Δημιουργική πορεία χωρίς μανιέρα

Δημιουργική πορεία χωρίς μανιέρα

Ο εικαστικός Γιάννης Μαρκαντωνάκης μιλάει για την τέχνη και το όραμά του για τη Σχολή Καλών Τεχνών Χανίων

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πορτρέτο της μητέρας του, Ευαγγελίας, τραβάει το βλέμμα μου με το που περνάω το κατώφλι του ατελιέ του στα Χανιά: ματιά έντονη, ολοζώντανη, διαπεραστική, ελαφρώς παιγνιώδης. Μου φέρνει στο μυαλό τα συγκλονιστικά πορτρέτα του Λούσιαν Φρόιντ και του Ντέιβιντ Χόκνεϊ για τις δικές τους μητέρες. Δίπλα στον πίνακά της, η νεκρική μάσκα της και ακριβώς κάτω, σ’ ένα τραπεζάκι, fragmenta από τον κόσμο της: τα στέφανα του γάμου της, ένα σπασμένο ανθοδοχείο, υφαντά φτιαγμένα από τα χέρια της, τα γυαλιά της, μερικές κουβαρίστρες με πολύχρωμες κλωστές –«με τη μοδιστρική μεγάλωσε τρία παιδιά»–, ένα μικρό πορτοφόλι για κέρματα.

Ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης το ανοίγει και βγάζει ένα παλιό δίδραχμο, από εκείνα με την προσωπογραφία του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Μου το δίνει. «Κρατήστε το για να σας φέρνει τύχη». Λίγο πιο πέρα από αυτό το συγκινητικό προσκυνητάρι –συναισθηματική αφήγηση, όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος–, ένα ξύλινο γλυπτό που συνομιλεί με ένα βιβλίο, τη «Θεωρία του βαδίσματος» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. «Βάδισμα το έχω ονομάσει. Είναι από εκείνα που έφτιαξα πριν με ρίξει κάτω ο καρκίνος», μου λέει.

Δημιουργική πορεία χωρίς μανιέρα-1
Το πορτρέτο της μητέρας του Ευαγγελίας, που μαζί με τα στέφανα του γάμου της, ένα σπασμένο ανθοδοχείο και υφαντά φτιαγμένα από τα χέρια της διατηρεί ο καλλιτέχνης στο ατελιέ του.

Γεννήθηκε στην Κρήτη το 1952. Ως παιδί ήταν ο χειρότερος στα μαθήματα –«”Καλό κοπέλι αλλά βούδι, δεν κατέχει”, έλεγαν οι δάσκαλοί μου. Δυσλεκτικός γαρ, αλλά εκείνα τα χρόνια η δυσλεξία ήταν άγνωστη λέξη»– και ο καλύτερος στα καλλιτεχνικά. Από ένα νταμάρι στην περιοχή τους έπαιρνε κομμάτια πωρόλιθου και με ένα σουγιά τα σκάλιζε και τους έδινε σχήμα – τα πρώτα του γλυπτά. Ο πατέρας του, Πέτρος, φτωχός αγρότης από τον Ομαλό, ούτε να ακούσει δεν ήθελε πως ο γιος του υπήρχε περίπτωση να εγκαταλείψει το σχολείο. «”Θα το τελειώσεις, θες δεν θες”, επέμενε. Κι όταν πράγματι πήρα το απολυτήριο του γυμνασίου, εκείνος ήταν που με έσπρωξε στον δρόμο της τέχνης. “Να πας στην Αθήνα να σπουδάσεις, παιδί μου, αφού πιάνει το χέρι σου. Μόνο να μη γίνεις θεατρίνος ή χορευτής…”».

«“Καλό κοπέλι αλλά βούδι, δεν κατέχει”, έλεγαν οι δάσκαλοί μου. Δυσλεκτικός γαρ, αλλά εκείνα τα χρόνια η δυσλεξία ήταν άγνωστη λέξη».

Πράγματι, ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης σπούδασε Γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τον Γιάννη Παππά, τον Θεόδωρο Παπαγιάννη, τον Γιώργο Νικολαΐδη και τον Κώστα Γραμματόπουλο, μεταξύ άλλων, και βραβεύτηκε σε δύο πανελλήνιους διαγωνισμούς γλυπτικής, το 1986 και το 1996. Εκείνη τη χρονιά ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εικαστικού Εργαστηρίου του Δήμου Χανίων. Σε εκατοντάδες νέους ανθρώπους έχει από τότε εμφυσήσει την αγάπη του για την εικαστική έκφραση. Ο ίδιος ποτέ δεν έχει σταματήσει να πειραματίζεται, να δοκιμάζει καινούργιους δρόμους σε γλυπτική και ζωγραφική. «Βέβαια, εμπορικά απέτυχα», παραδέχεται. «Κι αυτό γιατί δεν θέλησα να ακολουθήσω κάποια μανιέρα· μόνο έτσι γίνεται ένας καλλιτέχνης αναγνωρίσιμος, άρα “πουλάει”. Αλλά, σας το λέω ειλικρινά, δεν με νοιάζει. Στα εγκαίνια της πρώτης μου εγκατάστασης στα Χανιά, με κάτι υπερρεαλιστικά πλάσματα, ήταν παρών και ο πατέρας μου, πρόλαβε να τη δει. Ηταν ενθουσιασμένος. “Ναι, αλλά δεν πουλήσαμε τίποτα”, του είπα. “Δεν πειράζει, παιδί μου. Η τέχνη σου έχει σημασία, όχι τα χρήματα”, είπε ο σοφός αγρότης».

Δημιουργική πορεία χωρίς μανιέρα-2
Στη φουτουριστική εγκατάστασή του με την οποία συμμετείχε στην έκθεση «SYMBOLS & Iconic Ruins» του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης το 2021 έχει εντάξει ένα γρύπα – από το λογότυπο της «Καθημερινής».

Συγκινείται όταν μιλάει για τους γεννήτορές του. Το ίδιο και όταν αναφέρεται στη Σχολή Καλών Τεχνών που ονειρεύεται να δημιουργηθεί κάποτε στα Χανιά. «Εγώ πιθανότατα δεν θα είμαι πια εδώ, όμως η ψυχή μου θα ευχαριστηθεί και θα γαληνέψει όποτε αυτό συμβεί». Δεν κρύβει την αρρώστια του. Την πολεμάει με όλες του τις δυνάμεις. Προτείνει να τον φωτογραφίσω μπροστά στο πιο ιδιαίτερο, ίσως, έργο του, ένα πορτρέτο του αγαπημένου του συγγραφέα, του Αντόνιο Ταμπούκι, φτιαγμένο με ένα εκατομμύριο και πλέον ψηφίδες από χαρτάκια ρολογιών, από το καντράν τους. «Οποιος έρχεται εδώ συνεισφέρει στη δημιουργία του», μου εξηγεί παρακινώντας με να κολλήσω κι εγώ μια ψηφίδα. «Αυτό το έργο παραμένει υπό διαμόρφωση. Θα ολοκληρωθεί μόνο όταν εγώ θα κλείσω τον κύκλο μου».

Στη φουτουριστική εγκατάστασή του με την οποία συμμετείχε στην έκθεση «SYMBOLS & Iconic Ruins» του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης το 2021 έχει εντάξει ένα γρύπα – από το λογότυπο της «Καθημερινής». «Νιώθω μια συγγένεια μαζί σας», λέει. «Οχι μόνο ως αναγνώστης σας, εδώ και δεκαετίες, αλλά και ως δημοσιογράφος, κατά κάποιον τρόπο. Εχω γράψει για τα “Χανιώτικα Νέα” περισσότερα από 1.500 κείμενα για την τέχνη. Τέχνη και το γράψιμο, και μάλιστα σπουδαία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή