Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία ή… Κάλλας

Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία ή… Κάλλας

Nτοκιμαντέρ του Βασίλη Λούρα, φόρος τιμής στην 100ή επέτειο από τη γέννηση της αθάνατης Ελληνίδας ντίβας

6' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το περασμένο Σαββατοκύριακο, προβλήθηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) ένα ντοκιμαντέρ – φόρος τιμής στην 100ή επέτειο από τη γέννηση της αθάνατης Ελληνίδας ντίβας, με τίτλο «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», σύλληψη, σενάριο και σκηνοθεσία του Βασίλη Λούρα, διευθυντή Προβολής και Επικοινωνίας, Τύπου και ΜΜΕ της ΕΛΣ, σε συμπαραγωγή με τον Μιχάλη Ασλανίδη της Εταιρείας Εscape ΕΕ και υπεύθυνη παραγωγής τη Στέλλα Αγγελέτου. Η ταινία αποτελεί προϊόν έρευνας δύο και πλέον ετών, και μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι όχι απλά συναρπαστικό αλλά και το πιο συγκινητικό από όλα τα ντοκουμέντα που υπάρχουν για τη μεγάλη ντίβα της χώρας μας.

Πώς λοιπόν προέκυψε η αρχική ιδέα για το συγκεκριμένο θέμα και πώς μαθαίνει κάποιος από το μηδέν να γράψει ένα σενάριο; «Ξεκίνησε λίγα χρόνια πριν, όταν καλούσαμε ξένους δημοσιογράφους εδώ για να τους μιλήσουμε για την ιστορία του οργανισμού και βλέπαμε ότι κανένας, ακόμη και αυτοί που ήξεραν καλά την Κάλλας, δεν γνώριζε ότι άρχισε την καριέρα της εδώ, ότι το πρώτο της συμβόλαιο ήταν με την ΕΛΣ, όπου και είχε κάνει σημαντικά ντεμπούτα σε πολλούς ρόλους», εξηγεί ο Βασίλης Λούρας. «Κι εγώ ο ίδιος δεν ήξερα πάρα πολλά, όμως επειδή όταν κάτι μ’ ενδιαφέρει, παθιάζομαι και μπαίνω πολύ βαθιά μέσα στο θέμα, έτσι έγινε κι εδώ. Ψάχνοντας, διάβασα τα θαυμάσια βιβλία του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη και του Πολύβιου Μαρσάν και εντυπωσιάστηκα από τις άγνωστες και ανεκτίμητες πληροφορίες που περιείχαν. Σκέφτηκα λοιπόν ότι είναι καλή ευκαιρία, με αφορμή τη φωτεινή εκατονταετηρίδα, η ΕΛΣ να αφηγηθεί πλήρως αυτή την ιστορία σ’ αυτούς που δεν τη γνωρίζουν».

Η πρώτη της «Τόσκα»

Καθώς αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα στα ελληνικά –αν και κάποια στιγμή μεταφράστηκαν και σε άλλες γλώσσες–, δεν είχαν τη διεθνή προβολή που είχαν τα άλλα γνωστά βιβλία για την Κάλλας. Eτσι, ακόμη και σήμερα, αυτή η πρώτη περίοδος της ζωής της παραμένει άγνωστη, ακόμη και σ’ εμάς τους Eλληνες. «Και είναι πραγματικά συναρπαστική. Σε όσους λέω ότι η πρώτη “Τόσκα” της Κάλλας έγινε το 1942, όταν ήταν 19 ετών, σε ένα υπαίθριο θέατρο στην πλατεία Κλαυθμώνος της Αθήνας, μένουν με ανοικτό το στόμα! Και αυτό, ενώ νωρίτερα το απόγευμα είχε τραγουδήσει ολόκληρο ρεσιτάλ στο καλοκαιρινό θέατρο Μουσούρη στο Πεδίον του Aρεως!».

Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία ή… Κάλλας-1
Ο Βασίλης Λούρας (δεξιά) συνομιλεί με τον Δημήτρη Μεθενίτη για τη Μαρία Κάλλας. Η ταινία τεκμηρίωσης αποτελεί προϊόν έρευνας δύο και πλέον ετών. [A. Simopoulos]

Μεγάλη εμπειρία απέκτησε ο Βασίλης Λούρας μέσα από την παραγωγή των πολλών DVD της ΕΛΣ, ιδίως κατά την περίοδο της COVID-19, σε συνεργασία πάντοτε με τον Μιχάλη Ασλανίδη, και οι δυο τους έμαθαν να συνεργάζονται αρμονικά. «Το επόμενο βήμα ήταν “εύκολο” σε εισαγωγικά, γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν. Στην ουσία, αυτό που κάναμε είναι, επειδή το 2023 είναι δύσκολο να βρεις ανθρώπους που ζούσαν εκείνη την εποχή, να ψάξουμε όλες τις δυνατές πηγές για να διασταυρώσουμε τα πραγματικά γεγονότα αυτών των ετών.

Το πιο συγκινητικό από όλα τα ντοκουμέντα που υπάρχουν για την κορυφαία σταρ της όπερας.

Από εκεί και πέρα, εκτός από την έρευνα, το να γράψεις ένα σενάριο είναι, όπως λες, ένα καινούργιο επάγγελμα. Ομως, στην πραγματικότητα, επειδή δεν μιλάμε για μυθοπλασία αλλά για ντοκιμαντέρ, φυσικά αξιολογείς τι θα βάλεις πριν και μετά από τι. Οδηγός μου εδώ ήταν οι πηγές μου και οι προτεραιότητές μου. Πρώτον, η αφήγηση να είναι σαφής και η ιστορία απλή και κατανοητή –δηλαδή ένας άνθρωπος που δεν έχει ιδέα για την Κάλλας να μπει και να καταλάβει κάποια πράγματα– και, δεύτερον, πόσο ενδιαφέρουσες θα είναι οι πηγές που βρήκα. Και εδώ έπεσα σε έναν τεράστιο θησαυρό χάρη στη χήρα του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, τη Λίντια, που μου έδωσε μια κασέτα με όλες τις συνεντεύξεις που είχε πάρει ο συγγραφέας από όλους τους συναδέλφους της Κάλλας, που τη δεκαετία του 1990 ήταν ακόμη ζωντανοί. Μέσα από τον τεράστιο πλούτο αυτού του υλικού κράτησα τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία. Και σε συνδυασμό με συνεντεύξεις της ίδιας της Κάλλας και συνεντεύξεις που κάναμε εμείς τώρα με άλλους ανθρώπους, καταλήξαμε στην τελική αφήγηση.

Οπότε ναι, το να γράφεις ένα σενάριο είναι ένας καινούργιος κόσμος. Το να προσπαθείς να πεις μια ιστορία μέσω της εικόνας, της περιορισμένης εικόνας, διότι τότε δεν υπήρχαν οπτικοακουστικά ντοκουμέντα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά παρά τη δυσκολία του να βρεις και να πάρεις τα δικαιώματα από τις πηγές. Βασικά συνδυασμός δυσκολιών και ταυτόχρονα δημιουργικών ευκαιριών – ένας πολύ ωραίος κόσμος στον οποίο ήμασταν βουτηγμένοι εδώ κι ένα χρόνο».

Τρεις περίοδοι

Τα χρόνια που καλύπτει το ντοκιμαντέρ έχουν να κάνουν με τρεις περιόδους. «Πρώτον, με την εποχή που η Αθήνα ήταν υπό τους Ιταλούς που, ως κατακτητές, ήταν πιο μαλακοί από τους Γερμανούς που ακολούθησαν τη δεύτερη περίοδο. Τρίτον, η “Βρετανική” περίοδος, το 1944, όταν η Κάλλας εργάστηκε για το Βρετανικό Αρχηγείο Στρατού, πριν από τα Δεκεμβριανά και κατά τη διάρκειά τους, και είχε και δεσμό με έναν Αγγλο αξιωματικό. Μερικές φορές, μάλιστα, οι ίδιες πληροφορίες που βρήκαμε σε διάφορες πηγές, όταν τις ακούς από την Κάλλας είναι κάπως διαφορετικές, όπως π.χ. η ιστορία για την οντισιόν στη Μετροπόλιταν Οπερα (που η Κάλλας διηγείται με έναν τρόπο και ο Ντίνος Γιαννόπουλος με άλλον).

Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία ή… Κάλλας-2
Στιγμιότυπο από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ στην Επίδαυρο, όπου η Κάλλας ερμήνευσε μοναδικά τη «Νόρμα» τον Αύγουστο του 1960. [Chris Giatriakos]

«Υπέστη bullying για το σώμα της, για τα γυαλιά της…»

«Ενα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που ανακαλύψαμε ήταν ο πολύ άσχημος, για μην πω αισχρός, τρόπος που της συμπεριφέρθηκε τότε ο επαγγελματικός κύκλος της. Το ήξερα, αλλά δεν το είχα ποτέ ακούσει από πρώτο χέρι. Ξέραμε για την άσχημη σχέση με τη μητέρα, την αδελφή της και μερικούς συναδέλφους της, αλλά αυτό που προέκυψε είναι η ανακάλυψη ότι υπέστη πραγματικό bullying. Γιατί ήταν παχιά, ψηλή και άγαρμπη, γιατί φορούσε γυαλιά, γιατί δεν είχε τρόπους και ήταν αναιδής επειδή, έχοντας μεγαλώσει στην Αμερική, δεν χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό και απευθυνόταν στον Καλομοίρη, διευθυντή του Ωδείου, στον ενικό, λέγοντας του “γεια σου Μανώλη”. Μιλούσαν για εκείνη με όρους –όπως χοντρομπαλού, μπουνταλού κ.λπ.– που σήμερα θα ήταν αδιανόητοι καθώς αποτελούν κακοποιητικό λόγο».

«Κατηγορήθηκε ότι ήταν αναιδής επειδή, έχοντας μεγαλώσει στην Αμερική, δεν χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό και απευθυνόταν στον Καλομοίρη στον ενικό».

Το ντοκιμαντέρ αφηγείται επίσης με δραστικό τρόπο το βρώμικο παρασκήνιο πίσω από την επιστροφή της Κάλλας στην Ελλάδα το 1957, όταν έπειτα από δεκαετή καριέρα που την ανέβασε στην κορυφή του επαγγέλματός της, έρχεται για ένα ρεσιτάλ στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και αντιμετωπίζει μια τεράστια επίθεση στον Τύπο, ιδίως από το συγκρότημα του Δημητρίου Λαμπράκη, πατέρα του Χρήστου, που ωστόσο έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος θαυμαστής και στενός φίλος της. Ενορχηστρωμένη από τους παλιούς εχθρούς της ελληνικής της περιόδου, παρότρυνε το κοινό να μποϊκοτάρει την εκδήλωση, πράγμα που δεν κατάφερε. Ομως δημιούργησε μια τόσο δηλητηριώδη ατμόσφαιρα ώστε το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία όπου διέμενε, να δεχτεί απειλές ακόμα και για βομβιστική επίθεση. Η Κάλλας θριάμβευε και εκεί, όπως και στις τελευταίες εμφανίσεις της στην Ελλάδα, με τη «Νόρμα» το 1960 και με τη «Μήδεια» το 1961 στην Επίδαυρο.

«Μάθαινε τα έργα απέξω»

«Τα λέω όλα αυτά», προσθέτει ο Βασίλης Λούρας, «για να δείξω ότι μεγάλωσε σε τρομακτικά δύσκολες συνθήκες, όχι μόνο λόγω του πολέμου, της μάνας της, της στέρησης του πατέρα που υπεραγαπούσε, της φτώχειας και της πείνας, αλλά και του φρικτού τρόπου που την αντιμετώπιζε το περιβάλλον της, όχι μόνο λόγω της εμφάνισής της, αλλά και διότι έβλεπαν το τεράστιο ταλέντο και την αλματώδη πρόοδό της. Ακόμη και τη μυωπία της χρησιμοποίησε εποικοδομητικά, αφού δεν έβλεπε καλά τον μαέστρο και, για να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία, μάθαινε όλα τα έργα απέξω. Εχω μαρτυρίες ότι τους πιο δύσκολους ρόλους, όπως τη Λεονόρα στο “Φιντέλιο”, τους έμαθε μέσα σ’ ένα απόγευμα. Δηλαδή ήδη επρόκειτο για ένα μουσικό ταλέντο άνευ προηγουμένου, που σε αφήνει άναυδο. Αν δεν διέθετε την εσωτερική δύναμη και πίστη στο ταλέντο της, όλα αυτά θα την είχαν συντρίψει από την πρώτη μέρα.

Ομως τότε φαίνεται ότι κατέκτησε έναν τρόπο δουλειάς που, συν την ακλόνητη πίστη στο ταλέντο της, μπορούσε να προσπεράσει κάθε εμπόδιο. Και αυτό την εξόπλισε για όλες τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε αργότερα. Ολη η πορεία της είναι μια ιστορία του θριάμβου της θέλησης – μια ιστορία τόσο συγκλονιστική που, για μένα, αποτελεί παράδειγμα για κάθε άνθρωπο».

Δεν θα αποκαλύψουμε τη πιο συγκλονιστική, και εντελώς άγνωστη, πληροφορία με την οποία τελειώνει αυτό το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ. Η συνέχεια, λοιπόν, επί της οθόνης…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή