Μαγικός καμβάς η θεατρική σκηνή

Μαγικός καμβάς η θεατρική σκηνή

Ενα πανόραμα της δημιουργικής πορείας της Μαριλένας Αραβαντινού στην Εθνική Βιβλιοθήκη

4' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για τους επόμενους δύο μήνες, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος θα μας θυμίζει καθημερινά μια ξεχασμένη αλλά πολύ σπουδαία Ελληνίδα καλλιτέχνιδα, τη Μαριλένα Αραβαντινού (1927-2019), την πρώτη Ελληνίδα σκηνογράφο. Σε μια πλούσια αναδρομική έκθεση που εγκαινιάστηκε στις 19 Μαρτίου και θα συνεχιστεί έως τις 31 Μαΐου, ο ιστορικός τέχνης Σπύρος Μοσχονάς συνεργάζεται με την Κωνσταντίνα Ντακόλια και επιμελούνται ένα πανόραμα της δημιουργικής πορείας της, προσφέροντας ανέκδοτο εικονογραφικό και φωτογραφικό υλικό από θεατρικές παραστάσεις και ταινίες και, κυρίως, δείγματα από το γενικά άγνωστο ζωγραφικό της έργο, το οποίο αποτελεί τη μεγάλη αποκάλυψη της έκθεσης.

Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται τη δουλειά της Αραβαντινού για τη θεατρική σκηνή και ακόμη και οι νεότεροι ίσως έχουν δει στην τηλεόραση ταινίες στις οποίες δούλεψε, από τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη έως το «Ηρως με παντούφλες» με τον Βασίλη Λογοθετίδη να εμφανίζεται ως στρατηγός Δεκαβάλλας. Το παγκόσμιο κοινό γνώρισε επίσης τη σκηνογραφική της εργασία, εφόσον από το ’60 έως το ’80 εργάστηκε σχεδόν σε κάθε διεθνές γύρισμα που έγινε στην Ελλάδα. Με τα σκηνικά και τα κοστούμια της για το «Τεν Τεν και το μυστήριο του χρυσόμαλλου δέρατος» του Ζαν-Ζακ Βιέρν (1961) κατάφερε να φέρει τον κόσμο των κόμικς στον κινηματογράφο, παντρεύοντας παράλληλα δεξιοτεχνικά το ελληνικό φολκλόρ με τη μοντέρνα «βελγική σχολή» του Ερζέ.

Μαγικός καμβάς η θεατρική σκηνή-1
Ο Βασίλης Λογοθετίδης ποζάρει για τον ανδριάντα του στρατηγού. Ακυκλοφόρητη φωτογραφία από τα γυρίσματα της ταινίας του Αλέκου Σακελλάριου «Ενας ήρως με παντούφλες», 1958 (αρχείο Μαριλένας Αραβαντινού).

Λίγοι όμως γνωρίζουμε τη ζωγραφική της. Και αυτό είναι κάτι που κάνει τον επιμελητή Σπύρο Μοσχονά, σε κείμενό του στον κατάλογο της έκθεσης, να αναρωτιέται σχεδόν υπαρξιακά: «Πού πάει η ζωγραφική όταν ξεχαστεί;». Είναι λες και μιλάει για μια ιστορική αδικία που θα ήθελε να απαλύνει και, πράγματι, δουλεύει για αυτό από το 2012, όταν με τη στήριξη του Νίκου Π. Παΐσιου ξεκίνησε μια μεθοδική καταγραφή της ζωγραφικής παραγωγής της Αραβαντινού, εντοπίζοντας έργα που δημιούργησε σε διάστημα μισού αιώνα, από τα τέλη του ’40 έως τα τέλη του ’90. Σε κάποια από αυτά, μάλιστα, ανακαλύπτουμε, εκτός από μια κορυφαία ζωγράφο, και μια παραγνωρισμένη αθηναιογράφο.

Οι «αθηναϊκοί» πίνακες της Αραβαντινού προδίδουν αγάπη και γνώση για αυτό που απεικονίζουν, μεταφέροντας στον θεατή επιτυχημένα κάτι από την ιδιότυπα γοητευτική δυστοπία της πρωτεύουσας. «Η χρωματική κλίμακα βεβαιώνει πως η ζωγράφος δούλεψε τις συνθέσεις της την ώρα που έρχεται ή φεύγει η μέρα, βουλιάζοντας στο σύνολο σε μια ομιχλώδη συνθήκη, απαλύνοντας την ασχήμια της πόλης και χαρίζοντάς της ειδυλλιακή αλλά πλασματική εικόνα», γράφει στον κατάλογο της έκθεσης ο Σπύρος Μοσχονάς. Σιωπηλός, μυστήριος πρωταγωνιστής στέκεται στη σειρά αυτών των έργων ο Λυκαβηττός. Ορθώνεται γιγάντιος, εκτός κλίμακας, πάνω από μια θάλασσα κυβικών κτιρίων, ή ξεπροβάλλει σαν κάστρο ανάμεσα από τους στενούς δρόμους στους πρόποδές του.

Μαγικός καμβάς η θεατρική σκηνή-2
Λυκαβηττός, 1991, παστέλ σε χαρτί, 70×50 εκ., ακυκλοφόρητο έργο από τη συλλογή της Χριστίνας Αραβαντινού. [Λεωνίδας Κουργιαντάκης]

Ανάμεσα σε Αθήνα κι Αίγινα

«Δεν άντεχε άλλο το νέφος», μας λέει από την πλευρά της η νύφη της καλλιτέχνιδος, Χριστίνα Αραβαντινού, που εκτός από σύζυγος του αδελφού της Μαριλένας, του Γιάγκου Αραβαντινού, διατήρησε αδελφική σχέση μαζί της για δεκαετίες. «Γι’ αυτό άρχισε να περνάει τα καλοκαίρια της στην Αίγινα. Φανταστείτε πόσο την ενόχλησε, που λάτρευε την Αθήνα, και όμως αποφάσισε να ξοδεύει στην εξοχή τον μισό της χρόνο. Θυμάμαι πάντοτε να λέει “είμαι άνθρωπος της πόλης”».

Ακούγοντας αυτές τις αφηγήσεις φτιάχνουμε εικόνες από την καθημερινότητα μιας Αθηναίας αστής με αστείρευτο δημιουργικό χάρισμα που, όπως έγραψε η Ελένη Βλάχου το 1960, «φτιάχνει μόνη της τα έπιπλα για το ατελιέ της και διαβάζει με μανία αστυνομικά μυθιστορήματα».

Η «Κ» παρουσιάζει για πρώτη φορά αποκλειστικές εικόνες, υλικό και αναμνήσεις, που φιλοτεχνούν το πορτρέτο της πρώτης Ελληνίδας σκηνογράφου.

Η επιστήθια φίλη της Μαριλένας Αραβαντινού μοιράζεται μαζί μας άγνωστες αφηγήσεις που έρχονται στο φως για πρώτη φορά από τη «συγκατοίκησή» τους στο ίδιο κτίριο, όπου έμεναν σε διαφορετικούς ορόφους, με τον Γιάννη Μόραλη να κατοικεί στον τελευταίο. «Κάποιες φορές ζητούσε τη συμβουλή του. Εκείνος, κάθε Κυριακή ακριβώς στις 10 το πρωί έβγαινε για να πάει να πάρει την “Καθημερινή” και κατεβαίνοντας χτυπούσε το κουδούνι μας. Εμπαινε με το ένα πόδι μέσα, με το άλλο έξω, και ρωτούσε “έχουμε κανένα νέο;”, περιμένοντας από εμένα να του πω κανένα κουτσομπολιό. Τότε τον έβλεπε η Μαριλένα που ζωγράφιζε και του έλεγε “για έλα λίγο πιο μέσα”, και εκείνος πήγαινε και έβλεπε τον πίνακά της και έλεγε “άσ’ το αυτό εκεί που είναι”. Χωρίς εκείνη να του πει τίποτα, εκείνος αντιλαμβανόταν αμέσως πού είχε “κολλήσει”. Της έλεγε συχνά να αφοσιωθεί στη ζωγραφική, αλλά εκείνη αγαπούσε πολύ τη σκηνογραφία για να την αφήσει».

Μαγικός καμβάς η θεατρική σκηνή-3
Η Μαριλένα Αραβαντινού με τον βοηθό της, Τέλη Βασιλακόπουλο, αναζητώντας τοποθεσίες για το φιλμ «Ενας ήρως με παντούφλες», 1958. [Aκυκλοφόρητη φωτογραφία από το αρχείο Μαριλένας Αραβαντινου.]

Μας μεταφέρει και μνήμες από τα καλοκαίρια τους στην Αίγινα: «Είχαμε ραντεβού την Κυριακή το πρωί στο Αιάκειο», θυμάται, «με έναν φοβερό ήλιο αλλά με τη Μαριλένα και τον Μόραλη να μην παίρνουν είδηση, απορροφημένοι όπως ήταν επί ώρες μέσα στην κουβέντα και στα γέλια τους». Ο θάνατος του αδελφού της Μ. Αραβαντινού, Γιάγκου, το 1995, την έριξε σε κατάθλιψη. «Πηγαίναμε τα καλοκαίρια στην Αίγινα και έπαιρνε τα σύνεργα της ζωγραφικής αλλά ποτέ δεν ζωγράφιζε τίποτα».

Ανεξάντλητο ταλέντο

Σχεδιάστρια σκηνικών, κοστουμιών, εικονογράφος και ζωγράφος – το δημιουργικό εύρος της Μαριλένας Αραβαντινού ήταν ανεξάντλητο. Το συνειδητοποιούμε, μάλιστα, κοιτώντας το ακυκλοφόρητο φωτογραφικό υλικό από τη δουλειά της για τα σκηνικά της «Λίμνης των πόθων» του Γιώργου Ζερβού (1958), όπου κάνει φωτογραφικό ρεπεράζ, ζωγραφίζει με βάση τις φωτογραφίες και έπειτα δημιουργεί ρεαλιστικά σκηνικά. Οπως τονίζει ο Σπύρος Μοσχονάς, «είναι κι αυτή μια γλώσσα από την πλούσια δημιουργική της φαρέτρα, που αγνοούμε: εκείνη κατά την οποία η φωτογραφία γίνεται ζωγραφική, η ζωγραφική σκηνικό, και το σκηνικό, τελικά, γίνεται κινηματογράφος».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή