Η γυναίκα που δεν άκουσε ποτέ «σ’ αγαπώ»

Η γυναίκα που δεν άκουσε ποτέ «σ’ αγαπώ»

Το ταξίδι της Ντέιζι Γκούντγουιλ στη ζωή

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

CAROL SHIELDS
Πέτρινα ημερολόγια
μτφρ. Aγγελος Αγγελίδης,
Μαρία Αγγελίδου
εκδ. Gutenberg, σελ. 487

Μόνη, ολομόναχη, ακίνητη, περιμένει τον θάνατο. Τον έχει αποδεχθεί, είναι μέρος της ζωής της πια, τώρα στο τέλος. Πάνω από τα ογδόντα της, κατάκοιτη, άρρωστη, εξασθενημένη, οικότροφος σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, κλείνει τα βλέφαρά της και βλέπει όχι το παρελθόν, τη ζωή που έζησε, μα το μέλλον, που είναι γι’ αυτήν η ανυπαρξία.

Αφησε τη ζωή της απλά να συμβεί, αποφαίνονται απαξιωτικά τα παιδιά της μετά τον θάνατό της. Τι ξέρουν τα παιδιά της για τη ζωή της; Τι άφησε να ξέρουν; Μέχρι και τον πρώτο άδοξο γάμο της των λίγων ημερών τον αγνοούσαν, τον έμαθαν μετά τον θάνατό της. Τι ξέρουν λοιπόν για τη μάνα, σύζυγο, κόρη, θεία, γιαγιά, γυναίκα, που φέρει το όνομα Ντέιζι Γκούντγουιλ;

Η γυναίκα που δεν άκουσε ποτέ «σ’ αγαπώ»-1

Γεννήθηκε μόνη, άξαφνα, απροειδοποίητα, σοκαριστικά για τη μαμά της, που αγνοούσε την εγκυμοσύνη της, και βρέθηκε τυλιγμένη πρόχειρα, ακουμπισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, ορφανή από την πρώτη στιγμή, αφού η μαμά της ξεψύχησε. Διπλά ορφανή γιατί ο μπαμπάς της δεν μπόρεσε να την κρατήσει, την έδωσε να μεγαλώσει με ξένους. Τη νοιαζόταν όμως. Εστελνε χρήματα για το μεγάλωμά της, λάμβανε γράμματα για την ανάπτυξη και την πρόοδό της κι όταν βγήκε από τη φτώχεια την πήρε μαζί του, την έκανε μέρος της ζωής του, κι έτσι η Ντέιζι σπούδασε, απέκτησε κοινωνική υπόσταση, παντρεύτηκε. Εμεινε και πάλι μόνη, μια νεαρότατη χήρα μ’ ένα ξεκαρδιστικό μυστικό που φυλάει μόνο για τις φίλες της και ξαναπαντρεύεται. Γίνεται μάνα, μια ευκατάστατη νοικοκυρά, που επιμελείται σπίτι, παιδιά, σύζυγο και παραμελεί τον εαυτό της. Πάντα οι άλλοι είναι η προτεραιότητα, οι ανάγκες τους υπερτερούν κι εκείνη στέκει άγρυπνη, πρόθυμη, εφευρετική στην καθημερινότητα, επιδέξια στον χειρισμό όλων.

Αγαπά τα λουλούδια, ο κήπος της είναι ένας παράδεισος και αυτή της η αγάπη θα την καταξιώσει πρώτη φορά στη ζωή της, καθώς θα της προσφέρει μια υπέροχη δουλειά. Κι ενώ η απόλαυση της δημιουργικότητας επιτέλους επιστρέφει στην ίδια, η αυτοεκτίμηση και η αποδοχή των άλλων δεν είναι δεδομένες και αταλάντευτες. Θα τα χάσει όλα χάνοντας τη δουλειά της και θα χαθεί και η ίδια μέχρι να καταφέρει να ξανασταθεί στα πόδια της, μέχρι να καταφέρει να σηκωθεί από το κρεβάτι, να σταματήσει να κλαίει, να σταματήσει να κοιτά το ταβάνι.

Αφησε τη ζωή της απλά να συμβεί, αποφαίνονται απαξιωτικά τα παιδιά της μετά τον θάνατό της. Τι ξέρουν τα παιδιά της γι’ αυτήν;

Χήρα ξανά, η Ντέιζι αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή της, μετακομίζει στη ζεστή Φλόριντα εγκαταλείποντας τον κρύο Καναδά, οι φίλες της είναι ισχυρό κίνητρο της απόφασής της αφού θα συνυπάρχουν, τα παιδιά της, τα εγγόνια της έχουν τη δική τους ζωή, δεν ζητάει τίποτε από κανέναν, κανείς δεν της προσφέρει τίποτα. Μένει με τις αναμνήσεις της, την αποτίμηση της ζωής της, την πικρή σκέψη ότι ενώ ξέρει ότι πολλοί την αγαπούν κανείς δεν της είπε φωναχτά και αυθόρμητα τη γενναία φράση «σ’ αγαπώ, Ντέιζι», κανείς δεν της έδωσε εκείνη τη μεγάλη, γενναιόδωρη, αφειδώλευτη αγκαλιά που σιωπηλά, αγέρωχα, με αξιοπρέπεια και βάσανο επιθυμούσε.

Ενας ολόκληρος αιώνας ξαναζωντανεύει μέσα από τη διήγηση της Ντέιζι που αυτοβιογραφείται, μα και όλων των άλλων, των σημαντικών άλλων της ζωής της, που αφηγούνται. Κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, στερεότυπα, πατριαρχία κι εξέλιξη, διεκδικήσεις των γυναικών και κατακτήσεις, αισιοδοξία και ματαίωση, χαρά και απογοήτευση, ένας συνεχής αγώνας για δικαιώματα και αυτογνωσία.

Η Ντέιζι θα μάθει να ακούει τις σκέψεις της, να διαφεντεύει τον εαυτό της, να αναγνωρίζει τις ευαισθησίες της, να εκτιμά τον δυναμισμό της, να κουρνιάζει στην αντοχή της. Γιατί τη ζωή της τη σκαλίζει στην πέτρα, ήσυχα, σταθερά, από την πρώτη ημέρα που ο πατέρας της, γυρνώντας από το λατομείο, είδε το θαύμα της ύπαρξής της. Ετσι θα πορευτεί. Σκληρή και με τρυφερότητα, ανθεκτική κι ευαίσθητη, αμετακίνητη μέχρι να θρυμματιστεί σιγά σιγά από απογοητεύσεις και ήττες, να συγκολληθεί πάλι με αποφασιστικότητα, χωρίς αναβολή.

«Η χειρότερη μοναξιά στη ζωή μας πηγάζει από την απροθυμία μας να ξοδευτούμε, να ξεκουνηθούμε», λέει η Ντέιζι, αναγνωρίζοντας τη δική της ακινησία. Αυτή η αναγνώριση είναι η πρώτη δρασκελιά προς τη ζωή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή