Τι προτιμάτε; Καλές κριτικές ή μεγάλες πωλήσεις;

Τι προτιμάτε; Καλές κριτικές ή μεγάλες πωλήσεις;

4' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Της ΑΜΑΝΤΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ*

Αγόρασα προχθές ένα κλιματιστικό. Η πωλήτρια, διαβάζοντας το όνομά μου στο τιμολόγιο, αναφώνησε: «Πόσο σας ζηλεύω εσάς τους συγγραφείς. Ιδίως τώρα που οι αναγνώστες μπορούν να εκφράσουν την αγάπη τους στο φόρουμ σας». Ποια αγάπη και ποιο φόρουμ σκέφτηκα, αλλά προτίμησα να σωπάσω. Συνειδητοποίησα ότι η σχέση αναγνώστη και συγγραφέα εκφράζεται πλέον κυρίως με ανταλλαγές φιλοφρονήσεων σε κοινωνικά δίκτυα. Κι όχι με τη σιωπηλή συναίνεση που επιμένω να πιστεύω (και εδώ μιλώ ως αναγνώστρια, όχι ως συγγραφέας) πως χαρακτηρίζει αυτή την ιδιόμορφη σχέση.

Ποια είναι η βαθύτερη ανομολόγητη φιλοδοξία του ανθρώπου που γράφει; Θέλει να αρέσει στους λίγους ομοϊδεάτες (αν οι κριτικοί λογοτεχνίας είναι ομοϊδεάτες, αν μοιράζονται με τον συγγραφέα τη βασική εκλεκτική συγγένεια της απόλαυσης του κειμένου) ή να εκφράζει, γράφοντας, το κοινό αίσθημα; Πρόκειται για ερώτημα ψυχολογικής υφής που συγγενεύει με τα τεστ προσωπικότητας: σ’ ένα πάρτι προτιμάς να βρίσκεσαι στο κέντρο του ενδιαφέροντος ή να στέκεσαι σε μια γωνία και να κοιτάζεις όσους χορεύουν; Σ’ ένα βαθμό είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας. Κάποιοι δεν αντέχουν τα φώτα, την έκθεση. Κι άλλοι  ζουν  εξωστρεφώς  διψώντας για εξουσία. Είναι λοιπόν κι ερώτημα  βαθιά  πολιτικό:  εστέτ  ή  λαϊκός;

Στη λογοτεχνική κοινότητα ωστόσο, εδώ στη μικρή μας χώρα, το ερώτημα έχει αποκοπεί από τις συνδηλώσεις του και τείνει να εκφράσει μονομερώς άλλη μια επιδερμική νεοελληνική διχόνοια: ποιότητα εναντίον ποσότητας. Αν σε αγαπά η κριτική δεν αρέσεις στον κόσμο και αν αρέσεις στον κόσμο μάλλον απευθύνεσαι σε κάτι ευρύ άρα και ποταπό – είσαι πρώτο κόμμα, για να χρησιμοποιήσω το λεξιλόγιο της επικαιρότητας, καίγεσαι «μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», μέσα στην καβαφική συνάφεια.

Ονειρεύομαι βιβλία που διχάζουν ερμηνευτικά, που είναι αινιγματικά: αρέσουν στους αναγνώστες όχι επειδή ο συγγραφέας κατεβαίνει στις εκλογές ή γράφει κάθε μέρα στο φέισμπουκ, αλλά επειδή το κείμενο ξαφνιάζει και φέρνει μια αλλαγή παραδείγματος, όπως το έκανε ο Κάφκα ή η Βιρτζίνια Γουλφ ή ο Μούζιλ στον καιρό τους.

Σ’ έναν ιδανικό κόσμο –που τρέφεται από το αίνιγμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και όχι από την καταγγελία ή τη διακήρυξη στην οποία έχουμε εθιστεί– κριτικοί και αναγνώστες θα βρίσκουν στα κρυπτικά κείμενα έναν καθρέφτη πολλαπλών αντανακλάσεων, τη δική τους «εφεύρεση του Μορέλ». Κατά βάθος αυτή είναι η κοινή φαντασίωση των συγγραφέων ανά τους αιώνες. Να θέσουν ένα ερώτημα που θα αυξήσει τη συνενοχή της αναγνωστικής κοινότητας όχι με δαιμόνια κόλπα του μάρκετινγκ, αλλά με μια πρωτοφανή διατύπωση της υπαρξιακής ανησυχίας.

* Το τελευταίο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου είναι το μυθιστόρημα «Η γυναίκα του Θεού», εκδ. Καστανιώτη.

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ*

Η διαλεκτική «κριτική-πωλήσεις» περιλαμβάνει ερωτήματα που αφορούν τον συγγραφέα άμεσα, και μάλιστα με μια ιδιάζουσα ιεραρχία: αξιολογική (μερικά έχουν πρωτεύουσα σημασία ενώ άλλα όχι), χρονική (κάποια προκύπτουν αφότου άλλα απαντηθούν), και συνειδησιακή (κάποια απαντώνται ενσυνείδητα, ενώ κάποια άλλα έχουν ήδη απαντηθεί προτού γίνουν αντιληπτά).

Θεμελιωδώς, ο συγγραφέας αγνοεί τα διλήμματα. Η γραφή του ανταποκρίνεται σε μια φιλοδοξία αυτογνωσίας. Δεν γράφει, λοιπόν, «λέγοντας κάτι που ξέρει», γράφει περισσότερο με την επιθυμία να «κατανοήσει αυτό που αντιλαμβάνεται». Η γραφή του μοιάζει να μην περιλαμβάνει άλλη υποκειμενικότητα έξω από τη δική του. Στην αρχή υπάρχουν μόνο η γραφή, ο κόσμος, και όσα συλλογίζεσαι.

Κι, όμως, η αντίληψη του συγγραφέα για τη λογοτεχνία, για τον κόσμο και για τον δικό του ρόλο, δεν έχει –έστω εν μέρει– διαμορφωθεί από όσα έχει διακριβώσει η κριτική για τον τρόπο γραφής του και από την αποδοχή του έργου του; Εστω κι αν δεν θέλει να το παραδεχτεί, ο συγγραφέας βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τις αναγνώσεις. Και η πιο κρίσιμη στιγμή φτάνει όταν θα επιμεληθεί ο ίδιος το έργο του. Οταν θα γίνει ο ίδιος αναγνώστης. Τι θα μπορούσε, τότε, να επιδιώξει ο συγγραφέας;

Η λογική λέει ότι είναι ευκολότερο να ανταποκριθείς στον έναν, παρά στους πολλούς. Κι έτσι, αν ο συγγραφέας γνωρίζει τι είναι αυτό που του αναγνωρίζει η κριτική, ίσως να μπορούσε να το αναπαράγει. Εγραψαν ότι έχεις καλές περιγραφές; Περίγραψε ξανά. Εγραψαν ότι είσαι μεταμοντέρνος; Παίξε κι άλλα διακειμενικά παιχνίδια. Λένε ότι είσαι βαθύς; Βυθίσου περισσότερο. Το ίδιο, όμως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τη δημοφιλία. Πούλησε το ιστορικό σου μυθιστόρημα; Αλλαξε εποχή. Πούλησε το αυτοβιογραφικό σου εγχείρημα; Θυμήσου περισσότερα. Αγόρασαν την περιπλάνησή σου; Ταξίδεψε και αλλού.

Εντούτοις, ένας τέτοιος δρόμος δεν είναι ασφαλής. Επιδιώκοντας εκείνο που σε επιβραβεύει, ίσως ευστοχήσεις παροδικά, στο τέλος όμως θα αστοχήσεις. Η γραφή απαιτεί να σταθείς γερά στα πόδια σου ώστε να μπορείς να κοιτάξεις γύρω. Αν χάσεις αυτό το απαραίτητο σημείο στήριξης, η ματιά σου θολώνει.

Ας πούμε, όμως, κι αυτό: ένα από τα δύο είναι απαραίτητο. Ή, μάλλον, επιθυμητό. Αν δεν έχεις πωλήσεις, ας έχεις τουλάχιστον μερικές καλές κριτικές. Αν οι κριτικοί σε αγνοούν, ας επιβιώνουν τα βιβλία σου ερήμην τους. Αν έχεις και τα δύο, ας είναι ευπρόσδεκτα με τον τρόπο που θέλεις (γιατί και αυτό μπορεί να συμβαίνει, και είναι –ίσως– το πιο ανυπόφορο: να σε αναγνωρίζουν ως αυτό που απεχθάνεσαι).

Τελειώνοντας, το ζήτημα είναι μόνο ένα ερώτημα για την αντοχή. Για εκείνον που ζει με τις λέξεις, η αγωνία είναι να φτάσει όσο μακρύτερα μπορεί. Και κάτι ακόμα. Να μπορέσει να εντοπίσει έγκαιρα πότε έφτασε ο καιρός να σταματήσει.

* Το τελευταίο βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου είναι το οδοιπορικό «Το σώμα του Τιρθανκάρα – Οι συναντήσεις ενός ταξιδιού στην Ινδία», εκδ. Νεφέλη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή