Οι Νύχτες Πρεμιέρας, λίγο πριν τα 30 – «Το φεστιβάλ είναι η ζωή μας»
οι-νύχτες-πρεμιέρας-λίγο-πριν-τα-30-το-562657057

Οι Νύχτες Πρεμιέρας, λίγο πριν τα 30 – «Το φεστιβάλ είναι η ζωή μας»

Οι άνθρωποι του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας ξετυλίγουν το κουβάρι της ιστορίας του θεσμού που ζωντανεύει κάθε Σεπτέμβρη στην πόλη εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες

Φωτογραφία: Ιωάννης Στεφανίδης/AIFF 2023
Ακούστε το άρθρο

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 μια ανήσυχη ομάδα που ως τότε συναντιόταν μόνο στις σελίδες του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, αποφάσισε να δώσει τα χέρια και να συναντηθεί με το κοινό της Αθήνας και μέσα από τη σκοτεινή αίθουσα. Και τότε γεννήθηκαν οι Νύχτες Πρεμιέρας ή πιο επίσημα, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, που έχει μετατρέψει τον Σεπτέμβρη στον μήνα που περιμένουν περισσότερο από κάθε άλλο οι σινεφίλ της πόλης.

Αυτή είναι η ιστορία του μέσα από τους ίδιους τους ανθρώπους του. 

Οταν το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ κατέλαβε τις αίθουσες

Οι Νύχτες Πρεμιέρας γεννήθηκαν και περπάτησαν χέρι-χέρι με το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, από τις ανήσυχες τάξεις του οποίου στις αρχές του 1995 ο τότε διευθυντής του Γιώργος Τζιώτζιος έβαλε μπρος την ιδέα ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ. 

Οι Νύχτες Πρεμιέρας, λίγο πριν τα 30 – «Το φεστιβάλ είναι η ζωή μας»-1
Το Αττικόν, μία από τις αίθουσες που συνδέθηκε ιδιαίτερα με τις πρώτες διοργανώσεις του φεστιβάλ. Φωτ.: Αρχείο AIFF

Χρήστος Μήτσης: Το 1989 βγήκε το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, με τον Γιώργο Τζιώτζιο ως διευθυντή και εμένα ως αρχισυντάκτη. Το 1995 έπεσε η ιδέα σε μια συζήτηση που είχα με τον Γιώργο να αρχίσει ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ στην Αθήνα. Τότε γινόταν μόνο το Φεστιβάλ Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου που διοργάνωνε ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης και η εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Ψάχναμε κάτι μοντέρνο, που να μην είναι μόνο ευρωπαϊκό και είπαμε να το κάνουμε. 

Λουκάς Κατσίκας: Μια χρονιά αργότερα, το 1996, ξεκίνησα να δουλεύω στο περιοδικό. Είχε μια μικρή ομάδα τότε, μέρος της οποίας δούλευε και στο φεστιβάλ. Την πρώτη μου χρονιά ήμουν βοηθός στο γραφείο Τύπου, στέλναμε ακόμη φαξ και τέλεξ και μιλούσαμε στο τηλέφωνο με το εξωτερικό. Σιγά-σιγά μπήκα στον προγραμματισμό, ήμουν για χρόνια σύμβουλος προγράμματος, έγραφα κείμενα, επιμελήθηκα αφιερώματα και από το 2016 είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. 

ΧΜ: Καθώς προχωρούσε η προετοιμασία για το πρώτο φεστιβάλ, μου είπε ο Γιώργος «Μείνε εσύ περισσότερο στο περιοδικό», οπότε, τα 4 πρώτα χρόνια ήμουν από κοντά φυσικά αλλά δεν είχα κάποια οργανική θέση στο φεστιβάλ, ο Γιώργος Τζιώτζιος ήταν ο πρώτος του διευθυντής. Το 1997 έφυγε από διευθυντής του περιοδικού, ανέλαβα εγώ διευθυντής του. Εκανε άλλο ένα φεστιβάλ το 1998 και από το 1999 ανέλαβα και το φεστιβάλ μέχρι το 2006. Μετά ανέλαβε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης και τις δύο θέσεις κι εγώ πήγα στο Αθηνόραμα. 

Θοδωρής Καραμανώλης: Η διπλωματική μου ήταν στις Νύχτες Πρεμιέρας. Το 1995 που ξεκίνησε βέβαια το φεστιβάλ ήμουν μικρός και βρισκόμουν ακόμη στη Σάμο, αλλά μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον και όταν πια ήρθα στην Αθήνα κυνηγούσα τα αφιερώματά του. Στο μεταξύ, πήγα να σπουδάσω στο εξωτερικό. Οταν γύρισα, αρχικά δούλεψα στο Animasyros και μετά μοιραία, ως Αθηναίος πλέον, οι Νύχτες Πρεμιέρας ήταν από τα εξέχοντα πράγματα με τα οποία μπορούσα να ασχοληθώ. Γνώρισα τα παιδιά όσο ήμουν στο Animasyros και ξεκίνησα στις Νύχτες Πρεμιέρας το 2017 ως διευθυντής προγράμματος. 

Μαρία Ναθαναήλ: Προέρχομαι από τον χώρο της Νομικής και της Κοινωνιολογίας, αλλά πάντα αγαπούσα το σινεμά. Ως φοιτήτρια θυμάμαι να περιμένω στις ουρές στο Αττικόν και τον Απόλλωνα. Είχα μία σύντομη συνεργασία με το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2011 στα social media. Εκεί με γνώρισε ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, Ορέστης Ανδρεαδάκης και με κάλεσε να αναλάβω το γραφείο Τύπου του φεστιβάλ. Πήγα για έναν χρόνο το 2013 και επέστρεψα όταν ανέλαβε ο Λουκάς Κατσίκας μέχρι σήμερα στο γραφείο Τύπου και την επικοινωνία του φεστιβάλ. 

Πάνος Γκένας: Οταν ξεκίνησε το φεστιβάλ ήμουν έφηβος και τρελαμένος σινεφίλ, το παρακολουθούσα. Ανέλαβα το 2014 ως υπεύθυνος στο Διαγωνιστικό Τμήμα Ταινιών Μικρού Μήκους «Μικρές Ελληνικές Ιστορίες» και είμαι αρχισυντάκτης στο cinemaganize.gr. 

ΧΜ: Είπαμε, λοιπόν, να αρχίσουμε το πρώτο φεστιβάλ Σεπτέμβρη, να βάζει μπροστά τη σεζόν των χειμερινών κινηματογράφων. Τότε ήταν πολύ πιο έντονος ο διαχωρισμός ανάμεσα στη χειμερινή και τη θερινή περίοδο στα σινεμά. Στο εξωτερικό είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Στις ΗΠΑ είναι η πιο εμπορική τους περίοδος το καλοκαίρι, εμείς πέφτουμε λίγο σε «σιέστα». 

ΛΚ: Πρόκειται για μία πολύ διαφορετική εποχή για την εγχώρια διανομή και το κινηματογραφικό τοπίο. Το φεστιβάλ ερχόταν να καλύψει ένα κενό με ταινίες που προβάλλονταν στο εξωτερικό. 

ΧΜ: Το πιο φρέσκο πράγμα στην παγκόσμια κινηματογραφία τότε ήταν το νέο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά.

ΘΚ: Ηταν η εποχή που στον αμερικάνικο κινηματογράφο το indie έβγαινε από το indie και γινόταν mainstream.

ΧΜ: Το φεστιβάλ βασίστηκε σε αυτό. Κατά κάποιο τρόπο ήταν και λίγο πιασάρικο. Και οι Νύχτες Πρεμιέρας ήταν η δίοδος αυτού του ρεύματος στο σινεφίλ κοινό της Αθήνας. 

ΛΚ: Από την πρώτη χρονιά υπήρχε μια ιδέα για το πώς θα ήταν τα τμήματα του φεστιβάλ και τι θα επιχειρούσε να καλύψει.

ΧΜ: Δεν είχαμε πάντως πρότυπο κάποιο συγκεκριμένο φεστιβάλ του εξωτερικού. Ετσι κι αλλιώς, όλοι μας δεν μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση σε όλα τα φεστιβάλ του εξωτερικού. Ξέραμε καλά 4-5 φεστιβάλ που όπως φαντάζεστε, ήταν τα πολύ μεγάλα. Αυτά ήταν λίγο δύσκολο να γίνουν εδώ. Το Sundance υπήρχε λίγο ως σημείο αναφοράς. Επειδή είναι ένα φεστιβάλ «περιθωριακό», με την έννοια ότι γίνεται σε κάτι βουνά στη Γιούτα, είναι νεανικό, και είχε να κάνει με το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά. Ηταν κάτι που ξεκίνησε από αγάπη για τον κινηματογράφο και όχι από στρατηγική επιλογή, σαν τις Νύχτες Πρεμιέρας. 

ΘΚ: Της Αθήνας είναι ένα μπουτίκ φεστιβάλ, σαν να λέμε ένα φεστιβάλ «best of» που προκύπτει από τα καλύτερα των υπόλοιπων φεστιβάλ. 

ΧΜ: Η πρώτη ταινία που παίξαμε ήταν οι «Γέφυρες του Μάντισον» του Κλιντ Ιστγουντ στο Αττικόν. Τα πρώτα χρόνια οι προβολές γίνονταν στο Αττικόν και στον Απόλλωνα και μετά μπήκε και ο Δαναός, ενώ η πρεμιέρα του φεστιβάλ για αρκετά χρόνια γινόταν στο Κολλέγιο Αθηνών. 

ΛΚ: Στην αρχή το φεστιβάλ είχε πολύ λιγότερες ταινίες, οι περισσότερες παρουσία συντελεστών. 

ΧΜ: Αυτό που έχει καταφέρει το φεστιβάλ είναι να απευθύνεται στο νεανικό κοινό.

ΛΚ: Ναι, ο πυρήνας του είναι νεανικός αλλά μετράμε αισίως 29 χρόνια και υπάρχουν και αυτοί που ακολουθούν το φεστιβάλ από την αρχή και πλέον, έρχονται με τα παιδιά ή και τα εγγόνια τους. 

ΜΝ: Είναι συγκινητικό να βλέπεις ότι μεγαλώνεις μαζί με το κοινό, ότι οι πορείες σας είναι παράλληλες. 

ΧΜ: Για χρόνια, η επιτροπή που έδινε το βραβείο ήταν μια επιτροπή νέων σινεφίλ από όλη την Ευρώπη. Πάντα το ζητούμενο ήταν η φρέσκια ματιά. 

ΛΚ: Ο Γιώργος Τζιώτζιος αποτελεί σταθερό σημείο έμπνευσης και αναφοράς, μπορεί να μη βρίσκεται πλέον κοντά μας, αλλά τον επικαλούμαστε με την κάθε ευκαιρία. Η πόρτα του ήταν μονίμως ανοιχτή σε νεαρό κόσμο, αυτός ο αέρας ανανέωσης είναι πολύ σημαντικός.

Ενα νέο φεστιβάλ μεγαλώνει

Πώς «το φεστιβάλ του περιοδικού Σινεμά» μεταμορφώθηκε στον μεγαλύτερο ετήσιο κινηματογραφικό θεσμό της Αθήνας. 

Οι Νύχτες Πρεμιέρας, λίγο πριν τα 30 – «Το φεστιβάλ είναι η ζωή μας»-2
Ο Γιώργος Λάνθιμος σε προηγούμενο φεστιβάλ των Νυχτών Πρεμιέρας. Φωτ.: Αρχείο AIFF

ΧΜ: Πολλοί τα πρώτα χρόνια έλεγαν «το φεστιβάλ το περιοδικού Σινεμά». Την κινηματογραφική ματιά του περιοδικού εξάλλου προσπαθούσαμε να μεταφέρουμε. Την εποχή που το Αττικόν και ο Απόλλωνας ήταν οι ναυαρχίδες του φεστιβάλ έβλεπες να γίνονται ουρές για τα εισιτήρια, ο κόσμος να συζητά μετά στην Πλατεία Καρύτση και όλο αυτό έδινε έναν πολύ μεγάλο παλμό στην Αθήνα.

ΛΚ: Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι θέση θα έχει το φεστιβάλ, πάντως το κοινό ανταποκρίθηκε από την πρώτη χρονιά.

ΧΜ: Το 1999 που το ανέλαβα ακόμη αναπτυσσόταν. Για να φτάσει σε ένα επίπεδο κάπως κοντά στο σημερινό, έπρεπε να περάσει μια δεκαετία από την έναρξή του.

ΛΚ: Εβλεπες τη διαφορά όταν από έναν χώρο σαν το Κολλέγιο Αθηνών, χωρητικότητας 800 θέσεων, οι τελετές άρχισαν να μεταφέρονται σε αίθουσες όπως το Μέγαρο Μουσικής και το Παλλάς που χωράνε 1.500 άτομα. Το κοινό μεγάλωνε και μαζί η απαίτηση για κάτι μεγαλύτερο  Οταν άρχισαν να γεμίζουν ασφυκτικά οι μεγάλες αίθουσες και να μένει κόσμος έξω, αυτό αυτομάτως μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έχει μεγαλώσει και το εκτόπισμα του φεστιβάλ. 

ΧΜ: Στην ένατη διοργάνωση, το 2003, το φεστιβάλ έγινε διεθνές. Ηταν η χρονιά που η Χρυσή Αθηνά πήγε στο «Χαμένοι στη μετάφραση» της Σοφία Κόπολα. 

ΘΚ: Θυμάμαι έντονα τη χρονιά που είχε έρθει ο Κιμ Κι-Ντουκ, το 2005. Ηταν σημαντική χρονιά για μένα, γιατί είχα αρχίσει να ασχολούμαι ερασιτεχνικά με κάλυψη φεστιβάλ. Εγραφα και τότε αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ με τα φεστιβάλ στη ζωή μου.

ΧΜ: Ηταν κάπως κομβική διοργάνωση. Με την έννοια ότι ήταν και μεγάλο σε έκταση αλλά είχε και πολλούς καλεσμένους: τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, δώσαμε και Χρυσό Αλέξανδρο στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ήταν εδώ ο Κώστας Γαβράς, ήρθε ο Κιμ Κι-Ντουκ. Μάλιστα, ο τελευταίος είχε ενθουσιαστεί που θα έπαιρνε την τιμητική Χρυσή Αθηνά από τα χέρια του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Είχε πάθει σοκ. 

ΜΝ: Κάθε χρόνο νιώθουμε ότι το φεστιβάλ μεγαλώνει. Εχει καταφέρει να μπει στον κινηματογραφικό χάρτη της Ευρώπης. Δεν έχει να ζηλέψει κάτι από φεστιβάλ του εξωτερικού, αν εξαιρέσεις ότι οι Νύχτες Πρεμιέρας δεν έχουν το κομμάτι της αγοράς. 

Νύχτες Πρεμιέρας, αφιερωμένο

Πέρα από πολυαναμενόμενες ταινίες σε πανελλήνια πρώτη, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας φημίζεται για τα ειδικά αφιερώματα που στήνει κάθε χρόνο και αποτελούν το σήμα-κατατεθέν του. 

Οι Νύχτες Πρεμιέρας, λίγο πριν τα 30 – «Το φεστιβάλ είναι η ζωή μας»-3
Δεν υπάρχουν Νύχτες Πρεμιέρας χωρίς τα ειδικά τους αφιερώματα. Στιγμιότυπο από τη φετινή διοργάνωση. Φωτ.: Ιωάννης Στεφανίδης/AIFF 2023

ΘΚ: Σαν θεατής γνώρισα το φεστιβάλ κυρίως μέσα από τα αφιερώματα. Είχα μια τάση προς προβολές ρεπερτορίου, οπότε αυτό που ξεχώριζε για μένα ήταν αυτό το κομμάτι. Θυμάμαι το queer αφιέρωμα, το camp αφιέρωμα, μονογραφίες σκηνοθετών.

ΜΝ: Ξεχωρίζω το αφιέρωμα Γυναίκα & Ισότητα που είχαμε κάνει, με όλες τις προβολές με ελεύθερη είσοδο, που είχαμε επιμεληθεί οι γυναίκες του γραφείου. Αλλά και το αφιέρωμα στο τρανς σινεμά που είχε γίνει πρόπερσι.

ΧΜ: Τα πρώτα χρόνια είχαμε σταθερά ένα αφιέρωμα σε κάποιον παλιό δημιουργό. Ηταν ταινίες που ο κόσμος δεν μπορούσε να βρει τόσο εύκολα, δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένο το ίντερνετ. Ή και να τις είχε δει, δεν τις είχε δει στη μεγάλη οθόνη. Και μετά προσπαθούσαμε να βρούμε άλλες ιδέες. Θέλαμε να χωρέσουμε διαφορετικά πράγματα κάθε χρονιά. 

ΠΓ: Οταν ανέλαβα το τμήμα «Ελληνικές Μικρές Ιστορίες» είχε μόλις δύο χρόνια στο φεστιβάλ. Δώσαμε ένα σημαντικό βήμα σε νέους Ελληνες δημιουργούς και με τα χρόνια έγινε πολύ δημοφιλές και δίνει μία έξτρα νεανική νότα. 

ΘΚ: Το άλλο σημαντικό είναι ότι πρόκειται για ένα φεστιβάλ που οδηγείται από το κοινό του. Αυτό το καθορίζει. Αλλα φεστιβάλ μπορεί να υπάρχουν από την αγορά τους, άλλα από τις επιδοτήσεις τους, άλλα υπάρχουν σαν ινστιτούτα διάσωσης, και οι Νύχτες Πρεμιέρας από το κοινό τους. Φροντίζουμε, επομένως, κάθε επιλογή μας να σέβεται το κοινό και αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Γιατί εννοείται ότι πρέπει να είσαι σε διαρκή επικοινωνία με το κοινό, υπάρχουν πιέσεις από όλες τις κατευθύνσεις για το τι θα μπει στο πρόγραμμα και τρίτον, είναι ένα πολύ οργανικό πράγμα όλο αυτό. Επειδή το φεστιβάλ προέκυψε από κριτικούς κινηματογράφου, ως μια φυσική συνέχεια του περιοδικού Σινεμά, με έναν τρόπο οι επιλογές των ταινιών είναι αυτές που θα κάνει ένας κριτικός κινηματογράφου, όχι απαραίτητα ένας σινεφίλ ή κάποιος που θέλει να δει τις αίθουσες να γεμίζουν εύκολα και γρήγορα. 

ΧΜ: Οι Νύχτες Πρεμιέρας μεγάλωσαν μαζί με την παγκόσμια άνθιση του ντοκιμαντέρ. Τα τελευταία 20 χρόνια υπάρχει μια διεθνής ζήτηση ντοκιμαντέρ σε κάθε επίπεδο. Ο κόσμος άρχισε να τις αντιμετωπίζει ως «κανονικές» ταινίες. Το 2002 δημιουργήθηκε το τμήμα που τότε ονομάστηκε «Μουσική και Φιλμ – Τεντώστε τα Αυτιά σας». Και στην πορεία έγινε και διαγωνιστικό. 

Το μπόνους ενός φεστιβάλ δεν είναι να παίξει μόνο τον νέο Σκορσέζε –που από μόνο του είναι πολύ μεγάλη επιτυχία φυσικά– αλλά να παίζει μία «άγνωστη» ταινία και η αίθουσα να είναι γεμάτη.

ΘΚ: Κάποτε, όταν το «Μουσική και Φιλμ» ήταν διαγωνιστικό είχε πιο ολοκληρωμένες δουλειές. Κινηματογραφικά μιλώντας, πλέον σχετίζεται περισσότερο με τις δικές μας αναφορές, για καλλιτέχνες που δεν περιμένεις να δεις σε ένα mainstream φεστιβάλ –όπως είχαμε φέτος το ντοκιμαντέρ για την Elephant 6. Ξέρουμε όμως ότι κάποιες προβολές μπορεί να αφορούν λίγους αλλά πολύ πιστούς. Είναι και ένα κομμάτι του φεστιβάλ που μας δυσκολεύει για έναν συγκεκριμένο λόγο: ακριβώς επειδή ένα μουσικό ντοκιμαντέρ είναι πολύ θελκτικό και φθηνό υλικό για πλατφόρμες streaming, μεγάλος όγκος ταινιών που βγαίνουν νωρίς μέσα στη χρονιά, καταλήγουν πολύ γρήγορα εκεί, οπότε de facto δεν μπορούμε να τις προβάλουμε. Για παράδειγμα, το ντοκιμαντέρ για την Ντόνα Σάμερ που έκανε χαμό στην Μπερλινάλε, σε ένα μήνα ήταν στο streaming. Κάποτε θα ήταν μια must προβολή για εμάς. 

ΧΜ: Εχεις πάντα μια αίσθηση. Οταν έχεις έναν πιασάρικο τίτλο ή ένα πιασάρικο θέμα –ας πούμε τα θέματα της διαφορετικότητας, ταινίες προκλητικές, που φλερτάρουν με το «απαγορευμένο», ταινίες που μπορεί να είναι οποιουδήποτε είδους αλλά είναι και κωμωδίες–, όλα αυτά δημιουργούν μια καλτ αύρα σε ένα φεστιβαλικό κοινό που κατά 99% θα ανταποκριθεί. 

ΘΚ: Ξεκινάμε βλέποντας τις ταινίες των μεγαλύτερων φεστιβάλ, βλέπουμε τη συνάφεια που μπορεί να υπάρχει μεταξύ αυτών των φεστιβάλ και του δικού μας και εννοείται πως κάθε ταινία που βάζουμε στο πρόγραμμα θεωρούμε ότι έχει απόλυτο λόγο να είναι εκεί. Επειδή μιλάμε με άλλους ανθρώπους και έχουμε εικόνα του τι συμβαίνει, λίγο πολύ ένας σκελετός του προγράμματος προκύπτει από αυτές τις πρώτες διαδράσεις. 

ΧΜ: Μπορεί μια ταινία να μην σου αρέσει προσωπικά, αλλά να τη θεωρείς «κινηματογραφικό event». Ως ένα όριο βέβαια. Είναι και η σχέση σου με τα γραφεία διανομής. Σου δίνουν συχνά τις ταινίες που ζητάς, μπαίνουν στη λογική να ζητήσουν πιο νωρίς ταινίες. Αν για παράδειγμα μια ταινία η εταιρεία διανομής έχει σκοπό να τη βγάλει τον Δεκέμβριο, θα την πληρώσει τον Νοέμβριο. Εσύ τους λες ότι θες να την παίξεις τον Σεπτέμβρη. Οπότε και να θέλει, η εταιρεία διανομής μπορεί να μη δύναται να σε εξυπηρετήσει, πρέπει να την πληρώσει. Οπότε πολλές φορές σου δίνει απλά το ΟΚ ως διανομέας να την παίξεις, και σου λέει να κάνεις εσύ όλη τη διαδικασία, να κινηθείς πλέον φεστιβαλικά για να την κλείσεις.

ΘΚ: Κάθε χρονιά υπάρχει ένας θεματικός πυρήνας, μας οδηγεί και η πραγματικότητα συχνά. Φέτος, αυτό που γίνεται με το Ιντεάλ και τους άλλους κινηματογράφους του κέντρου και όλη η φετινή έκδοση είναι λίγο-πολύ αφιερωμένη, συχνά και με τρόπο που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός, στην κουλτούρα του σινεμά ως έξοδος. 

ΧΜ: Στα δικά μου χρόνια, ήθελα να διατηρηθεί η καλή φήμη και εικόνα που είχε το φεστιβάλ και να γίνει προσπάθεια το φεστιβάλ να ανοιχτεί και να ακούει τις εξελίξεις της παγκόσμιας κινηματογραφίας. Και να φέρει πράγματα στην Ελλάδα που αφενός έχουν πέραση στο κοινό, γιατί είναι ένα φεστιβάλ το οποίο εξαρτάται από τα εισιτήριά του, αλλά και ταυτόχρονα να φέρει πιο «δύσκολα» πράγματα, που τελικά δικαιώνουν την ύπαρξη του φεστιβάλ. Γιατί το μπόνους ενός φεστιβάλ δεν είναι να παίξει μόνο τον νέο Σκορσέζε –που από μόνο του είναι πολύ μεγάλη επιτυχία φυσικά– αλλά να παίζει μία «άγνωστη» ταινία και η αίθουσα να είναι γεμάτη. Αυτό σημαίνει ότι το κοινό σε εμπιστεύεται και δοκιμάζει κάτι επειδή είναι μέρος του φεστιβάλ. 

ΛΚ: Από όταν ανέλαβα, έχουν μειωθεί οι αμερικάνικες ταινίες και υπάρχει περισσότερος κινηματογράφος άλλων χωρών που χρειάζεται να φωτιστεί. Η συμμετοχή του ασιατικού σινεμά είναι πιο έντονη. Και υπάρχουν προβολές που έχουν μια τρομερά μοναδική δυναμική. Στη φετινή προβολή του ντοκιμαντέρ για το Scala Cinema, ήταν τόσο φοβερή η ατμόσφαιρα, για μια ταινία, για έναν κινηματογράφο του Λονδίνου που πολλοί ενδεχομένως δεν γνώριζαν πριν, που ήμουν με τον σκηνοθέτη της ταινίας, Αλί Κάτεραλ, μου είπε ότι θα κάτσει 10 λεπτά στην προβολή και τελικά κάθισε σε όλη την ταινία. «Μπορεί να έχουμε πάει σε όλο τον κόσμο, αλλά αυτό το κοινό δεν το έχουμε συναντήσει ποτέ», μου είπε. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου, το καύσιμό μου.

Ημασταν 600-700 άτομα στον Δαναό και βγήκαμε όλοι κλαμένοι και συγκινημένοι, γνωστοί και άγνωστοι και αγκαλιαζόμασταν. Σε τέτοιες στιγμές λες ότι όλη η κούραση και η υπέρβαση αξίζει. Είναι λυτρωτική εκτόνωση να συγκινείσαι με τόσους άλλους ανθρώπους. 

ΘΚ: Το κυνήγι των ταινιών είναι και το ωραιότερο κομμάτι. Για παράδειγμα, για ένα αφιέρωμα σαν το φετινό για το Scala, ήρθαμε σε επαφή με τους ανθρώπους που έτρεχαν το σινεμά. Μας έστειλαν ό,τι υλικό είχαν, τον κατάλογο των προβολών, στατιστικά με τις πιο επιτυχημένες ταινίες τους, ποια έπαιξαν πρώτη, ποια τελευταία. Είχε ας πούμε νόημα να παίξουμε το «Thundercrack!» γιατί ήταν η ταινία που καθόρισε το Scala όσο καμία άλλη. Ξεχωρίσαμε περίπου 30 ταινίες και καταλήξαμε σε 15. Υπάρχουν και θέματα διαθεσιμότητας πάντα. Θέλαμε, ας πούμε, να προβάλουμε το «Ο Μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της» του Πίτερ Γκριναγουέι, αλλά δεν τα καταφέραμε λόγω δικαιωμάτων. Μια ταινία που την προβάλαμε πριν κάποια χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα, φέτος ήταν τόσο μεγάλη η πολυπλοκότητα με τα δικαιώματά της που εν τέλει αναγκαστήκαμε να προχωρήσουμε χωρίς αυτή. 

ΧΜ: Πολλή μεγάλη δουλειά γινόταν στο πώς θα γράψουμε τα μικρά κειμενάκια της υπόθεσης στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Πρέπει σε 30 λέξεις να περιγράψεις μια ταινία, που μπορεί και να είναι άγνωστη. Το πώς θα ιντριγκάρουμε τον θεατή ήταν ολόκληρη επιστήμη. 

ΜΝ: Κρατάω έντονα την προβολή του «Να με φωνάζεις με το όνομά σου» του Λούκα Γκουαντανίνο, προ κορωνοϊού. Ηταν η τελευταία προβολή του φεστιβάλ. Ημασταν 600-700 άτομα στον Δαναό και βγήκαμε όλοι κλαμένοι και συγκινημένοι, γνωστοί και άγνωστοι και αγκαλιαζόμασταν. Σε τέτοιες στιγμές λες ότι όλη η κούραση και η υπέρβαση αξίζει. Είναι λυτρωτική εκτόνωση να συγκινείσαι με τόσους άλλους ανθρώπους. 

ΛΚ: Ηταν εντυπωσιακό αυτό που έγινε πέρυσι με το «Aftersun», που προβλήθηκε στο φεστιβάλ και μετά έγινε μία από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές επιτυχίες των τελευταίων ετών. Οπως και το «Μπλε καφτάνι» που κέρδισε το Βραβείο Κοινού και αργότερα πήρε μεγάλη διανομή. Για μένα αυτά τα παραδείγματα είναι η απόδειξη ότι ένα φεστιβάλ δεν υπάρχει μόνο τις δέκα μέρες που λειτουργεί, αλλά συνεχίζει και μετά το πέρας του να επιδρά στην κινηματογραφική πραγματικότητα. 

Ιστορίες από τις Νύχτες

Ενα κινηματογραφικό φεστιβάλ δεν είναι μόνο οι ταινίες του, αλλά οι συναντήσεις, οι συγκινήσεις και οι ιστορίες που γεννιούνται «στα παρασκήνια». 

Οι Νύχτες Πρεμιέρας, λίγο πριν τα 30 – «Το φεστιβάλ είναι η ζωή μας»-4
Ο Χρήστος Μήτσης κρατά μια αστεία ιστορία που έζησε δίπλα στον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, όταν ο ηθοποιός επισκέφθηκε την Αθήνα ως καλεσμένος του φεστιβάλ το 2005. Φωτ.: Αρχείο AIFF

ΜΝ: Οι συγκινήσεις κινούνται σε δύο ταχύτητες. Είναι οι στιγμές που ζούμε πιο εσωτερικά και αυτές που συναντιόμαστε με το κοινό. Είναι το κλίμα που είμαστε «στα χαρακώματα», κουρασμένοι, αλλά γελάμε και όλα τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα. Και είναι και όλα αυτά τα ωραία μας πάρτι που βρισκόμαστε μαζί με τον κόσμο.

ΧΜ: Το 1999 η πρεμιέρα δεν έγινε λόγω των σεισμών. Το 2001 παραμονή της πρεμιέρας έγινε η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ειχαμε μια σκέψη να αναβάλουμε την πρεμιέρα, αλλά τελικά την κάναμε, το σινεμά είναι εδώ σε τέτοιες στιγμές και δεν πρέπει να σιωπά. Στην προβολή του «Αγριες τίγρεις που γνώρισα» του Καμ Αρτσερ το 2006 επί 45 λεπτά οι υπότιτλοι έπεφταν έξω, ο Απόλλων ήταν εν τω μεταξύ φίσκα από κόσμο. Προσπαθούσαμε να βρούμε τι φταίει, κλωτσούσαμε το μηχάνημα. 

Οσο διασχίζουμε τον διάδρομο και όλη η αίθουσα χειροκροτάει, γυρνάει ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις και μου λέει στο αυτί «Τη σιχαίνομαι αυτή τη μουσική!»

ΛΚ: Επειδή δούλευα για χρόνια και στο περιοδικό, είχα γνωρίσει πολύ κόσμο και πολλά από τα «είδωλά» μου, οπότε δεν είχα απωθημένα. 

ΧΜ: Ο καλεσμένος που μου έκανε την πιο δυνατή εντύπωση ήταν ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Είχε έρθει για την ταινία της γυναίκας του, Ρεμπέκα Μίλερ, «Τζακ & Ρόουζ: μπαλάντα για δύο», το 2005. Ο ηθοποιός με την πρώτη ευκαιρία παρουσιάζει μια νέα ταινία στην Αθήνα υπέρ της Εταιρείας Σπαστικών, είναι προσωπικός φίλος της προέδρου. Είμαστε έτοιμοι για την πρεμιέρα, έξω από το Αττικόν. Ανεβαίνουμε τα μαρμάρινα σκαλιά του, μπαίνουμε στην αίθουσα και έχουμε να διασχίσουμε τον διάδρομο μέχρι την οθόνη. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται από τα μεγάφωνα η μουσική από τον «Τελευταίο των μοϊκανών». Γυρνάω και κοιτάω τον ιδιοκτήτη του σινεμά, που μου υψώνει τον αντίχειρα. Οσο διασχίζουμε τον διάδρομο και όλη η αίθουσα χειροκροτάει γυρνάει ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις και μου λέει στο αυτί «Τη σιχαίνομαι αυτή τη μουσική!».  

Ενα φεστιβάλ σε συνεχή κίνηση

Τα χρόνια περνούν και οι Νύχτες Πρεμιέρας μεγαλώνουν και εξελίσσονται, κοιτώντας πάντα με φιλοδοξία και ανοιχτούς ορίζοντες το μέλλον τους. 

Οι Νύχτες Πρεμιέρας, λίγο πριν τα 30 – «Το φεστιβάλ είναι η ζωή μας»-5
Ο τωρινός καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας στην τελετή έναρξης της 29ης διοργάνωσης στο Παλλάς. Φωτ.: Ιωάννης Στεφανίδης/AIFF 2023

ΛΚ: Το φεστιβάλ έχει συμπέσει με την ενηλικίωσή μου, πλέον αντιλαμβάνομαι το φεστιβάλ ως τη ζωή μου.

ΧΜ: Οταν έφυγα από το περιοδικό και το φεστιβάλ, είχα κάνει έναν κύκλο, δεν είχα δουλέψει και πουθενά αλλού ως τότε. Ηταν γλυκιά αποχώρηση αλλά αυτό που μου έλειψε κυρίως ήταν το φεστιβάλ. Μετά, βέβαια, βλέπεις το «παιδί» σου να μεγαλώνει και λες ότι τουλάχιστον πήρε καλή ανατροφή.

ΜΝ: Ηταν ένας άθλος να επιβιώσουμε μέσα στη βαθιά κρίση και να συνεχίσει το φεστιβάλ χωρίς να κάνει έκπτωση στην ποιότητα και την ποσότητα των ταινιών και να γίνει και λίγο πιο εξωστρεφές. 

Αν κάτι κρατάει το φεστιβάλ ζωντανό είναι το κοινό του που έρχεται και αναστατώνει για δέκα μέρες τους δρόμους της πόλης που αργοπεθαίνουν. Κάτι που κάνει απλά αγοράζοντας ένα εισιτήριο που μετατρέπει το σινεμά σε κοινότητα. 

ΠΓ: Το 2017 ήταν μια ζόρικη χρονιά. Επρεπε μόνοι μας, ως Κινηματογραφική Εταιρεία Αθηνών, να κάνουμε κατευθείαν τις απαραίτητες κινήσεις ώστε να σταθεί το φεστιβάλ στα πόδια του. Υπήρχε όμως η διάθεση και η επιθυμία οι Νύχτες Πρεμιέρας, όπως και το Athens Open Air Film Festival, να έχουν παρουσία και συνέπεια απέναντι στο κοινό τους, προσπαθήσαμε να υπερσκελίσουμε τις όποιες δυσκολίες. Και όλο αυτό μας έκανε πιο οικογένεια. 

ΛΚ: Εχω σταθεί ο πιο «άτυχος» από τους διευθυντές. Είχα να διαχειριστώ ραγδαίες μεταστροφές ηθών και αντίληψης περί κινηματογράφου, την ευθύνη και τη «σταυροφορία» να επιστρέψει ο κόσμος στις αίθουσες μετά την Covid και να προστατευθούν οι ίδιες οι αίθουσες που απειλούνται. Σε αυτό το τοπίο, δεν αποκτώ μόνο ρόλο καλλιτεχνικού επιμελητή, αλλά γίνομαι ένας «στρατιώτης». Και αν κάτι κρατάει το φεστιβάλ ζωντανό είναι το κοινό του που έρχεται και αναστατώνει για δέκα μέρες τους δρόμους της πόλης που αργοπεθαίνουν. Κάτι που κάνει απλά αγοράζοντας ένα εισιτήριο που μετατρέπει το σινεμά σε κοινότητα. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT