ΠΡΟΣΩΠΑ

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η στάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση είναι αντιφατική. Ακόμη και στις μέρες μας, τις ποδοπατημένες από την οργή, αλλά και το πάθος του καθενός, κάποιοι θεωρούν τη φύση κτήμα τους, κάποιοι άλλοι τροφοδότρα πηγή ζωής και οι λιγοστοί που αυτοαποκαλούνται ρομαντικοί την βλέπουν να συγχωνεύεται με τη γυναίκα του ονείρου, τη συλφίδα σε βάρος της οποίας ασελγούν ποικιλοτρόπως.

Αλλά, μήπως ο Ρουσσώ σε εποχές νωτισμένες με τον ιδρώτα των εργατών δεν τοποθετούσε μια τέτοια γυναίκα στα όνειρα του για να ικανοποιεί το πάθος του; Το ίδιο δεν έπραττε και ο Φάουστ, όταν καλούσε την Ελένη από τον Αδη; Μήπως δεν εχουμε διαβάσει για το πώς οι παλαιότεροι βιώναν τη φύση, για το πώς συμπεριφέρονταν στα συστατικά της στοιχεία, πώς μπροστά τους εμφανιζόταν μονίμως η Αρτεμις με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, ίσως και η Μέδουσα, το ίδιο επιθετική…

Ακούγεται όλο και πιο συχνά ότι η έλλειψη σεβασμού και ταπεινοφροσύνης του ανθρώπου κάνουν τη φύση να επαναστατεί και πότε φουριόζα, πότε αργοκίνητη να σχεδιάζει με προσοχή την εκδίκηση της.

Ισως κανείς από εκείνους που συγκεντρώνονται στις διασκέψεις κορυφής για το κλίμα – στο Κιότο, στο Αμστερνταμ, τώρα στη Βόννη, να μην έχει συνειδητοποιήσει πως ακόμη κι η φύση μπορεί να μοιάζει με μια τοιχογραφία που θρυμματίζεται, το ένα κομμάτι εδώ, το άλλο εκεί σε τέτοιο βαθμό που ο συγγραφέας, ο ποιητής, ο απλός εργάτης της γης να μην είναι σε θεση να ολοκληρώσει την περιγραφή της.

Οι πολιτικοί, πάντως, πασχίζουν να διατρανώσουν το ενδιαφέρον τους για όσα συνθέτουν την τοιχογραφία του έργου τους, ελπίζοντας ότι έστω και την τελευταία στιγμή κάτι θα γίνει και δεν θα θρυμματιστεί. Το ίδιο ευελπιστούν και οι μεγάλοι του κόσμου, οι εγκλωβισμένοι της Γένοβας. Αυτοί που δεν άκουσαν ποτέ τον Σεφέρη να τους μιλάει για τις πυγολαμπίδες, για το ακρογιάλι που περιμένει. Αλλά που προτιμούν να εμμένουν σε θεωρίες -κλισέ, σε λέξεις δυσνόητες και πονηρές, θολώνοντας όλο και περισσότερο ένα τοπίο, στη θέα του οποίου έχουν δικαίωμα όλοι οι άνθρωποι.

Ας είναι όμως. Τούτη η περίοδος, μια περιόδος υψηλού βαθμού δυσκολίας ακόμη και για τους καλοβολεμένους, έχει κάτι από τη δυσοσμία των τελευταίων χρόνων της ρωμαικής αυτοκρατορίας. Με τους συγκλητικούς και τις εταίρες από τη μία και το πλήθος από την άλλη, πότε σιωπηλό, πότε αλαλάζον να στριμώγνεται στις κερκίδες, λίγο πριν τα λιοντάρια κατασπαράξουν τη λεία τους. Για δες πως μίκρυνε το ανάστημα μας, πως τόσο εύκολα αποδεχτήκαμε το «οι μεν και οι δε». Αλλά ο Λουτσιάνο Κανφορά, καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι, θεωρεί ότι η pax romana εκείνης της εποχής δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν διαρκή πόλεμο και ο Καίσαρας ένας «δικτάτορας δημοκράτης», εμπνευστής μιας συνεχούς και αδιάκοπης γενοκτονίας.

Αλήθεια, μόνον ο Καλιγούλας λείπει στις μέρες μας, γιατί κατά τα λοιπά δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να τοποθετήσουμε ένα ενα τα κομμάτια του παζλ και να κάνουμε παιχνίδι.

Παιχνίδι φαίνεται να είναι και η αποικιοποίηση της κουλτούρας. Παιχνίδι των ηγετών τούτου του κόσμου φυσικά. Γράφει επ’ αυτού ο Τζέρεμι Ρίφκιν στον «Γκάρντιαν»: Πολλοί από τους διαδηλωτές της Γένοβας -νεόκοποι ακτιβιστές της κουλτούρας- είναι βέβαιοι ότι οι πολυεθνικές εταιρείες, όπως η Monsanto, AOL-Time, Warner, McDonald’s σχεδιάζουν να υποτάξουν τους λαούς καθυποτάσσοντας τις διαφορετικές κουλτούρες. Η ενίσχυση όμως και ο εμπλουτισμός με νέα στοιχεία, τοπικού και παραδοσιακού χαρακτήρα της ταυτότητας των λαών, δηλαδή η διαδικασία της ανάδειξης της πολιτιστικής αλλά και βιολογικής διαφορετικότητας δεν μπορεί παρά να είναι η απάντηση όλων αυτών που συνωστίζονται στις κερκίδες. Γι’ αυτό και – σημειώνει ο Τζέρεμι Ρίφκιν, γνωστός στην Ελλάδα μέσα από το βιβλίο του «Το τέλος της Εργασίας» ύστερα από την επικράτηση του εμπορίου και της κυβέρνησης στη διεθνή σκηνή, ένας τρίτος παίκτης αναζητεί ίσο ρόλο στο διεθνές παιχνίδι. Οργανισμοί που εκπροσωπούν διαφορετικά πολιτιστικά ενδιαφέροντα -περιβάλλον, διατήρηση των ειδών, αγροτική ζωή, υγεία, διατροφή, θρησκεία, ανθρώπινα δικαιώματα, οικογένεια, εθνική κληρονομιά, τέχνη- κτυπούν τις πόρτες του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, ευελπιστώντας να βρουν τον διάδρομο που θα τους οδηγήσει στη μεγάλη αίθουσα των συσκέψεων. Ολοι αυτοί, γράφει ο Ρίφκιν, εκπροσωπούν τη γέννηση ενός νέου κινηματος, που δεν ειναι παρά το αντίδοτο στην παγκοσμιοποίηση… Ας βρεθεί κάποιος να μου πει τί τέλος πάντων είναι αυτή η παγκοσμιοποίηση.

Για να είναι σεβαστός ο εξουσιαστής από τον εξουσιαζόμενο πρέπει να του ανταποδίδει στο ακέραιο τον σεβασμό που επιδιώκει να του εμπνέει, σημειώνει ο Αγγελος Σ. Βλάχος στα «Σταλάγματά» του. Κι αν αυτό το δίστιχο δεν συνοψίζει την αλήθεια της εποχής μας, την αλήθεια για τη φύση, για τους ηγέτες, για την παγκοσμιοποίηση, για τα νέα κινήματα που ξεφυτρώνουν γύρω μας, τότε τί άλλο θα μπορούσαμε να βρούμε;

Στον άνθρωπο αρέσει, όμως, να βυθίζεται σε προσδοκίες και να γεύεται μελίχρυσους καρπούς, γιατί μόνον έτσι, λέει, μπορεί να καταλαγιάσει τα πάθη του. Αυτή την άποψη υποστηρίζουν δύο αστέρια του καλλιτεχνικού κόσμου. Ενα παλιό κι ένα καινούργιο, που αν ερωτηθούν για όλα όσα προαναφέραμε, είναι βέβαιο ότι δεν θα πέσουν στο θηρευτικό διχτυ, αντιθέτως θα καταλήξουν σε βαδύγδουπες αναφορές για τα σχέδια τους. Το παλιό αστέρι είναι η Νικόλ Κίντμαν, η οποία νοιώθει μια χαρά χωρίς τον Τομ Κρουζ κι έχει την αίσθηση ότι ο ιδανικός άνδρας είναι έξω από την πόρτα της και την περιμένει υπομονετικά. Η Κίντμαν δηλώνει αθεράπευτα ρομαντική κι ανάθεμα αν κανείς μπορεί να πει τί στην ευχή είναι αυτός ο ρομαντισμός και οι ρομαντικοί του κόσμου.

Το δεύτερο ανερχόμενο αστέρι είναι η Λοάνα. Μια Γαλλίδα πρώην στριπτιζέζ, η ανέλπιστη νικήτρια του διάσημου Loft Story, του αντίστοιχου σίριαλ του Μεγάλου Αδελφού, στη Γαλλία, εκπρόσωπος αυτής της νέας τηλεοπτικής κουλτούρας που θέλουμε δεν θέλουμε ανεχόμαστε. Η Λοάνα, μια σέξι κοπέλα, η οποία εγκατέλειψε το σχολείο νωρίς, έκανε πλαστική στο στήθος για να έχει πέραση, δούλεψε σε στριπτιζάδικο για να βγάλει το ψωμί της, είναι η καινούργια αγαπημένη των Γάλλων. Οπου κι αν βρεθεί, όπου κι αν σταθεί, εκατοντάδες νέοι άνθρωποι (οι μεγαλύτεροι κάνουν απλώς μάτι) συνωστίζονται γύρω της για να την αγγίξουν.

Δεν ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση ότι τέτοια πρότυπα αποτελούν διεξόδους φυγής για όλους εμάς που δεν ανήκουμε στην τάξη των συγκλητικών και των εταίρων και με δυσκολία παρακολουθούμε τους διαπληκτισμούς των διανοουμένων για τον βιασμό της φύσης και με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία συμμεριζόμαστε την αγωνία των ομάδων που μάχονται για τη διατήρηση της διαφορετικότητας του ενός. Οι καιροί ου μενετοί, έλεγε ο Θουκυδίδης, αλλά ποιος τον ακούει πια…

Οταν ο Ντάρκο Ρούντεκ, κροατικής καταγωγής, εμφανίστηκε στο Βελιγράδι τα προηγούμενα Χριστούγεννα, υποδέχτηκε το ενθουσιώδες κοινό με ένα απλό «καιρό είχαμε να τα πούμε», κατευθείαν στα αγγλικά! Αν και δημοφιλής από τη δεκαετία του ’80, είχε να παίξει σε σερβικό έδαφος δέκα χρόνια. Ολο αυτό το διάστημα ήταν εγκατεστημένος στο Παρίσι. Το κοινό στις χριστουγεννιάτικες συναυλίες τον αποθέωσε, ανεβάζοντάς τον στη σκηνή ξανά και ξανά. Στο τέλος, ο Ρούντεκ κάλεσε το πλήθος να κρατήσει ενός λεπτού σιγή. Ηταν ένας φόρος τιμής στους νεκρούς δέκα ετών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή