records, απέκτησαν ένα μικρό αλλά παθιασμένο πυρήνα θαυμαστών («τους ξέρουμε εμείς τα Ελληνόπουλα και καμιά εκατοστή ακόμη άνθρωποι ανά τον πλανήτη», είχε δηλώσει ένας από αυτούς). Η υπόγεια δημοφιλία των φευγαλέων Lord John, πάντως, σίγουρα ενθαρρύνθηκε και από την ενθουσιώδη αναγνώριση που τους έδωσε σύσσωμη η κοινότητα των μουσικοκριτικών, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Την εποχή που κυκλοφόρησε το «Six Days of Sound», απέσπασε εκθειαστικές κριτικές από μια μεγάλη σειρά εξειδικευμένων, σεβαστών μουσικών εντύπων στα οποία έγραφαν γερές πένες. Ηταν όλες τους κριτικές γραμμένες με παθιασμένη γλώσσα και τις χαρακτήριζε ένα μείγμα έκπληξης και θαυμασμού. Ολες τους έμοιαζαν να εκφράζουν την ίδια απορία: πώς γίνεται μια παρέα φοιτητών να παράγει μουσική τέτοιου διαμετρήματος;

Ο Ιταλός μουσικοκριτικός Κλαούντιο Σορτζ μιλούσε για «τέσσερα συνηθισμένα αγόρια που δημιούργησαν έναν από τους καλύτερους δίσκους που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή», ενώ το Bucketfull of Brains, ένα από τα πιο έγκυρα ανεξάρτητα μουσικά έντυπα της Βρετανίας, έγραφε πως «το άλμπουμ αυτό είναι τόσο καλό, που τα λόγια δεν αρκούν για να το περιγράψουν» ενώ περιέγραφε το μουσικό του περιεχόμενο ως «πυκνό ψυχεδελικό τοίχο ήχων» από το οποίο αναδύονται «μελωδίες και στίχοι περίπλοκης ομορφιάς». Ενα ακόμη σημαντικό μουσικό έντυπο, το νεοϋορκέζικο Big Takeover του μουσικοκριτικού Τζακ Ράμπιντ, γράφει στο τεύχος του Ιουνίου του 1987, σε ένα από εκείνα τα χειροποίητα, φωτοτυπημένα φανζίν της εποχής, πως πρόκειται για τον «καλύτερο δίσκο που έχει βγάλει το Νιου Τζέρσεϊ την τελευταία δεκαετία», ενώ σχολιάζοντας το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ, το «Step Upside Down», γράφει πως το γρατζούνισμα των κιθαρών του «αντηχεί, δονείται, στριγγλίζει και σε αφήνει αναίσθητο στο πάτωμα».

Και ενώ τα κουρέματα της μπάντας στο εξώφυλλο παραπέμπουν στους Yardbirds και ο ήχος «μυρίζει» δεκαετία ’60, το «Six Days of Sound» είναι παιδί της εποχής του. Οπως είχε γράψει το ανεξάρτητο αμερικανικό περιοδικό Underground, σε κριτική του Μάρτιν Αστον: «Στο εξώφυλλο εμφανίζεται ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά ηλίου και ένα πουκάμισο με λαχούρια, και λίγα στον ήχο θυμίζουν πως αυτός ο δίσκος έγινε το 1986, αλλά το αποτέλεσμα, ακόμη και μέσα στον ρεβιζιονισμό του, παραμένει φρέσκο». Μια φρεσκάδα, θα συμπληρώσουμε εμείς, που οφείλεται στο πλαίσιο της εποχής και στην «κοσμογονία» που συνέβαινε τότε στην ανεξάρτητη ροκ σκηνή, που τη μετά πανκ εποχή παρήγαγε μερικά εκρηκτικά παντρέματα παλιών και νέων ήχων που παραμένουν ακόμη και σήμερα αξεπέραστα. Στην προκειμένη περίπτωση, τα δέκα τραγούδια του δίσκου καταφέρνουν να αντηχούν την Αγγλία και τους Echo and the Bunnymen ή τους Joy Division και ταυτόχρονα την ψυχεδελική και γκαράζ ροκ της Αμερικής του ’60.

Ισως ο ήχος του δίσκου μπορεί να χαρακτηριστεί συμβατικά «νεοψυχεδέλεια» (φαινόμενο της εποχής με μερικές αριστουργηματικές στιγμές όπως το «Happy Nightmare Baby» των Opal) αλλά τα «τέσσερα συνηθισμένα αγόρια» από το Νιου Τζέρσεϊ είναι σαν να μας ζήτησαν να τα εκτιμήσουμε πέρα από τις ταμπέλες. Και τα κατάφεραν: τα πεντέμισι λεπτά του αργόσυρτου «All Over Me» δείχνουν συνεχώς προς το πρόσωπο του αδικοχαμένου Ιαν Κέρτις, αλλά την ίδια στιγμή έχουν κάτι άχρονο και διαχρονικό, λες και θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί για ένα θρηνητικό θεατρικό μονόπρακτο ή μια αρχαία ελεγεία. Κλείνουμε αυτόν τον μικρό φόρο τιμής στο «Six Days of Sound», αυτό το «άγνωστο αριστούργημα» της δεκαετίας του ’80, με μερικά από τα (προφητικά) λόγια που είχε γράψει το 1988 στον «Ηχο» ο Πασχάλης Πλησής: «Εξι μέρες γι’ αυτόν τον δίσκο είναι πολύ λίγες. Ακούστε μέσα του τον ήχο που θα σας συντροφεύει για δεκαετίες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT