Έχει τελειώσει η εποχή που πηγαίναμε σινεμά;

Έχει τελειώσει η εποχή που πηγαίναμε σινεμά;

Τρεις σινεφίλ και ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης ψάχνουν απαντήσεις σε ένα θολό κινηματογραφικό τοπίο

12' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο ντοκιμαντέρ «Cinemania» του 2002, η κάμερα ακολουθεί τη ζωή πέντε ακραίων σινεφίλ στη Νέα Υόρκη. Δεν εννοούμε ανθρώπους που επισκέπτονται τις αίθουσες μερικές φορές την εβδομάδα, αλλά τακτικούς θαμώνες της σκοτεινής αίθουσας που βλέπουν μέχρι και τρεις και τέσσερις ταινίες την ημέρα στη μεγάλη οθόνη, μελετώντας προσεκτικά το πρόγραμμα προβολής όλων των κινηματογράφων στη γεωγραφική ακτίνα τους, ώστε να συνδυάσουν όσο το δυνατόν περισσότερες ταινίες σε μία ημέρα. 

Παρ’ ότι εμμονική, μια τόσο πιστή αφοσίωση στην εμπειρία του σινεμά μοιάζει όλο και πιο σπάνια και μακρινή. Οι streaming συνδρομές στην τηλεόρασή μας πολλαπλασιάζονται και πλέον, βλέπουμε ταινίες κυρίως με όρους βίντεο κλαμπ: κάνουμε μια «βόλτα» στις πλατφόρμες, διαλέγουμε κάτι, το pause μας βοηθάει να το σπάσουμε σε όσα κομμάτια θέλουμε κι αν δεν μας κάνει, ε, θα πάμε στο επόμενο. Η ταινία, έτσι, δεν είναι κάτι που υποβάλλει τον θεατή αλλά αντιθέτως, ο θεατής επιβάλλει τους όρους του πάνω της. 

Οι αίθουσες δεν δείχνουν να περνούν και τις καλύτερες ημέρες τους. Παρά κάποιες blockbuster φωτεινές εξαιρέσεις, όπως ήταν πέρυσι το «Top Gun: Maverick» αλλά και πιο πρόσφατα το «Avatar: The Way of Water», είναι κοινή παραδοχή ότι τα σινεμά ασθμαίνουν. Μιλώντας για την Αθήνα, οι συνοικιακοί κινηματογράφοι είναι σχεδόν μετρημένοι στα δάχτυλα. Για παράδειγμα, στην Καλλιθέα, που έχει υπάρξει μία από τις συνοικίες με τις περισσότερες αίθουσες, έχουν λειτουργήσει ανά τα χρόνια 38 κινηματογράφοι. Αυτή τη στιγμή η περιοχή απαριθμεί δύο χειμερινά σινεμά, εκ των οποίων το ένα είναι ο Δημοτικός Κινηματογράφος της. 

Μην ξεχνάμε, όμως, και το «θρίλερ» που έζησαν πρόσφατα το Άστορ, το Ιντεάλ και το Αελλώ. Το μέλλον των εμβληματικών κινηματογράφων του κέντρου απειλήθηκε, με την προ μηνών προκήρυξη διαγωνισμών για την αξιοποίηση των κτιρίων όπου στεγάζονται -στη συνέχεια ο e-ΕΦΚΑ στον οποίο ανήκουν καθησύχασε πως δεν αλλάζει κάτι για την ώρα για τις εν λόγω αίθουσες. Σημειωτέον, πρόκειται για τις τρεις από τις εννέα συνολικά αίθουσες που υπάρχουν στο κέντρο της Αθήνας. 

Τα μεγάλα ερωτήματα, λοιπόν, συνεχίζουν να πλανώνται στον αέρα: ποιο είναι το μέλλον των αιθουσών; Και τελικά, έχει τελειώσει η εποχή που πηγαίνουμε σινεμά; 

Έχει τελειώσει η εποχή που πηγαίναμε σινεμά;-1
Αυτές οι αίθουσες πότε θα γεμίσουν; Εικονογράφηση: Lukia Katti 

Για τον Κοσμά Ιωαννίδη-Λεμονίδη η απάντηση στο τελευταίο είναι ένα ηχηρό «όχι». Όσοι κυκλοφορείτε στα σινεμά της πόλης αλλά και σε δημοφιλείς κινηματογραφικές ομάδες στο Facebook, σίγουρα τον έχετε πετύχει να παρακολουθεί με αφοσίωση και να παθιάζεται γράφοντας για κάποια ταινία. 

Γι’ αυτόν ισχύει αυτό που λέμε «αναπνέει» σινεμά. Επισκέπτεται τον κινηματογράφο τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα, μιας και από όταν θυμάται τον εαυτό του, «χάνεται» μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Μόνη και αναγκαστική εξαίρεση υπήρξε η περίοδος του lockdown. Γενικότερα, πάντως, η πανδημία θεωρήθηκε ως πλήγμα (και) για τους κινηματογράφους. 

Βέβαια, ο Κοσμάς Ιωαννίδης-Λεμονίδης δεν τη θεωρεί τόσο επιζήμια για τις αίθουσες, όσο το streaming, κάτι στο οποίο θα έρθει να συμφωνήσει και ο Χρήστος Κουμαραδιός, επίσης «ταγμένος» στην έβδομη τέχνη. Είναι κι αυτό το φαινόμενο που βλέπουμε όλο και συχνότερα με ταινίες που βγαίνουν για μία ή δύο εβδομάδες στις αίθουσες για να καταλήξουν πολύ γρήγορα σε μια πλατφόρμα streaming. Κάτι που ο δεύτερος θεωρεί «εγκληματικό», φέρνοντας ένα πρόσφατο παράδειγμα: «Μια τέτοια ταινία που είδα πριν λίγο καιρό ήταν ο “Λευκός Θόρυβος” του Νόα Μπάουμπαχ, μια από τις ταινίες της χρονιάς για μένα, που είναι κρίμα να την περιορίσει κανείς στις λιγοστές ίντσες της τηλεόρασης ή του λαπ τοπ». 

Πράγματι, υπάρχει μία αίσθηση επανάπαυσης όταν κάποιος ξέρει ότι θα μπορεί να δει μία ταινία σε λίγες μέρες από την «ανέξοδη» άνεση του καναπέ του. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος θέλει να παρακολουθήσει όντως στη μεγάλη οθόνη μια τέτοια ταινία, συχνά η διανομή τους στις αίθουσες είναι περιορισμένη. Για να επιστρέψουμε στον «Λευκό Θόρυβο», η ταινία προβλήθηκε την πρώτη εβδομάδα σε μόνο δύο κινηματογράφους στην Αθήνα, ενώ τη δεύτερη εβδομάδα υπήρχε μόλις μία προβολή σε ένα σινεμά, πριν το φιλμ βρει τον δρόμο του στο Netflix. 

Κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί αρκετά περιοριστικό για κάποιον που έχει τη διάθεση να δει μια ταινία στον «φυσικό χώρο» της μεν, αλλά που πιο πρακτικοί λόγοι στέκονται εμπόδιο. Η Δανάη Αντωνίου αγαπάει πολύ το σινεμά, ως φοιτήτρια πήγαινε συνεχώς σε προβολές, αλλά πλέον τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά: «Ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη που παρακολουθώ σταθερά κι ακόμα κι αν δεν πηγαίνω τόσο συχνά όσο κάποτε στο σινεμά, υπάρχουν ταινίες που θέλω να βλέπω άμεσα όταν βγαίνουν. Αλλά δεδομένου ότι ξυπνάω και εργάζομαι πολύ νωρίς καθώς και ότι δεν έχω την ευκολία του δικού μου μέσου μεταφοράς, με βολεύουν πολύ οι νωρίς προβολές, στις οποίες μπορώ να πάω κατευθείαν μετά τη δουλειά. Όταν μια ταινία που με ενδιαφέρει προβάλλεται μόνο στις 21:00 ή 22:00 (ώρα που ήδη οι αντοχές μου είναι πεσμένες), στην καλύτερη σε κάποιο σινεμά του κέντρου, στη χειρότερη σε κάποια συνοικία αρκετά μακριά μου, τα πράγματα δυστυχώς γίνονται πιο δύσκολα, γιατί, κακά τα ψέματα, όσο μεγαλώνουμε, μας αρέσει τα πράγματα να είναι πιο “βολικά”». Κι έτσι, έχει καταλήξει να βλέπει πολλές ταινίες απευθείας σε streaming. 

Ζούμε, επίσης, και σε μια περίοδο που το εισιτήριο μιας προβολής κοστίζει πάνω-κάτω όσο η μηνιαία συνδρομή σε μια πλατφόρμα streaming. Δεν είναι κάτι που δεν έχει σκεφτεί σε στιγμές ο Χρήστος Κουμαραδιός, που πιστεύει πως το εισιτήριο θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι λίγο φθηνότερο για να πηγαίνει περισσότερος κόσμος στο σινεμά πιο εύκολα. Ωστόσο, όταν μπαίνει στη λογική αυτής της σύγκρισης, γρήγορα καταλήγει στο ότι δεν έχει νόημα, μιας και δεν θα δεις ποτέ με τον ίδιο τρόπο μια ταινία «μόνο με κάνα δυο φίλους σου στο κινητό». Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για ταινίες που έχουν να προσφέρουν και οπτικοακουστικό θέαμα, όπως το «Avatar: The Way of Water», που η θέαση σε 3D προβολή του φάνηκε μια εμπειρία «μαγική». 

Για τον Κοσμά Ιωαννίδη-Λεμονίδη πάλι, «η τιμή πρέπει να είναι πάντα ανάλογη της ποιότητας της εμπειρίας», η οποία εμπειρία μπορεί να αναβαθμιστεί με πολλούς τρόπους. Όπως μέσα από την προσεγμένη επιλογή των ταινιών που προβάλλονται αλλά και με τη βελτίωση των προδιαγραφών μιας αίθουσας με οποιονδήποτε τρόπο, από μια ανακαίνιση μέχρι ένα νέο σύστημα ήχου ή αλλαγή οθόνης.

Οπότε, αυτό που έχει να προσφέρει η αίθουσα, είναι η ίδια η εμπειρία, όπως έρχεται να επιβεβαιώσει και ο Γιωργος Γούσης, ο σκηνοθέτης που με τα «Μαγνητικά Πεδία» και την επιτυχία τους κατάφερε να γίνει η εξαίρεση στην «άγονη» περίοδο που διανύουν τα σινεμά: «Ακριβώς επειδή πλέον η δυνατότητα να δεις μια ταινία είναι κάτι που κοστίζει ελάχιστα και μπορεις να το βρεις στο σπίτι σου, ο λόγος για να πας σε μια αίθουσα δεν είναι μόνο η ταινία, δηλαδή το προϊόν που σου προσφέρεται, αλλά και η ίδια η πράξη, η βόλτα και η εμπειρία της ομαδικής θέασης, η παρέα και το ποτό μετά». Όπως καταλήγει, βρισκόμαστε «στην εποχή που το σινεμά είναι πράξη κοινωνικοποίησης και όχι πράξη ανάγκης».

Έχει τελειώσει η εποχή που πηγαίναμε σινεμά;-2

Για να έχουμε μια ενδεικτική μεν, πιο σφαιρική εικόνα δε, του αν και πόσο ο κόσμος πηγαίνει σινεμά, κάναμε μία μίνι έρευνα στο Instagram της Καθημερινής, ρωτώντας «Πόσες φορές τον μήνα πηγαίνετε σινεμά;». Από τους 66 χρήστες που απάντησαν, οι 19, δηλαδή το 28.79% των συμμετεχόντων, είπαν πως δεν πηγαίνουν ούτε μία φορά, ενώ οι 24 από αυτούς (36.36%) επιλέγουν να πάνε σε κάποια αίθουσα το πολύ μία φορά τον μήνα. Αυτοί που βλέπουν ταινία στη μεγάλη οθόνη κάθε μία ή δύο εβδομάδες, δηλαδή από 2 έως 5 φορές τον μήνα, ήταν συνολικά 20 (30.31%), ενώ μόνο ένας χρήστης δήλωσε πως επιλέγει τον κινηματογράφο περισσότερες από 5 φορές μέσα σε έναν μήνα. (Κάποιος απάντησε πως πηγαίνει «Λίγες φορές λόγω κόστους» και κάποιος πρότεινε να κάνουμε την ίδια ερώτηση αλλά για όλο τον χρόνο.) 

Σχεδόν, λοιπόν, το ⅓ των συμμετεχόντων υποστηρίζει πως δεν πηγαίνει καθόλου στο σινεμά. Το αποτέλεσμα φαντάζει ακόμα πιο απογοητευτικό αν σκεφτούμε πως στο ερώτημα που θέσαμε απάντησαν μόνο 66 άτομα από τα σχεδόν 50 χιλιάδες που ακολουθούν τον λογαριασμό της Καθημερινής και η λογική λέει πως αυτά έχουν ήδη ένα πιο ειδικό ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο.

«Ενώ οι “σινεφίλ” ξημεροβραδιάζονται στο Letterboxd και χύνουν τόνους “μελάνι” στα social media για το πόσο φοβερό ήταν το “Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό” που είδαν στο Cinobo, όταν προβάλλεται η ταινία δεν πάνε τελικά να τη δουν.»

Ζητώντας από τους δύο σταθερούς θαμώνες των αιθουσών που συμμετέχουν σε αυτό το ρεπορτάζ να μου πουν, εντελώς εμπειρικά, ποιες κινηματογραφικές «φυλές» παρατηρούν να είναι πιο πιστές ως προς την προσέλευσή τους στις αίθουσες, ο Κοσμάς Ιωαννίδης-Λεμονίδης ξεχωρίζει τις οικογένειες που επιλέγουν τις παιδικές ταινίες. Εξάλλου, το «Minions 2: Η Άνοδος του Γκρου», με 339.390 εισιτήρια, ήταν η πιο εμπορική ταινία στις ελληνικές αίθουσες για το 2022. Ο Χρήστος Κουμαραδιός θα πει τους «μουλτιπλεξάδες», γιατί «είναι σχεδόν βέβαιο ότι με το που θα βγει η επόμενη ταινία της Marvel, ας πούμε, θα πανε να τη δουν».

Παραδόξως, κανείς τους δεν αναφέρθηκε σε αυτούς που λέμε «σινεφίλ», που υποτίθεται πως είναι το «σκληροπυρηνικό» κινηματογραφικό κοινό που επισκέπτεται τις αίθουσες. Όπως σχολιάζει και ο Χρήστος Κουμαραδιός, «Ενώ ξημεροβραδιάζονται στο Letterboxd και χύνουν τόνους “μελάνι” στα social media για το πόσο φοβερό ήταν το “Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό” που είδαν στο Cinobo, όταν προβάλλεται η ταινία δεν πάνε τελικά να τη δουν. Κι ενώ υποτίθεται πως ζούμε σε μια μετα-Covid αναβίωση της σινεφιλίας, στην πραγματικότητα έχουμε να κανουμε με σινεφίλ που δεν πηγαίνουν στον κινηματογράφο». 

Υπάρχουν, όμως, και τα θερινά, που είναι ένα ολόκληρο άλλο κεφάλαιο. Ο Χρήστος Κουμαραδιός τα έχει ζήσει και από «την άλλη πλευρά», μιας και την περασμένη θερινή σεζόν εργάστηκε στο ταμείο του Βοξ. Για να γυρίσουμε πάλι στο ζήτημα της εμπειρίας, στους θερινούς κινηματογράφους πολλές φορές το συνολικό βίωμα μπορεί και να προηγείται της θέασης. 

Όπως θυμάται ο Χρήστος Κουμαραδιός, πολλοί πήγαιναν στο θερινό όχι απαραίτητα για να δουν μια ταινία, «κάποιοι δεν κοιτούν καν τι παίζει, περνάνε απ’ έξω και λένε, δεν πάμε να τη δούμε; Και μπαίνουν επί τόπου, αντί να πάνε για φαγητό ή ποτό». Είναι συνήθως κλασικές αμερικανικές ή ευρωπαϊκές ταινίες που τραβούν το κοινό σε αυτές τις αίθουσες και πολύ συχνά, τις επιλέγουν και τουρίστες, που μπαίνουν να δουν κάτι, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα. Ενδεικτικό, άλλωστε, πως το περασμένο καλοκαίρι στο Βοξ, οι πιο «μοσχοπουλημένες» ταινίες ήταν το «Blow Up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι και το «Paris, Texas» του Βιμ Βέντερς. Να σημειώσουμε εδώ, πως ενώ 47 θερινές αίθουσες του λεκανοπεδίου κηρύχθηκαν διατηρητέες, με υπουργική απόφαση του 1997, δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη για τις χειμερινές αίθουσες, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Τα «Μαγνητικά Πεδία» του Γιώργου Γούση ήταν μία ταινία που θριάμβευσε στα θερινά, πριν το no budget κινηματογραφικό ντεμπούτο του δημιουργού γίνει διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Cinobo. Όπως λέει ο ίδιος ο Γούσης, η «προσέλευση» σε αίθουσες και streaming ήταν περίπου ίδια, γύρω στους 10.000 ανθρώπους είδαν την ταινία του στο κάθε μέσο. Κάτι που ο σκηνοθέτης δεν θεωρεί απαραίτητα κακό. Αντιθέτως, βρίσκει «ευτυχές το να μπορεί μια ταινία να συνεχίσει να υπάρχει διαθέσιμη για το κοινό μετά τη διαδρομή της στις αίθουσες και ειδικά όταν μπορεί να τη δει κόσμος που δεν μένει στα αστικά κέντρα ώστε να έχει πρόσβαση στα σινεμά».

Η επιτυχία της πρώτης του ταινίας πιστεύει πως ήταν κι αυτή που επέτρεψε στη δεύτερη, τον «Χειροπαλαιστή», που ανήκει στο όχι τόσο δημοφιλές στο εγχώριο κοινό είδος του ντοκιμαντέρ, να προβάλλεται αυτή τη στιγμή για πέμπτη εβδομάδα στις αίθουσες, υπό άλλες συνθήκες ο σκηνοθέτης θεωρεί πως ίσως να μην είχε πάρει καν διανομή. Κι αυτός με τη σειρά του, πάντως, δεν μπορεί να συγκρίνει εμπορικά τις δύο αυτές ταινίες, μιας και το γεγονός πως η μία βγήκε στις κλειστές και η άλλη στις θερινές αίθουσες, αυτόματα κάνει άτοπη την όποια σύγκριση. 

«Είναι σαν η αίθουσα και η πλατφόρμα να πουλάνε το ίδιο φαγητο: στο ένα πρέπει να πας στο εστιατόριο τώρα και να ζήσεις την εμπειρία, στο άλλο θα σου έρθει σπίτι σου σε ένα μήνα, σε χάρτινο κουτάκι, 10 φορες πιο φτηνο.»

Παρά τις καλές πτυχές του streaming, ο Γούσης δεν παραβλέπει το γεγονός πως η συνύπαρξη των δύο σίγουρα πλήττει τελικά τις αίθουσες, μιας και «το κοινό επαναπαύεται και δεν πάει στην αίθουσα, επειδή γνωρίζει πως το ίδιο προϊόν θα του προσφερθεί στο σπίτι του μετα από λίγο καιρο, σχεδον τσαμπα. Είναι σαν η αίθουσα και η πλατφόρμα να πουλάνε το ίδιο φαγητο: στο ένα πρέπει να πας στο εστιατόριο τώρα και να ζήσεις την εμπειρία, στο άλλο θα σου έρθει σπίτι σου σε ένα μήνα, σε χάρτινο κουτάκι, δέκα φορες πιο φτηνο». Κι όπως συμπληρώνει και ο Χρήστος Κουμαραδιός, «Δεν είπαμε να μην τρώμε και στο σπίτι, αλλά κάποιος που αγαπάει πραγματικά το φαγητό θα πρέπει πού και πού να βάζει και το χέρι στην τσέπη για να το απολαύσει στον υπέρτατο βαθμό. Αλλιώς δεν ενδιαφέρεται να απολαύσει φαγητό, θέλει απλά να σταματήσει να πεινάει».

Η κριτική, βέβαια, μέσα σε αυτή την κρίση που περνάει το σινεμά, συνεχίζει αδιάκοπα κάθε εβδομάδα να βλέπει, να αναλύει και να βαθμολογεί με τα περίφημα αστεράκια κάθε νέα κυκλοφορία της μεγάλης οθόνης. Σε μια εποχή που οι γνώμες βρίσκονται παντού, αναπόφευκτα η «επίσημη» κριτική δεν έχει τη δύναμη «να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις», όπως έκανε κάποτε. Παρ’ όλα αυτά, για τον Χρήστο Κουμαραδιό, οι κριτικοί φέρουν ένα μερίδιο αρνητικής ευθύνης για τη χαμηλή προσέλευση στις αίθουσες μιας και «συχνά σπρώχνουν το κοινό μόνο προς “δύσκολες”, “εγκεφαλικές”, όχι και τόσο διασκεδαστικές ταινίες που είτε δεν αφορούν ένα μεγάλο μέρος του κοινού, είτε το απογοητεύουν, με αποτέλεσμα να μη θελήσει να ξαναμπει σε μια αίθουσα». Υπάρχει άλλωστε το στερεότυπο πως σινεφίλ είναι αυτός που βλέπει μόνο μη εμπορικό κινηματογράφο και άρα απέχει από την ψυχαγωγία κι είναι αυτό το στερεότυπο που έχει «λερώσει» τον όρο, προσθέτοντας σε αυτόν γενναίες δόσεις σνομπισμού.

«Το γεγονός ότι ταινίες που προσέφεραν μια διασκέδαση που είχαμε καιρό να δούμε, ίσως παλιομοδίτικη για κάποιους, αλλά αληθινή πέρα για πέρα, έκαναν επιτυχία σε εισιτήρια λες και δεν υπήρχε η πανδημία (“Top Gun : Maverick”, “Avatar : The Way of Water”) δείχνει για μένα ακριβώς τι ζητάει ο κόσμος να δει στο σινεμά. Να ζήσει μια εμπειρία» θα πει από την πλευρά του ο Κοσμάς Ιωαννίδης-Λεμονίδης.

Τελικά, με όλα αυτά τα δεδομένα, θα ξαναδούμε μια μέρα σταθερά γεμάτες αίθουσες; «Για να συμβεί, θα πρέπει να έχει αλλάξει κάτι ριζικά όχι στον κινηματογράφο, στους ανθρώπους τους ίδιους», θα πει ο Χρήστος Κουμαραδιός, πιάνοντας το νήμα από λίγο πιο μακριά και συμπληρώνοντας πως «Ζούμε σε μια κοινωνία που γίνεται ολοένα και πιο εγωκεντρική και ατομικιστική και άνθρωποι που υποτίθεται ότι πρεσβεύουν προοδευτικές ιδέες περί ενότητας και μαζικής εναντίωσης στο κατεστημένο, εν τέλει δρουν κι οι ίδιοι εντελώς ως μονάδες, αυτιστικά. Κι αντί να προτιμήσουν τη διονυσιακή κατάσταση της συνεύρεσης της αίθουσας, τελικά καταλήγουν στην λογική του “έτοιμου” στο σπίτι».

Στο μεταξύ, η τελετουργία θα παραμένει αναντικατάστατη. «Δεν θα πω ποτέ πως είδα μια φοβερή ταινία στον καναπέ του σπιτιού μου. Θα πω πως είδα την τάδε ταινία που μου έκανε φοβερή εντύπωση στο τάδε σινεμά. Είναι πάνω απ’όλα κάτι που βιώνεται συλλογικά το σινεμά αλλά αποκωδικοποιείται ατομικά. Το να γελάμε ή να κλαίμε όλοι μαζί ενώ βλέπουμε μια σκηνή, ο καθένας για τους δικούς του λόγους» θα υποστηρίξει και ο Κοσμάς Ιωαννίδης-Λεμονίδης, πιστεύοντας πως όσο υπάρχει η ανάγκη για το βίωμα της εμπειρίας, οι αίθουσες δεν θα πεθάνουν

Κι είναι οι μικρές «νίκες» σαν την παρακάτω, αυτές που αναζωπυρώνουν ελαφρώς την ελπίδα, ένα βήμα τη φορά:

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή