Ο εξοστρακισμός μιας ιδιοφυΐας

Ο εξοστρακισμός μιας ιδιοφυΐας

Ο ρόλος του FBI στην αποκαθήλωση του Τσάρλι Τσάπλιν

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

SCOTT EYMAN
Charlie Chaplin vs America
εκδ. Simon & Schuster, 2023, σελ. 423

Ο εξοστρακισμός μιας ιδιοφυΐας-1Η ιστορία του Τσάρλι Τσάπλιν (1889-1977), ο οποίος από αντικείμενο λατρείας μετατράπηκε σε παρία στην Αμερική, μας υπενθυμίζει ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι και η «κουλτούρα της ακύρωσης», που διακρίνονται για τη μοχθηρία τους σήμερα, διεξάγονταν με ιδιαίτερη σκληρότητα τον περασμένο αιώνα. Πολύ μελάνι έχει χυθεί για την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του διάσημου κωμικού, που αγαπήθηκε σε όλο τον κόσμο, αλλά ο Σκοτ Εϊμαν, συγγραφέας πολλών βιβλίων για το Χόλιγουντ και τους αστέρες του, επικεντρώνεται στη σύγκρουση τέχνης, διασημότητας και πολιτικής, περιγράφοντας το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό κλίμα της εποχής του «κόκκινου τρόμου», όταν καταστράφηκαν πολλές ζωές με κορυφαίο παράδειγμα τον εξοστρακισμό της πιο εμβληματικής προσωπικότητας του βωβού και ομιλούντος κινηματογράφου στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα.

Πρωταγωνιστής στη δολοφονία του χαρακτήρα του Τσάπλιν ήταν το FBI, που είχε συντάξει γι’ αυτόν ένα φάκελο 1.900 σελίδων. Η παραπληροφόρηση για αναπόδεικτες υποψίες αριστερής πολιτικής δράσης και ακόλαστη ιδιωτική ζωή διοχετεύονταν σε δημoσιογράφους που ειδικεύονταν στο κουτσομπολιό, στη συνωμοσιολογία και στην αντικομμουνιστική υστερία. Αυτοπροσδιοριζόμενος από φιλελεύθερος έως αναρχικός, πολέμιος του εθνικισμού, τελειομανής, υπερόπτης και αντισυμβατικός, ο Τσάπλιν απολάμβανε την ελευθερία που του εξασφάλιζε η διασημότητά του.

Ο πόλεμος και η ΕΣΣΔ

Η έκκλησή του το 1942 να ανοίξουν οι ΗΠΑ ένα δεύτερο μέτωπο στον πόλεμο κατά του Χίτλερ για να ελαφρυνθεί το βάρος που επωμιζόταν τότε η Σοβ. Ενωση, ερμηνεύθηκε όχι ως αντιφασιστική αλλά ως φιλοκομμουνιστική ενέργεια, παρότι η Αμερική και η Σοβιετική Ενωση ήταν σύμμαχοι στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ίδιος δεν ανήκε σε καμία πολιτική οργάνωση, ούτε ήταν ποτέ μέλος ή χρηματοδότης του Κ.Κ. ΗΠΑ, όπως μερικοί συνεργάτες του, γεγονός που παραδέχθηκε αργότερα ο διευθυντής του FBI, Εντγκαρ Χούβερ. Η άρνησή του να δαιμονοποιήσει τότε τη Σοβιετική Ενωση και η δημόσια αναγνώριση της αποφασιστικής συμβολής της στην ήττα του Χίτλερ ήταν εύκολο να διαστρεβλωθούν, όπως και η στάση του υπέρ ειρηνικής συνύπαρξης, διεθνούς συνεργασίας και προστασίας των ευάλωτων.

Η σεξουαλική ηδονή, και ιδιαίτερα η αδυναμία του στα νεαρά κορίτσια (οι τρεις από τις τέσσερις συζύγους του ήταν ηλικίας 16 έως 18 ετών, όταν τις παντρεύτηκε), καθώς και η σκανδαλοθηρική δίκη εκβιασμού του για την πατρότητα ενός παιδιού (που δεν ήταν δικό του), έδωσαν τροφή στους αντιδραστικούς κύκλους να τον κατηγορήσουν ως διαφθορέα, ηθικά επιλήψιμο και υπονομευτή του αμερικανικού τρόπου ζωής, ζητώντας από μποϊκοτάζ των ταινιών του μέχρι την απέλασή του.

Η άρνησή του να αποκτήσει αμερικανική υπηκοότητα ερμηνεύθηκε από τους εχθρούς του ως δήθεν απόδειξη αντιαμερικανισμού.

Τέλος, η άρνησή του να αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του πολίτη του κόσμου, ήταν για τους αντιπάλους του τρανή απόδειξη αντιαμερικανισμού, καθώς αποκάλυπτε έναν αγνώμονα οπορτουνιστή απέναντι στη χώρα που του προσέφερε φήμη και πλούτο για 40 χρόνια, όταν μετανάστευσε πάμπτωχος το 1910 από την Αγγλία για να εξελιχθεί σε κινηματογραφικό φαινόμενο ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μουσικός παραγωγός και χρηματοδότης όλων των ταινιών του, με δικό του στούντιο και εταιρεία διανομής ταινιών.

«Δεν θέλω να κάνω επανάσταση, παρά μόνον ταινίες», διεκήρυττε συχνά, αλλά το FBI τον παρακολουθούσε από το 1922 για τα προφητικά μηνύματα με την παγκόσμια απήχηση που εξέπεμπαν οι ταινίες του, όταν υποδυόταν τον κατατρεγμένο αλλά αξιοπρεπή Σαρλό, που αγωνίζεται να επιβιώσει στο περιθώριο ενός σκληρού συστήματος, τον εργάτη που συνθλίβεται από την ανεργία, την αυτοματοποίηση και την απληστία του καπιταλισμού στους «Μοντέρνους καιρούς» (1936), την καταδίκη του απομονωτισμού, του ολοκληρωτισμού και του σοβινισμού στην αντιχιτλερική σάτιρα του «Μεγάλου δικτάτορα» (1940). Αυτή ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία του, η δαπανηρότερη και πιο πολιτική της καριέρας του, που γυρίστηκε ένα χρόνο πριν από το Περλ Χάρμπορ, όταν πολλοί Αμερικανοί προτιμούσαν τη μη εμπλοκή στον πόλεμο.

Ο μακαρθισμός

Το 1952, στο κλίμα παράνοιας που είχε επιβάλει ο μακαρθισμός, ήταν πλέον persona non grata, με αποτέλεσμα να ανακληθεί η άδεια επανεισόδου στην Αμερική ύστερα από επαγγελματικό ταξίδι του στην Ευρώπη. Εξοργισμένος από τη μεταχείριση που του επιφύλαξε η αμερικανική κυβέρνηση και πικραμένος από τη σιωπή των ισχυρών του Χόλιγουντ και του φιλελεύθερου κατεστημένου, αναγκάστηκε να αυτοεξορισθεί επιλέγοντας τη γαλήνη της Ελβετίας. Πούλησε την περιουσία του στην Αμερική και γύρισε τις δύο τελευταίες ταινίες του στο Λονδίνο, που όμως δεν είχαν την επιτυχία των παλαιότερων. Συναισθηματικά και καλλιτεχνικά είχε πληρώσει το τίμημα της γενναιότητας να μη συμβιβαστεί, της άρνησης να θυσιάσει την ανεξαρτησία του.

Η επιστροφή του στην Αμερική μετά 20 χρόνια εξορίας έγινε απρόθυμα το 1972, όταν του απονεμήθηκε τιμητικό Οσκαρ, ενώ το 1975 χρίσθηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ. Τα Χριστούγεννα του 1977, τον βρήκε ο θάνατος στην Ελβετία σε ηλικία 88 ετών. Στο πλευρό του παρέμεινε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, η Ούνα Ο’ Νιλ, η αφοσιωμένη τέταρτη σύζυγός του, με την οποία απέκτησε οκτώ παιδιά, κόρη του νομπελίστα θεατρικού συγγραφέα Ευγένιου Ο’ Νιλ , ο οποίος την αποκήρυξε όταν το 1943, σε ηλικία 18 ετών, παντρεύτηκε τον 54χρονο Τσάπλιν.

Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή