Ζητώντας απ’ τον νεκρό να μην ξεχάσει

Ζητώντας απ’ τον νεκρό να μην ξεχάσει

Ο σπαρακτικός αποχαιρετισμός του Βρασίδα Καραλή στον επί 30 χρόνια σύντροφό του, Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ

8' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ
μτφρ. Κατερίνα Σχινά
εκδ. Lifo Books, 2023, σελ. 134

«Αγάπη μου, δεν περίμενα να μ’ αφήσεις τόσο ξαφνικά […] κι αυτό το ξαφνικά κάνει την εκδημία σου βάναυση και αποπροσανατολιστική».

Το β΄ ενικό αφηγηματικό πρόσωπο είναι κατεξοχήν δραματικό. Το αδυσώπητο «εσύ» θολώνει τα όρια της αναγνωστικής εμπλοκής μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Με ποιον ταυτίζεσαι περισσότερο; Με αυτόν που γράφει ή με αυτόν στον οποίο απευθύνεται αυτός που γράφει; Πώς να αξιολογήσεις τον θρήνο; Γίνεται να διακρίνεις τον αγνό, ακατέργαστο πόνο ενός ανθρώπου για την απώλεια του ανθρώπου του από τον λογοτεχνικό μελοδραματισμό;

Ζητώντας απ’ τον νεκρό να μην ξεχάσει-1Το παραδέχεται ο ίδιος ο Βρασίδας Καραλής· δεν μπορεί να αποφύγει το δράμα· και δεν μπορεί να γράψει για άλλον πέραν του Ρόμπερτ. Ο «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ», ο οποίος πέθανε στις 10 Μαΐου του 2022 στα 64 του, είναι ένα σπαρακτικό γράμμα όχι μόνο για να θυμάται ο συγγραφέας την απώλειά του, αλλά και για να ζητήσει από έναν νεκρό να μην ξεχάσει τον ζωντανό. Πώς γίνεται αυτό; Γίνεται, αν είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει ο ζωντανός· γίνεται, όταν κάποιος ζει τον απόλυτο έρωτα, το «φονικό που ζωντανό σ’ αφήνει».

Ο συγγραφέας, γεννημένος στην Κρέστενα το 1960, καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, μεταφράζει τον σωματικό –θανατηφόρο τελικά– πόνο του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ σε ψυχική οδύνη για τον ίδιο. Πιάνει χαρτί και μολύβι και κρατιέται από τις λέξεις, σε μιαν απόπειρα να μείνει ο θρήνος στον άπαντα αιώνα, μήπως και μείνει ο νεκρός στο πλάι του – διότι ο ζωντανός δεν θα μπορέσει αλλιώς να υπάρξει.

Μια σαρκοφάγος του έρωτα

Από την αρχή του βιβλίου, αυτού του σπαρακτικού αποχαιρετισμού στον επί 30 χρόνια σύντροφο της ζωής του, ο Βρασίδας Καραλής είναι πασιφανές ότι θέλει το γράμμα του στον νεκρό να μείνει ως σαρκοφάγος του έρωτά του. Του απευθύνεται παρακαλώντας τον να μην τον λησμονήσει στον τόπο όπου «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», αφού αυτά τα δραματικά αισθήματα έμειναν πίσω, να ζουν μαζί του για όσο θρηνεί, ως ανάμνηση μιας βαθιάς και απροϋπόθετης αγάπης – ο αποχαιρετισμός του Βρασίδα Καραλή είναι η διάσωση αυτής της αγάπης.

Μιας αγάπης που άρχισε από φιτίλι, τον Δεκαπενταύγουστο του 1993, και κατέληξε σε πυρηνική σύντηξη για τις τρεις επόμενες δεκαετίες. «H ορχήστρα σου έπαιζε τα Carmina Burana του Καρλ Ορφ», στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ. Λίγο αργότερα, «σε είδα – στεκόσουν σιωπηλός, σε μια κόχη στο βάθος, μισοφωτισμένος, σχεδόν κρυμμένος, με τη βιόλα στα χέρια σου, μια λεπτομέρεια από κάποιο άγνωστο έργο του Ελ Γκρέκο ή του Νικολά Πουσέν».

«Θα ήθελες να γεράσουμε μαζί;». Αυτή η απάντηση, στην ερώτηση της πρώτης πρώτης γνωριμίας τους, δινόταν για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, σε κάθε ματιά και σε κάθε ένωση, ο Βρας και ο Ρομπ υπήρχαν, ακόμη και τις στιγμές της αμφίδρομης απιστίας, σαν να είχαν γεννηθεί μαζί. Αλλά έμελλε να πεθάνουν χώρια.

Μέχρι, όμως, να τους χωρίσει ο θάνατος, οι δυο τους μοιράστηκαν με εαυτούς και αλλήλους αυτή την αγάπη. Δεν ήταν μόνο το αμφίδρομο νοιάξιμο· ήταν και η αγκαλιά που δημιουργούσε αυτό για όλους τους άλλους. Κι αυτό γινόταν με τον πιο απλό τρόπο: «Η σχέση μας ήταν φυσικό γεγονός, αδιαμφισβήτητο, αναπόφευκτο, άρρηκτο».

«Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – πώς να τους εξηγήσω τον θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος».

Τόσο άρρηκτο που, όταν τους προκάλεσε, σε μια ταβέρνα στην «άγρια Ελλάδα», «ένας από τους ντόπιους χωρικούς, ο πιο μάτσο απ’ όλους», φιλήθηκαν μπροστά του για να του αποδείξουν ότι όντως είναι ζευγάρι, αφού «αποκλείεται, δεν μοιάζετε με γυναικωτοί». «Νόμιζα πως θα έβγαζαν τους σουγιάδες τους και θα μας μαχαίρωναν επιτόπου. Η αντίδρασή τους, που σε παραξένεψε και σε εξέπληξε όσο κι εμένα, ήταν, μετά από λίγα λεπτά νεκρικής σιωπής, ένα παρατεταμένο μεγαλόφωνο μπράβο και ευφρόσυνα παλαμάκια».

Βέβαια, η πηγαία αγάπη των δύο ανδρών δεν έβρισκε πάντοτε ευήκοα ώτα, όπως συνέβη σε μια παμπ στην Αγγλία όπου τους προπηλάκισαν θαμώνες, αλλά και όταν ένας εκπρόσωπος της Εκκλησίας που του είπε, όταν ο Βρασίδας Καραλής εξομολογήθηκε τον έρωτά του για τον Ρόμπερτ: «Καλή η αγάπη, μην ξεχνάς όμως τι αμαρτίες διαπράττεις μαζί με τον φίλο σου».

Αυτά τα αποσπάσματα, αλλά και όσα μιλούν για το (μη) σεξουαλικό τους μανιφέστο, που κατέστη αχρείαστο εξαιτίας της φυσικότητας στη συνύπαρξη δύο ερωτευμένων ανδρών, ή εκείνα όπου οι δυο τους παλεύουν με την αποδοχή των εαυτών τους και την αποδοχή από τους άλλους, όλα αυτά αποτελούν ένα ξεχωριστό αναγνωστικό κέντρο του βιβλίου. Σαν μια διακριτή υπενθύμιση της αναγκαιότητας της ισότητας των φύλων, όσα κι αν είναι αυτά, όπως κι αν είναι προορισμένα να ζήσουν. Για να μην αναρωτιούνται άνθρωποι ερωτευμένοι αν είναι «σωστό» να είναι ερωτευμένοι. Για να μη χάνεται το κέντρο βάρους των ανθρώπων εξαιτίας της φύσης τους.

Η σχέση του Βρας με τον Ρομπ ήταν, όμως, ένα αμφίπλευρο κέντρο βάρους, ο ένας έδινε δύναμη στον άλλο, είχαν χαράξει τα δικά τους όρια – έκαναν πράξη το δικό τους live and let live. «Ο φόβος της μη αποδοχής εξανεμίστηκε. Αποδεχόμασταν ο ένας τον άλλο, έφτανε αυτό. Και γίναμε οι πλήρεις κόσμοι που ήταν το πεπρωμένο μας να γίνουμε».

Ζητώντας απ’ τον νεκρό να μην ξεχάσει-2
Βρασίδας Καραλής και Ρόμπερτ Μήντερ. Η σχέση τους άρχισε το 1993 με την ερώτηση «θέλεις να γεράσουμε μαζί;».

Η σχέση τους ήταν διαρκώς ένας κήπος που άνθιζε. Σαν εκείνη τη γωνιά του κήπου όπου κατέφευγε συχνά ο Ρόμπερτ. «Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – πώς να τους εξηγήσω τον θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος». Και όμως, ο Βρασίδας Καραλής κατορθώνει να εξηγήσει τις τέσσερις αυτές, ανυπόφορες συχνά, λέξεις, μέσα από τον αποχαιρετισμό του.

Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν, «σαν λεπτομέρεια από κάποιο άγνωστο έργο» όπως αισθάνθηκε τη μέρα που τον είχε πρωτοδεί, τον βλέπει, εκών άκων, να αποδρά σε άλλους κόσμους. «Φαινόσουν μεγαλύτερος στον θάνατο. Στιβαρός, ομηρικός, άυλος. Καθώς η ωχρότητα καταλάμβανε το πρόσωπο, τα χείλη και το δέρμα σου, το σώμα σου απέπνεε εναγώνια γαλήνη. Τίποτα γύρω σου δεν φαινόταν να σαλεύει». Σε αυτό τον κόσμο, στην «απόλυτη ακινησία, λες και κάθε σκίρτημα συνέκλινε στο άψυχο σώμα σου», ο Βρασίδας Καραλής αναζητεί τις λέξεις που θα καταφέρουν να απαθανατίσουν, στην κυριολεξία, τον Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ. Ακόμη κι αν αυτές οι λέξεις είναι «θάνατος, μοναξιά, εκδημία, πένθος»· ακόμη κι αν αυτές οι λέξεις είναι «είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία».

Από την έκσταση στη σιωπή

Ενας τέτοιος κόσμος είναι ο αποχαιρετισμός του – δηλαδή, όλη του η ζωή με τον Ρόμπερτ. Το δράμα των τελευταίων ετών της αρρώστιας του συντρόφου του –η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία που μεταλλάχθηκε σε επιθετικό λέμφωμα Χότζκιν–, η παρακμή του, οι ενδιάμεσες στιγμές χαράς, ομορφιάς και διαύγειας, το νοσοκομείο-δεύτερο σπίτι, ο παράλληλος εγκλεισμός λόγω κορωνοϊού, η προηγούμενη βασανιστική μόλυνση που του κόστισε το μάτι του, οι πληγές που γίνονται ουλές. Και από την άλλη, οι μνήμες, η εκστατική χαρά ενός έρωτα δύο ανδρών που έμελλε να καθορίσουν ο ένας τη ζωή του άλλου, η απόλυτη ένωσή τους: «Η συνένωσή μας μ’ έκανε να ξαναδώ τη γέννησή μου, να αναζωπυρώσω την αθωότητά μου, να συνομιλήσω με τους νεκρούς φίλους μου, να κρατήσω στην παλάμη μου τη δύναμη που κάνει τα πάντα να πάλλονται και να ηχούν».

Και ξαφνικά, σιωπή. Ο χρόνος σταματά. Ο Βρασίδας Καραλής βυθίζεται κι εκείνος στην ανυπαρξία για να πενθήσει – αλλά και για να χτίσει μνήμα μπετοναρισμένο από λέξεις. «Ξέρεις, Ρομπ, είμαι απλώς ένας ρηχός και ευσυγκίνητος άνθρωπος της Μεσογείου. […] Θεωρούσα τον εαυτό μου οξύθυμο Ελληνα, και ξαφνικά η άβυσσος της ανυπαρξίας, η φρενιασμένη ενέργεια όλων των καταραμένων ψυχών αναβλύζει από μέσα μου, από αδιανόητα βάθη, σαν προσφορά σ’ έναν θεό των γνωστικών που επιθυμεί τον αφανισμό μας».

Αναγνωστικά, ο «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ» γίνεται μέσα στη σιωπή που άφησε πίσω του ο νεκρός, σαν να αποκόπτεται ο υπόλοιπος κόσμος, όπως όταν μπαίνεις σε εκκλησία όπου οι παριστάμενοι παρακαλούν για ανάσταση νεκρών – αυτή είναι η ελπίδα τους μετά τον τελευταίο ασπασμό, και η λύτρωση, ίσως, από την ενοχή τους για τον αν πρόλαβαν να φιλήσουν τον νεκρό ενόσω ζούσε. «Θα παροικήσω τόπους οργής, παγωμένα ρουμάνια, σπήλαια πικρίας και ερήμωσης. Μου πήραν τον εραστή και φίλο μου, τον απέκοψαν από μένα, τον εγκατέστησαν μακριά, στη χώρα των σκιών. Δεν υπάρχει κανείς να με παρηγορήσει, καμιά συνθήκη να με λυτρώσει. Η θλίψη, η πίκρα, η τέφρα, η αυτομεμψία, η θλίψη μου είναι το πεπρωμένο μου, το σώμα μου, η ύπαρξή μου».

Καθαρτήριο και εξιλέωση

Ψάχνει, άραγε, να λυτρωθεί ο Βρασίδας Καραλής από κάποια ενοχή; Ελπίζει σε ένα «καλή αντάμωση»; Ισως έχει πέσει στην ψυχολογική παγίδα που θέλει τους συντρόφους ασθενών σε τελευταίο στάδιο να νιώθουν πως κάνουν ό,τι μπορούν για να τους κρατήσουν στη ζωή και, όταν εκείνοι εκδημούν, να καταρρέουν από ενοχή ότι δεν έκαναν όσα μπορούσαν. Είναι ο θυμός και η απελπισία μπροστά στο ανεπίστροφο. Και ο συγγραφέας μάς καλεί, μέσα από το δικό του πένθος, να βιώσουμε «μια θρηνωδία κατευνασμού του πανικού της θνητότητας».

Γιατί από αυτό τον πανικό, κατά τα φαινόμενα, γεννήθηκε αυτό το βιβλίο· ή, μάλλον, αυτή η ανάγκη για καταγεγραμμένο θρήνο. Τώρα που τον πρόλαβε ο χρόνος και του πήρε τον Ρόμπερτ, ο Βρασίδας Καραλής θέλει να προλάβει να κραυγάσει την οδύνη του για να ακουστεί ώς «την άλλη πλευρά των πραγμάτων» όπου βρέθηκε ο έρωτας της ζωής του. Θέλει, όσο ζει, να μην τον θυμάται μόνον αυτός, ο ζωντανός· τον παρακαλεί να θυμάται κι εκείνος, ο νεκρός.

Ετσι, όμως, κρατιούνται στη ζωή οι ζωντανοί, κι έτσι κρατούν ζωντανούς και τους πεθαμένους – κι έτσι ζουν αμφότεροι σε ένα ενδιάμεσο, σ’ αυτή την «ομίχλη του αιώνιου καθαρτηρίου». Σε αυτό το ενδιάμεσο ισορροπεί, βέβαια, και ο αναγνώστης, διότι αυτό το αδυσώπητο «εσύ» της αφήγησης μας μεταφέρει από τα λόγια του ζώντος στην παρουσία του τεθνεώτος. Η θρηνωδία του συγγραφέα, που πενθεί «ξεριζωμένος από την πατρίδα και τους τάφους των προγόνων του», είναι μια λογοτεχνική, αναγνωστική εξόδιος ακολουθία, χωρίς θεούς κι αγγέλους, με μόνη εξάρτυση τον έρωτα αυτών των δύο ανδρών.

«Ο θάνατος είναι η εξιλέωσή μας για το γεγονός ότι αλληλοσυμπληρωθήκαμε».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή