Πιστεύω πως όλα τα παραμύθια του κόσμου συναντιούνται κάπου: οι ιστορίες τους διαδραματίζονται σε παρόμοιους τόπους, οι τόποι τους αποτελούν μέρος της ίδιας επικράτειας, οι ήρωές τους κατοικούν σε κοντινά σπίτια κι αν κάποιος τοποθετούσε το ένα βιβλίο δίπλα στο άλλο, ίσως τελικά να έφτιαχνε ένα χοντρό παιδικό βιβλίο.
Για παράδειγμα, είμαι σχεδόν σίγουρος πως ο μαθητευόμενος δράκος Ζογκ, η παρδαλή σκυλίτσα-λουκάνικο, ο οκτάχρονος Σιλάν και το μικρό φτερό γνωρίζονται, ακόμη κι αν ο Σιλάν έχει ξεκολλήσει από τη δύσκολη πραγματικότητα –ζώντας προσωρινά σ’ ένα πιο δίκαιο και φιλικό περιβάλλον– ο Ζογκ έχει έρθει από το βαθύ παρελθόν, τότε που υπήρχαν κάστρα και ιππότες, το σκυλί από ένα τόπο σκυλιών και το φτερό από μια ενδιάμεση χώρα: εκεί όπου το καθημερινό έχει ακόμα την ευελιξία (και την εξυπνάδα) να παραδίνεται άνευ όρων στο φανταστικό.
Στο «Κουτί του Σιλάν» της Αλκηστης Χαλικιά, με εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη, ο Σιλάν, το προσφυγόπουλο, έχει ένα μικρό μυστικό που το κρύβει σ’ ένα κατακόκκινο κουτί και δεν θέλει να το μοιραστεί με τους συμμαθητές του στο σχολείο. Παρ’ όλα αυτά ένα είδος αλληλεγγύης φτιάχνεται γύρω του σαν μια αγκαλιά που τον προστατεύει. Τη μέρα που επιστρέφει στην πατρίδα του –ο πόλεμος έχει μόλις τελειώσει και σ’ εκείνο το σημείο η ιστορία αναζητά μια γρήγορη λύση προκειμένου να επιβιώσει στα μάτια των παιδιών– το κουτί ανοίγει και μια έκπληξη περιμένει τους φίλους του.
Αντίστοιχα, στον «Ζογκ» της Τζούλια Ντόναλντσον, με εικόνες του Αλεξ Σέφλερ, ο Ζογκ είναι κι αυτός μαθητής, μα κακός. Κακός επειδή δεν μπορεί να πετάξει, κακός επειδή δεν μπορεί να βρυχηθεί, κακός επειδή δεν μπορεί να βγάλει φωτιά από το στόμα του ή να κυνηγήσει.
Στις άτσαλες προσπάθειές του, πάντα τραυματίζεται, όμως κάθε φορά εμφανίζεται ένα κορίτσι που το συνδράμει: πρόκειται βέβαια για ένα κορίτσι-πριγκίπισσα. Ετσι, η διαφορετικότητα επιβραβεύεται.
Αυτό συμβαίνει άλλωστε και με τη σκυλίτσα στο «Ξεχωρίζω και σφυρίζω» του Ρομπ Μπίντουλφ. Η σκυλίτσα-λουκάνικο δυσκολεύεται να συμμορφωθεί σε μια πόλη όπου όλοι ντύνονται και συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Μάλιστα, σε μία από τις πιο ασφυκτικές εικόνες του βιβλίου, τα σκυλιά μοιάζουν με υπαλλήλους τραπέζης που πηγαίνουν σαν υπνωτισμένοι στην πρωινή δουλειά τους. Ακόμη και η ορχήστρα εγχόρδων είναι γκρίζα και απαράλλαχτη, θυμίζοντας περισσότερο κουρασμένους ξυλοκόπους που κουβαλάνε κούτσουρα στους ώμους τους παρά με βιολιστές. Επειτα από μια μικρή περιπλάνηση, στην προσπάθειά της ν’ ανακουφίσει τη μοναξιά της, η σκυλίτσα ανακαλύπτει την αξία της διαφορετικότητας. «Είναι τελικά απλό: το να ’μαι ο εαυτός μου είναι συναρπαστικό», συμπεραίνει. Αν και για να είμαι ειλικρινής δεν μου φαίνεται τόσο απλό.
Ταξίδι και διαφορετικότητα φαίνεται πως συνοψίζονται μ’ ευθύτητα στο «Φτεράκι» της Βάσιας Παρασκευοπούλου και σχέδια της Πέρσας Ζαχαριά. Ενα μικρό φτερό ξεκολλάει από κάποιο πουλί και κάνει αυτό που δεν μπορεί να κάνει ένα πουλί με τα υπόλοιπα φτερά του, γιατί το συγκεκριμένο φτερό έχει τη δύναμη να βρεθεί σε τόπους όπου το πουλί δεν μπορεί να βρεθεί: πάνω από τον νόμο (τροχονόμος), πάνω από τον κομφορμισμό (κύριος ψηλομύτης), πάνω από τις ζώνες της καθημερινότητας (μπουγάδα), πάνω από τις ηλικίες (παιδί, γριά), πάνω από την ανοιχτωσιά (θάλασσα) και τον εγκλεισμό (υποβρύχιο), πάνω από την παλαιολιθική εποχή (δεινόσαυρος) και το μέλλον (αστροναύτης), πάνω από όλες τις κλιματολογικές συνθήκες (ελέφαντες, πιγκουίνοι), πάνω από τις κρυφές επιθυμίες (ιπτάμενη βαλίτσα), τις οποίες όμως κανείς δεν πραγματοποιεί, επειδή κανείς δεν μπορεί να τις ονειρευτεί μ’ ένταση. Και το πέταγμα του φτερού είναι σαν μια επιθυμία που δυσκολεύεται να ειπωθεί, ν’ αποκτήσει κόκαλα και να υπάρξει.
Σε μια στιγμή ονειροπόλησης, φαντάζομαι πως το φτεράκι περνά από τα μέρη που ζουν οι δράκοι κι αφού κάνει το δρακάκι Ζογκ να φτερνιστεί, περνά από τους δρόμους που σέρνεται η σκυλίτσα και χώνεται μέσα στο κουτί του Σιλάν. Κι εκεί το ταξίδι σταματάει.