Ενα επιπλέον φάντασμα στο μετρό

Ενα επιπλέον φάντασμα στο μετρό

Τι θα έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εάν ζούσε στη σημερινή εποχή, με τους ανθρώπους να ζουν μέσα από τα social media;

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

WALTER BENJAMIN
Ονειρα
μτφρ. σημ.: Λευτέρης Αναγνώστου
επιμ.: Κώστας Λιβιεράτος
εκδ. Αλεξάνδρεια, 2023, σελ. 208

Αναρωτιέμαι τι συγγραφέας θα ήταν ο Μπένγιαμιν σε μια εποχή που όλοι γράφουν, κοινοποιούν γνώμες, στέλνουν μέιλ, κάνουν τσατ, συνεννοούνται, τσακώνονται, φιλιώνουν, αποφασίζουν να κάνουν σεξ ή παρεξηγούνται μέσω της γραφής. Πιστεύω πως αυτό το φάντασμα, που γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1892 και αφαίρεσε τη ζωή του στα βουνά, δεν θα έγραφε λέξη.

Ενα επιπλέον φάντασμα στο μετρό-1Αν αναλογιστούμε μάλιστα τον βαθμό απόγνωσης των γραπτών του, λες και η απόγνωση ήταν ένας μετρονόμος που κουβαλούσε στο κεφάλι του, μια μόνιμη καταδίκη που τον έσπρωχνε να γράφει μ’ ένα νηφάλιο βλέμμα στη μέση μιας χαοτικής καθημερινότητας, τότε είναι σχεδόν σίγουρο πως θα σιωπούσε. Γιατί αν ένας συγγραφέας αντιδρά στους καιρούς που κανείς δεν τολμά να μιλήσει, γιατί να μη σωπάσει σε καιρούς που όλοι φλυαρούν;

Ο Μπένγιαμιν είχε ένα συγγραφικό πρόγραμμα διάχυσης. Θυμάμαι από το επίμετρο του Κώστα Καλφόπουλου, που τον χάσαμε το καλοκαίρι, το εξής: «Ενα ογκώδες, πολυσχιδές και κατ’ εξοχήν ριζωματικό έργο, που, ευτυχώς, ακόμα αντιστέκεται στις απεγνωσμένες προσπάθειες των φιλολόγων, των φιλοσόφων και των θεωρητικών να διεμβολίσουν, να ερμηνεύσουν και, ει δυνατόν, να οικειοποιηθούν το μπενγιαμινικό Σύμπαν» («Ημερολόγιο Μόσχας», Καστανιώτης).

Ολα αυτά τα χειρόγραφα έρχονται από μια πολύ σκληρή μοναξιά και έχουν προκύψει από ένα τεράστιο κύμα που έσκασε πάνω του, ένα κύμα που μόνο οι πόλεις μπορούν να κατασκευάσουν, με απέραντη γενναιοδωρία και κακία. Και ο Μπένγιαμιν ανέπνεε στις πόλεις, που σημαίνει πως πνιγόταν, ονειρευόταν και έχανε τον εαυτό του μέσα τους, αλλά ποτέ την όρασή του. Ηταν ένα ζευγάρι μάτια που αναγκάστηκαν να ζήσουν σε μόνιμη μετακίνηση, όπως ο Γιόζεφ Ροτ ή ο Ρόμπερτ Βάλζερ.

Διαβάζω τα «Ονειρα» από τον Σεπτέμβρη, έναν μικρό τόμο με καταγραφές, σημειώσεις, σκέψεις, κριτικές και δοκίμια, σχετικά με την ονειρική μηχανή, τη φάμπρικα του ασυνείδητου, και ακόμα δεν τον έχω παρατήσει. Μ’ έναν μαγικό τρόπο καταφέρνει κάθε φορά να ξετρυπώσει από το σωρό με τα αδιάβαστα βιβλία στο γραφείο μου, για να μου επιτρέψει να ψαρέψω ένα ακόμα κομμάτι του, σαν ψάρι που έχει καταπιεί διαμάντι. Λες και θέλει να μου υπενθυμίσει το ανώφελο της εξωπραγματικής εκδοτικής παραγωγής που καθρεφτίζει την τρέλα της εποχής μας.

Ο Μπένγιαμιν χρειαζόταν τις πόλεις για να γράψει. Να είναι ευρύχωρες και ανεξέλεγκτες. Οπως τα όνειρα.

Αυτή η αργή ανάγνωση με βολεύει. Διαβάζω το βιβλιαράκι στο σπίτι, σ’ ένα καφέ, στον Εθνικό Κήπο, περιμένοντας στην ουρά ή τον γιο μου να τελειώσει την προπόνηση, λίγο πριν κοιμηθώ, το παίρνω μαζί μου στο Παρίσι, και καθώς βρίσκομαι στο μετρό, στριμωγμένος αλλά ευτυχισμένος, τον φαντάζομαι (ένας ακόμη επιβάτης, ένα επιπλέον φάντασμα) να σημειώνει στο μπλε δερματόδετο καρνέ του την παρακάτω φράση: «Στο επίκεντρο αυτού του κόσμου των πραγμάτων βρίσκεται το πιο ονειρεμένο αντικείμενό του, η ίδια η πόλη του Παρισιού». Στο χάος, επομένως. Εκεί που η ανάγκη των ανθρώπων να ονειρευτούν, εξαπλώνεται σαν επιδημία.

Ο Μπένγιαμιν χρειαζόταν λοιπόν τις πόλεις για να γράψει. Να είναι ευρύχωρες και ανεξέλεγκτες. Οπως τα όνειρα. Καθόλου τυχαία, το Παρίσι ήταν η πόλη του: σύγχρονη, κακόφημη, βίαιη, στοχαστική, φιλόξενη, θερμή, παγωμένη σαν μαυσωλείο. Ασφυκτική και οργανωμένη, σαν την πρώτη σελίδα από το χειρόγραφό του για το «Κιτς στο όνειρο» που βρίσκω στη σελίδα 81 της έκδοσης. Λέξεις γραμμένες με μελάνι, στριμωγμένες σε δυο στήλες, τακτικά. Μια απλή σελίδα από ένα αριθμημένο αρχείο που άδικα αγωνίζεται να υλοποιήσει τη ρυμοτομία του μυαλού του. Αυτό είναι απροσπέλαστο. Εχεις τη δυνατότητα να δεις κάποια σημεία προβολής, τυχαία και διάσπαρτα στα κείμενα που άφησε, αλλά, δυστυχώς, είναι το ελάχιστο που διασώθηκε: «Το όνειρο δεν ανοίγει πια έναν μακρινό γαλάζιο ορίζοντα. Εχει γίνει γκρίζο. Το γκρίζο στρώμα σκόνης πάνω στα πράγματα είναι το καλύτερο μέρος του».

Ξεφυλλίζοντας για μια ακόμα φορά την ανθολογία, που κυκλοφόρησε πριν από δεκαπέντε χρόνια στα γερμανικά, και μεταφράστηκε από τον Λευτέρη Αναγνώστου, αναρωτιέμαι αν υπάρχει λόγος να διαβάζουμε τα όνειρα κάποιου. Ο Μπένγιαμιν θ’ απαντούσε πως όχι. Τα όνειρα είναι κιτς, «η τελευταία μάσκα του κοινότοπου, που τη φοράμε στο όνειρο για να πάρουμε μέσα μας τη δύναμη του ερημωμένου κόσμου». Μα τα δικά του δεν ήταν όνειρα, αλλά κρίκοι μιας βαριάς αλυσίδας που την κουβάλησε από το Βερολίνο στη Μόσχα και από την Ιμπιζα στα Πυρηναία. Ο Μπένγιαμιν έβλεπε όνειρα όπως όλος ο κόσμος. Αλλά δεν έγραφε όπως ο καθένας: «Κι αυτό που συνειδητοποίησα με τρόμο όπως μιλούσα ήταν ότι δεν έπρεπε ποτέ να το διηγηθώ». Κάπως έτσι θα μου απαντούσε και ο Κώστας, αν είχα μια τελευταία ευκαιρία να τον πετύχω στην πόλη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή