Ενα παιδί μετράει τα κύματα

Ενα παιδί μετράει τα κύματα

5' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τι είναι αυτό;». «Αυτό είναι ένα βιβλίο». «Πού είναι το βιβλίο;». «Πάνω στο τραπέζι».

Ανυψωμένα δάκτυλα έδειχναν το βιβλίο εκμάθησης της αγγλικής πάνω στο γραφείο, ένα φθαρμένο μεταλλικό έπιπλο, στριμωγμένο δίπλα στην ξυλόσαμπα με τα μαύρα απειλητικά μπουριά. Με τέτοιες ερωτήσεις ξεκινούσε το μάθημα των αγγλικών στην πρώτη γυμνασίου, στο ελληνικό μειονοτικό γυμνάσιο του Εχίνου, για πράγματα που ήταν τριγύρω, μέσα στην τάξη ή φαίνονταν έξω από τα γυμνά παράθυρα.

«Πού είναι το βουνό;».

Εδώ και το βουνό, εδώ και το χωριό, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά. Το διδακτικό βιβλίο αγγλικής γλώσσας του υπουργείου ήταν γεμάτο άσχετες εικόνες: άγρια ζώα, αυτοκίνητα, ουρανοξύστες, οικιακές συσκευές που επεξηγούσαν τις αγγλικές λέξεις και φράσεις. Τα παιδιά μιλούσαν στο σπίτι τους πομακικά, ελληνικά μάθαιναν στο σχολείο. Η πομακική δεν είχε αλφάβητο, παρέμενε μια ρευστή προφορική γλώσσα. Η ερμηνεία μιας έννοιας ή λέξης στα ελληνικά δυσκόλευε γιατί παρέμενε κι αυτή μια άγνωστη γλώσσα –κι ας ήταν η επίσημη γλώσσα τους– και παρά τις προσπάθειες της δραστήριας φιλολόγου των Νέων Ελληνικών.

Το χωριό ήταν χτισμένο ψηλά στα βουνά της Ροδόπης, τριάντα χιλιόμετρα από την Ξάνθη. Στο ελληνικό γυμνάσιο είχαμε μόλις δεκαπέντε μαθητές, στο γειτονικό Ιεροδιδασκαλείο, με επίσημη γλώσσα την τουρκική, σπούδαζαν εκατόν τριάντα παιδιά. Ολα αγόρια.

«Πού είναι ο πατέρας σου;». «Στο χωράφι». «Πού είναι η μητέρα σου;». «Στο σπίτι».

Γύρισα στον μικρόσωμο Ερκάν. «Πού είναι ο πατέρας σου;».

Με κοίταζε θλιμμένα. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά μπλε, ένας συμμαθητής του πετάχτηκε να πει ότι ο πατέρας του Ερκάν δουλεύει στη Γερμανία. Πράγματι, στην επίδοση ελέγχων του πρώτου τριμήνου δεν ήρθε κανείς κηδεμόνας να παραλάβει τους βαθμούς του και τελικά τους πήρε ένας κοντινός συγγενής. Γυναίκα κηδεμόνας δεν τολμούσε να μπει στο γυμνάσιο.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε η «θάλασσα» στα αγγλικά. Στο άχαρο βιβλίο υπήρχε μια μικρή ασπρόμαυρη εικόνα μιας παραλίας.

«The sea, the sea!». Τα παιδιά επανέλαβαν τη λέξη, μπερδεύτηκαν με το «see» (βλέπω) αλλά θάλασσα δεν έβλεπαν, μόνον τη λέξη νερό («βόντα») γνώριζαν στη γλώσσα που μιλούσαν. Ο Ερκάν δυσκολευόταν περισσότερο από όλους. Στο επόμενο μάθημα έφερα μια πομπώδη διαφημιστική αφίσα του ΕΟΤ, ένα κυκλαδίτικο νησί. Δεκαετία του ογδόντα, μεθόρια της χώρας, δεν είχαμε διαθέσιμα οπτικοακουστικά μέσα, ειδικά σε ένα τέτοιο απομακρυσμένο χωριό όπου έφτανες μετά τρία σημεία ελέγχου.

Ενα παιδί μετράει τα κύματα-1

Πετάχτηκαν όλοι όρθιοι, το καταπράσινο νησί ερχόταν καταπάνω μας. Aστραφτε το μπλε, γη και ουρανός. Φωτ. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ

«Look at the sea» λέω του Ερκάν, όμως εκείνος κοίταζε έξω από το παράθυρο το ποτάμι που έκοβε το χωριό στα δύο. Δύο τσιμεντένιες γέφυρες το ένωναν ενώ άλλες, τοξωτές γέφυρες, είχαν χτιστεί στην αντίστροφη πορεία προς τις πηγές του. Οταν πλημμύριζε όμως –αλίμονο– έπνιγε τον τόπο με τα ορμητικά του νερά.

Οι περισσότεροι μαθητές δεν είχαν δει ποτέ τους τη θάλασσα. Γιατί ήταν παιδιά, γιατί η θάλασσα της Ξάνθης απείχε τριάντα χιλιόμετρα νότια, μια δύσκολη διαδρομή που κατέληγε στα Αβδηρα, στα Μάγγανα και στη Μάνδρα, γιατί τα καλοκαίρια δούλευαν με τους γονείς τους στα καπνά και σε άλλες ορεινές απασχολήσεις. Για ποια θάλασσα να τους μιλούσα; Για πιο Αιγαίο του Ποιητή να τους έλεγε και η ικανή φιλόλογος;

Οπότε, στο επόμενο μάθημα, χάρηκα όταν ο Ερκάν ψέλλισσε: «Where is the sea;».

Πώς να του εξηγούσα; Εδειξα προς την πόλη, στην κατηφοριά, χρησιμοποίησα απλές λέξεις. Αρα κάτι ήξερε για τη θάλασσα, αφού ο πατέρας του δούλευε στα ναυπηγεία του Αμβούργου, δίπλα στην ακρογιαλιά αλλά εν στάσει, πάνω στο κύμα αλλά αταξίδευτα. Αυτά θα τα μάθαινα καιρό μετά.

Ετσι, όταν ήρθε ο καιρός της ημερήσιας σχολικής εκδρομής, κανείς δεν σκέφτηκε κάποιον άλλον προορισμό παρά την πανέμορφη Θάσο. Βόλευε πολύ καθώς απέχει μιάμιση ώρα μέχρι το λιμάνι της Κεραμωτής και από εκεί μισή ώρα με το φέριμποτ. Οι μαθητές χοροπηδούσαν ευτυχισμένοι, όμως ο Ερκάν παρέμενε προβληματισμένος.

Στο γυμνάσιο πηγαίναμε με ναυλωμένο ταξί της Νομαρχίας και φυσικά περνούσαμε από τα σημεία ελέγχου που φύλαγαν οι φαντάροι και καταργήθηκαν τα επόμενα χρόνια. Να όμως που τώρα, τις ίδιες στροφές, τις κάναμε με εκδρομικό λεωφορείο κατεβαίνοντας τα ασφαλτοστρωμένα παλιά μονοπάτια. Διασχίσαμε την πόλη, βγήκαμε στην Εθνική Οδό προς Καβάλα μια διαδρομή πρωτόγνωρη για τα παιδιά, και ανοιχτήκαμε στον κάμπο. Οταν ξεπρόβαλε η γέφυρα του Νέστου οι μαθητές ξαφνιάστηκαν. Από ποτάμι χορτασμένο το μάτι τους όμως εδώ, τους εξήγησα, μετά τα τέμπη του Νέστου, το ποτάμι, («ρέκα» στα πομακικά), ενώνεται με τη θάλασσα στο Δέλτα του Νέστου. «Ρέκα, από το ρυάκι» αποφάνθηκε η επιρρεπής στην ετυμολογία φιλόλογος.

Η θάλασσα πουθενά ακόμη ενώ η Θάσος ξεπήδαγε σαν βουνό ριζωμένο στη καμπίσια γη. Στρίψαμε αριστερά προς την Κεραμωτή. Ο πύργος ελέγχου του καινούργιου αερολιμένα της Καβάλας ξεχώρισε στο βάθος. Ο Ερκάν κοίταζε προς κάθε κατεύθυνση, απέφευγε τα αστειάκια της παρέας, όσο περνούσε η ώρα τον έβλεπα και πιο σκεπτικό.

Στο λιμάνι της Κεραμωτής πετάχτηκαν όλοι όρθιοι, το καταπράσινο νησί ερχόταν καταπάνω μας. Αστραφτε το μπλε, γη και ουρανός.

«The sea, the sea!» ξεφώνησα, ανακαλώντας το ομώνυμo μυθιστόρημα της Αϊρις Μέρντοχ. «Deniz, denize bak!» κάποιος φώναξε στα τουρκικά να δούμε τη θάλασσα. Η φιλόλογος συνέτεινε στην κάθοδο των ορεσίβιων με τη ξενοφώνεια κραυγή: «Θάλαττα, θάλαττα!».

Στο μεταξύ, ενώ οι μαθητές έτρεχαν προς το φέριμποτ, ο Ερκάν στεκόταν καθηλωμένος δίπλα στο λεωφορείο, λες και φοβόταν να προχωρήσει προς στο πορθμείο.

«Ελα, πάμε» τον παρότρυνα. Με κοίταζε διστακτικά. Η φιλόλογος πλησίασε. Του δώσαμε το χέρι, νέα κοπέλα εκείνη, όμορφη, Ζωή την έλεγαν. Σαν ζευγάρι τον κρατήσαμε και τον μπάσαμε στο φέριμποτ λίγο πριν σηκωθεί ο καταπέλτης. Από το κατάστρωμα φαινόταν ο εύφορος κάμπος της Χρυσούπολης, το πυκνό πευκόδασος, οι δαντελωτές ακτές της βιοτοπικής ακτής, η μεγάλη αμμόγλωσσα που διείσδυε στο βόρειο Αιγαίο.

Ενα παιδί μετράει τα κύματα-2

Η φιλόλογος συνέτεινε στην κάθοδο των ορεσίβιων με την ξενοφώνεια κραυγή: «Θάλαττα, θάλαττα!». Φωτ. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ 

Διαυγής, δροσερή μέρα, μέσα Μαΐου ήταν. Είχαμε τον νου μας στα παιδιά, πράγματι τα περισσότερα ανέβαιναν για πρώτη φορά σε πλοίο και ο Ερκάν φαινόταν λιγότερο διστακτικός.

«Σου αρέσει;» τον ρώτησα ενώ οι γλάροι βουτούσαν τριγύρω μας ανταγωνιζόμενοι τα αφρισμένα κύματα. Ενιωθε διαφορετικά τώρα ο μικρός. Περήφανα σήκωσε το χέρι του δείχνοντας τα γλαροπούλια.

«Ο μπαμπάς μου» είπε. Αραγε εννοούσε ότι οι γλάροι πετούσαν προς εκείνον; Μάλλον λάθος κατεύθυνση διάλεξαν, ο πατέρας του ζούσε πίσω από τα θρακιώτικα κορφοβούνια, στον ευρωπαϊκό βορρά.

Σταδιακά ξέφυγε από την επίβλεψή μας και πλησίασε δειλά στην πλώρη. Εμεινε εκεί αρκετή ώρα διερευνώντας τον ορίζοντα και το πέλαγος και μετά θαρραλέα γύρισε και έτρεξε να ενωθεί με τα άλλα παιδιά.

Δέκα χρόνια αργότερα έγιναν κάποιες προσπάθειες να καταγραφεί η πομακική γλώσσα με τη χρήση του ελληνικού αλφάβητου. Στα λεξικά που εκδόθηκαν αλλά και σε αυτά που κυκλοφορούν διαδικτυακά, ανάμεσα στις καταχωρισμένες λέξεις δεν υπάρχει καμία πομακική λέξη για τη «θάλασσα».

* Ο κ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, «Το τραγούδι του πατέρα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή