Η Αθήνα και τα χίλια της πρόσωπα

Η Αθήνα και τα χίλια της πρόσωπα

«Το αθηναϊκό παλίμψηστο είναι ένα φαινόμενο σε εξέλιξη», επισημαίνει η αρχαιολόγος Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου-Γκενάκου

7' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ετυχε μήπως να κρατήσετε στα χέρια σας τον τόμο «Εκ θεμελίων», που κυκλοφόρησε το 2020 από το Κέντρο Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος; Αποτυπώνει την «προϊστορία» του οικοδομικού τετραγώνου 15 του αθηναϊκού κέντρου, όπου από το 1938 δεσπόζει το Μέγαρο της Τράπεζας της Ελλάδος. Και έχει αξία ως έκδοση, μεταξύ άλλων γιατί η ίδια η θέση του Μεγάρου είναι σημαίνουσα: «Βρίσκεται επί της Πανεπιστημίου, στο αστικό αυτό βουλεβάρτο, που ήδη από τον 19ο αιώνα διατράνωνε τις πολιτικές και οικονομικές φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους», λέει η αρχαιολόγος Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου-Γκενάκου, συγγραφέας εκείνου του τόμου και επιστημονική υπεύθυνη της Νομισματικής Συλλογής της Τράπεζας της Ελλάδος. «Το κτίριο της Τράπεζας», συνεχίζει, «αισθητικά εναρμονισμένο και σε άμεσο διάλογο με το Οφθαλμιατρείο, τον Αγιο Διονύσιο των Καθολικών και την Αθηναϊκή τριλογία, αποτέλεσε εξαρχής σημείο αναφοράς του πολεοδομικού ιστού».

Κυρίως όμως, ο τόμος «Εκ θεμελίων» καταγράφει τις «στρώσεις του χρόνου» στο συγκεκριμένο τετράγωνο, όπως αναδύθηκαν έπειτα από ενδελεχή έρευνα της κ. Παπαευαγγέλου-Γκενάκου. Η έρευνα είχε ως αφετηρία τις αρχαιότητες που βρέθηκαν στα θεμέλια του Μεγάρου, αλλά έφτασε μέχρι τη χαρτογράφηση των ιδιοκτησιών του τετραγώνου από τον 19ο αιώνα μέχρι τις μεταπολεμικές δεκαετίες και ειδικά εκείνη του ’70, όταν το Μέγαρο επεκτάθηκε στη Σταδίου. Οπως έγραφε για τον τόμο ο Νίκος Βατόπουλος («Κ», 8.2.21), «είναι μια συναρπαστική τομογραφία στη στρωματογραφία της πρωτεύουσας». Και ήταν τέτοια η γνώση που περιείχε, ώστε αποτέλεσε αφορμή για μια διεπιστημονική συνάντηση το 2022, με ευρύτερο θέμα αυτή τη φορά: «Το παλίμψηστο της Αθήνας».

Η Αθήνα και τα χίλια της πρόσωπα-1
Η οδός Σίνα με φόντο τον Λυκαβηττό. Το πέτρινο κτίριο που διακρίνεται δεξιά είναι το Οφθαλμιατρείο, στη διασταύρωση με την Πανεπιστημίου. [Albert Winslow Barker]

Τα «πρακτικά» της συνάντησης κυκλοφόρησαν πρόσφατα από το Κέντρο Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, σε έναν νέο, συλλογικό τόμο, υπό την επιμέλεια της Κλεοπάτρας Παπαευαγγέλου-Γκενάκου. Θα έλεγε κανείς ότι ταιριάζει σε ένα ράφι μαζί το «Εκ θεμελίων», όμως «στέκεται» και από μόνος του. Εξάλλου, το παλίμψηστο της Αθήνας διαθέτει τόση ετερογένεια, παραπέμπει σε τόσες διαδικασίες μετασχηματισμού και επιτρέπει τόσες αναγνώσεις, ώστε, όπως σημειώνει στην εισαγωγή η αρχαιολόγος, «πλήθος ερευνητών ασχολούνται με την πόλη και την ιστορία της, ανατρέχουν στο παρελθόν, απομονώνουν, μελετούν και ερμηνεύουν τις ποικίλες υποκείμενες γραφές, που αφορούν τον πολιτισμό, την ιστορία, την πολεοδομία, την αρχιτεκτονική, την κοινωνία, την οικονομία κ.ά.».

Το χθες στο σήμερα

Ενα βασικό κομμάτι του αθηναϊκού παλίμψηστου είναι βέβαια «Το ίχνος του κλασικού παρελθόντος στο αθηναϊκό παρόν», όπως τιτλοφορείται το κείμενο του καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρη Πλάντζου, το οποίο ανοίγει τον κύκλο των «ομιλητών» του νέου τόμου. Ο αρχαιολόγος παρατηρεί ότι οι «κατά χώραν» διατηρημένες κλασικές αρχαιότητες της Αθήνας, καθώς συμπιέζονται σε ένα «αδηφάγο παρόν», δεν καθίστανται πλέον «ευανάγνωστες» και δεν καταφέρνουν πάντα να ενσωματωθούν στο ιστορικοαρχαιολογικό αφήγημα για την πόλη. Εξάλλου, παρότι η Αθήνα διαθέτει τέτοια «παράθυρα στο παρελθόν», την ίδια στιγμή «δεν υπάρχουν πολλοί Αθηναίοι ή άλλοι που να αισθάνονται την ανάγκη να προσευχηθούν σε αυτά».

Η κ. Παπαευαγγέλου-Γκενάκου συμφωνεί, προσθέτοντας ότι για αυτόν που ενδιαφέρεται, οι αρχαιότητες της Αθήνας, ορατές και αθέατες, είναι χαρτογραφημένες, ακόμα και με τη βοήθεια της τεχνολογίας. «Η διαχρονία της αθηναϊκής ζωής με συναρπάζει», λέει η αρχαιολόγος και συνοψίζει μια από τις διαδικασίες που συγκροτούν το παλίμψηστο της πόλης: «Αυτά τα κατάλοιπα άλλοτε είναι αριστοτεχνικά ενσωματωμένα σε σύγχρονα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα, άλλοτε βρίσκονται εγκλωβισμένα στον πολεοδομικό ιστό της πόλης και άλλοτε, αφού αποκαλυφθούν και αποτυπωθούν, σκεπάζονται και πάλι από το χώμα, για να δοθεί άλλη χρήση στη γη».

«Η πόλη επιδέχεται συνεχείς μεταμορφώσεις, που μερικές φορές κρίνονται θετικές ενώ κάποιες άλλες απειλούν την ταυτότητά της».

Η πόλη πάντως «έχει διαρκώς ένα αναγνωρίσιμο όνομα», όπως επισημαίνουν στο δικό τους κείμενο ο καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Tufts Γιάννης Μ. Ιωαννίδης και ο υποψήφιος διδάκτωρ του Κολεγίου της Βοστώνης, Σένγκμπιν Γουέι. Οι δύο μελετητές, που βασίστηκαν σε μια μακροοικονομική θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης των πόλεων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διαπίστωσαν ότι το αθηναϊκό τοπίο, διαποτισμένο καθώς είναι από την ιστορία, προσείλκυε πάντα τους ανθρώπους και έτσι, η πολιτιστική κληρονομιά της πόλης συνέβαλε στη διεθνή προβολή της. Αραγε όμως –και εφόσον μιλάμε για οικονομικά μεγέθη– η κλασική αίγλη είναι ένα χαρακτηριστικό της πόλης που το φαινόμενο του τουρισμού θα το διατηρήσει ως έχει ή θα του προσθέσει και άλλες πτυχές; «Νομίζω ότι αυτή η αίγλη», λέει η κ. Παπαευαγγέλου-Γκενάκου, «που διατηρήθηκε στο βάθος των αιώνων, θα συνεχίσει να αποτελεί ισχυρό πόλο έλξης, εφόσον εξακολουθήσει να υπάρχει η μέριμνα των καθ’ ύλην αρμόδιων υπηρεσιών για τη διατήρηση του χαρακτήρα της πόλης».

Τι γίνεται όμως με εκείνο το κομμάτι της πόλης που δεν υλοποιήθηκε ποτέ; Ο τόμος «Το παλίμψηστο της Αθήνας» περιλαμβάνει ένα κείμενο του Δημήτρη Ν. Καρύδη, ομότιμου καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που αναφέρεται στο «σχέδιο του Βερολίνου» (1832), μια «πρόδρομη μορφή» του σχεδίου των Κλεάνθη – Σάουμπερτ, στην οποία είχε συμβάλει ο μεγάλος Γερμανός αρχιτέκτονας Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ. Από τη μεριά του, ο αναπληρωτής καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών του ΕΜΠ, Κώστας Τσιαμπάος, γράφει για το Τάμα του Εθνους, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Γουλανδρή και για άλλα δημόσια «άκτιστα κτίσματα».

«Τα μη υλοποιημένα πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά σχέδια για την Αθήνα είναι μια πολύτιμη ιστορική πηγή. Αναδεικνύουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό και σε μεγάλο βαθμό άγνωστο κομμάτι της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής», και συμπληρώνει: «Τα “άκτιστα κτίσματα” της πόλης τα φαντάζομαι λίγο-πολύ όπως τα περιγράφει και ο κ. Τσιαμπάος, σαν διάσπαρτα ημιδιάφανα ολογράμματα που παρεισφρέουν μέσα στον σύγχρονο ιστό της πόλης. Η ψευδαίσθηση που δημιουργούν, με οδηγεί να αναρωτηθώ πόσο διαφορετική θα ήταν η Αθήνα», λέει η κ. Παπαευαγγέλου-Γκενάκου.

Η κοινωνική γεωγραφία

Σε άλλα κείμενα του νέου τόμου διαβάζουμε για την κοινωνική γεωγραφία της πόλης στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και για τον κοινωνικό διαχωρισμό των λαϊκών και ανώτερων στρωμάτων στο δυτικό και στο ανατολικό κομμάτι της, αντίστοιχα (το υπογράφουν η καθηγήτρια Ιστορίας του ΕΚΠΑ Ευγενία Μπουρνόβα και η ιστορικός Μυρτώ Δημητροπούλου). Ο συγγραφέας και πρόεδρος της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Σταύρος Ζουμπουλάκης, γράφει για τον συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη (1850-1929), ο οποίος νιώθει ξένος στην πόλη, φοβούμενος ότι ο κόσμος αλλοιώνεται. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος εστιάζει στην έντονη ανοικοδόμηση της μεσοπολεμικής Αθήνας, που είχε τον δικό της ψυχολογικό αντίκτυπο στην υπό διαμόρφωση κοινωνία, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι «η φρενίτιδα των κατεδαφίσεων της νεοκλασικής πόλης στην Αθήνα του μεσοπολέμου παραμένει μια σχετικά άγνωστη ιστορία».

Το αθηναϊκό τοπίο, διαποτισμένο από την ιστορία, προσείλκυε πάντα τους ανθρώπους και έτσι συνέβαλε στη διεθνή προβολή της.

Υπάρχει άραγε κάτι που ανησυχεί την κ. Παπαευαγγέλου-Γκενάκου λόγω των νέων μεταμορφώσεων της πόλης; «Το αθηναϊκό παλίμψηστο είναι ένα φαινόμενο σε εξέλιξη. Η πόλη επιδέχεται συνεχείς μεταμορφώσεις, που μερικές φορές κρίνονται θετικές ενώ άλλες φορές απειλούν τη διατήρηση της ιστορίας και της ταυτότητάς της. Με ανησυχεί η μη διάσωση της ιστορικής πληροφορίας. Ευτυχώς υπάρχουν αθηναιογράφοι όπως ο κ. Βατόπουλος που περπατούν αδιάκοπα στην πόλη, περισυλλέγουν άοκνα τις ιστορικές ψηφίδες της και συνάμα φωτίζουν τις διάφορες πτυχές της. Η ιστορική Αθήνα –σε όλες τις φάσεις της– θεωρώ ότι είναι ζωντανή και βρίσκεται ανάμεσά μας και σε κάθε μας βήμα. Η άγνοια και η αδιαφορία είναι αυτές που θάβουν την αέναη ιστορική εξέλιξη και σβήνουν το παρελθόν καταδικάζοντάς το στη λήθη».

Η βρωμερή Βουκουρεστίου και οι βασιλικοί στάβλοι

Η Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου-Γκενάκου έχει και εκείνη ένα σημείο της πόλης όπου περπατά συχνά, βιώνοντας σχεδόν το παρελθόν του. Είναι η ολιγόλεπτη πορεία που ακολουθεί κάθε πρωί από το Σύνταγμα μέχρι την Τράπεζα της Ελλάδος, βαδίζοντας αργά, ενθυμούμενη τις πρώτες πανοραμικές φωτογραφίες της Αθήνας, τραβηγμένες από την Ακρόπολη. «Ενα συνονθύλευμα νοερών εικόνων με κατακλύζει», λέει, αφηγούμενη την «πρωινή ρουτίνα» της. «Μεταφέρομαι από τη μια εποχή στην άλλη, από την αρχαία Αθήνα, στην παλαιά, και μετά στο σήμερα και πάλι πίσω. Περνώ παράπλευρα του ιστορικού ξενοδοχείου της “Μεγάλης Βρεταννίας” και διασχίζοντας τον σημερινό, αριστοκρατικό πεζόδρομο της Βουκουρεστίου, σκέφτομαι τον βρώμικο “Χεζοπόταμο” που ξεχυνόταν εκεί και δημιουργούσε προβλήματα στους Αθηναίους».

Η Αθήνα και τα χίλια της πρόσωπα-2
Τα «πρακτικά» της διεπιστημονικής συνάντησης με θέμα «Το παλίμψηστο της Αθήνας», ένα σημαντικό συλλογικό έργο για την αρχιτεκτονική ιστορία της πόλης.

Συνεχίζοντας στο πεζοδρόμιο του πολυκαταστήματος Attica, λέει η αρχαιολόγος, «βλέπει» τον ψηλό τοίχο της πίσω πλευράς των βασιλικών στάβλων, που καταλάμβαναν ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Φαντάζεται την Πανεπιστημίου ως χωματόδρομο, αλλά χωρίς τη σκόνη για την οποία παραπονιόταν κάποιος σε εφημερίδα του 1859. Στην οδό Αμερικής αναπλάθει με τον νου της τη μεγάλη νεκρόπολη που εκτεινόταν στην περιοχή κατά την αρχαιότητα. «Εκεί στα θεμέλια του Μουσείου της Τράπεζας και στο μεγάλο φρέαρ του πεζοδρομίου, διαπιστώθηκε ιδιαίτερα πυκνή χρήση του αρχαίου νεκροταφείου – περίπου 500 τάφοι. Εύλογα οι αρχαιολόγοι αναζητούν μία ακόμα πύλη του Θεμιστόκλειου τείχους στο ύψος της Παλαιάς Βουλής», σημειώνει. Στην Ομήρου, λέει, στρέφει το βλέμμα δεξιά, έχοντας την εντύπωση ότι θα διακρίνει τον βράχο της Σχιστής Πέτρας, που βρίσκεται στο τέρμα της οδού, ασφυκτικά περικυκλωμένος από τις ψηλές οικοδομές.

«Διασχίζοντας τον σημερινό, αριστοκρατικό πεζόδρομο, σκέφτομαι τον βρώμικο “Χεζοπόταμο” που ξεχυνόταν εκεί και δημιουργούσε προβλήματα στους Αθηναίους».

«Περνάω απέναντι στη γωνία της Τράπεζας και “βρίσκομαι” έξω από το οθωνικό αρχοντικό που έχτισε ο Γεώργιος Μακκάς, ο αρχίατρος του Γεωργίου Α΄», καταλήγει η κ. Παπαευαγγέλου-Γκενάκου, σκιαγραφώντας μια ακόμα πτυχή του παλίμψηστου της Αθήνας. «Αυτό το παλατάκι με τον ανθόσπαρτο κήπο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 1928 η τελευταία κάτοικός του, η Μαρίκα Ρούσου. Την έπεισε ο πεθερός της, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με το επιχείρημα ότι μόνο το συγκεκριμένο τετράγωνο ήταν κατάλληλο για την ανέγερση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το αρχοντικό της Παρρέν

Φτάνοντας στον προορισμό μου, συχνά αναρωτιέμαι αν η είσοδος της οικίας της Καλλιρρόης Παρρέν ήταν ακριβώς σε αυτό το σημείο ή λίγο πιο πέρα. Φαντάζομαι τον Παλαμά, τον Καρκαβίτσα, τον Μαλακάση, τον Γρυπάρη, τον Κύρου και άλλες σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες της Αθήνας, να περνούν το ίδιο κατώφλι για να συζητήσουν στο φιλολογικό σαλόνι της Παρρέν τα φλέγοντα θέματα της εποχής».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή