Ο «Λόενγκριν» του Βάγκνερ στο Μέγαρο Μουσικής

Ο «Λόενγκριν» του Βάγκνερ στο Μέγαρο Μουσικής

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Επιστέγασμα της θητείας του Μύρωνα Μιχαηλίδη ως καλλιτεχνικού διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μπορεί να θεωρηθεί η νέα παραγωγή της όπερας «Λόενγκριν» του Ρίχαρντ Βάγκνερ, την πρεμιέρα της οποίας τον παρακολουθήσαμε να διευθύνει την Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017 στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Ο «Λόενγκριν», όπερα που συνδυάζει το ιστορικό και το ρομαντικό – δηλαδή υπερφυσικό – στοιχείο, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βαϊμάρη το 1850, υπό τη διεύθυνση του Φραντς Λιστ. Το 1902 παίχτηκε στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας και το 1903 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών. Η Εθνική Λυρική Σκηνή την ανέβασε το 1965, ενώ το 1999 την παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε σκηνοθεσία Μίχαελ Χάμπε, με την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Δρέσδης και αρχιμουσικό τον Μισέλ Πλασόν.  

Η τωρινή συμπαραγωγή προέρχεται από την Εθνική Όπερα της Ουαλίας και την Εθνική Όπερα της Βαρσοβίας, και παραστάθηκε για πρώτη φορά στις 23 Μαΐου του 2013 στο Κάρντιφ της Ουαλίας. Ο σκηνοθέτης Άντονι ΜακΝτόναλντ, που επιμελήθηκε επίσης τα σκηνικά και τα ενδύματα, μετέφερε τη δράση από την Βραβάντη του 10ου αιώνα στην Γερμανία της εποχής του Βάγκνερ.

Οι άνδρες της χορωδίας ήταν μοιρασμένοι μεταξύ τακτικών στρατιωτικών και εθελοντών σκοπευτών με παραδοσιακές ενδυμασίες, μέλη πατριωτικών συνδέσμων (Schützenverein) που ήταν πολύ διαδεδομένοι τότε στη Γερμανία – μια σαφής νύξη και στον χαρακτήρα του «Λόενγκριν» ως εθνικής όπερας. Αλλά και μια αναφορά στο πολιτικό διακύβευμα της εποχής του Βάγκνερ, μεταξύ μιας «δημοκρατικής» εθνικής ολοκλήρωσης που εκφράστηκε με την ατελέσφορη επανάσταση του 1848 και μιας «εκ των άνω» που επικράτησε με τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870 και την ακόλουθη εγκαθίδρυση της πρωσικής αυτοκρατορίας.

Η μεταφορά καθεαυτή δεν διεκδικεί δάφνες απόλυτης πρωτοτυπίας, καθώς ως σύλληψη θυμίζει αρκετά την σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Κάρσεν για την Όπερα της Γενεύης –γνωστότερη από την κατοπινή παρουσίασή της στην Όπερα της Βαστίλης, εύκολα διαθέσιμη στο διαδίκτυο. Βασικός νεωτερισμός του ΜακΝτόναλντ είναι η έμφαση στον απόκοσμο χαρακτήρα του ήρωα, ο οποίος εμφανίζεται ξυπόλητος και δεν εξουδετερώνει τον αντίπαλο με το φυσικό ξίφος, αλλά με την πνευματική δύναμη που εκφράζει με μια κίνηση του χεριού του – σχεδόν σαν ωστικό κύμα, που στην πρώτη πράξη παρασύρει όλη την χορωδία!

Το σκηνικό είναι ένα ουδέτερο κτίριο με ημικυκλική αυλή, το οποίο ο σκηνοθέτης αξιοποιεί υποδειγματικά. Αυτό που θαυμάζει κανείς είναι η εξαιρετική διαχείριση των προσώπων επί σκηνής, και η διαυγέστατη παρουσίαση της υπόθεσης και των χαρακτήρων. Η αφήγηση δεν κομπιάζει πουθενά, και οι τεσσερεισήμιση ώρες (με τα διαλείμματα) κυλούν σχεδόν αβίαστα.

Από την σκηνοθεσία ευτυχώς δεν λείπει ο κύκνος, που οδηγεί την λέμβο του Λόενγκριν. Τον υποδύεται ένας χορευτής με μια φτερούγα κύκνου στο ένα χέρι – μοιάζει να έχει βγει από την «Λίμνη των Κύκνων» του Matthew Bourne. Στο τέλος υπάρχει και μια πρόσκαιρη ανατροπή, αφού μόλις ο κύκνος ανακτήσει την ανθρώπινη μορφή του ως νεαρός άρχοντας της Βραβάντης και πάρει το σπαθί στο χέρι του, δημιουργεί απορίες για το πώς σκοπεύει να πολιτευτεί…

Η παράσταση υποστηρίχτηκε από μια συνολικά πολύ αξιόλογη διανομή που περιλαμβάνει και σπουδαίους Έλληνες μονωδούς. Από σύμπτωση και οι τρεις είναι οι πρώτοι που τραγουδούν, και κερδίζουν τις εντυπώσεις: Ο Κήρυκας (Διονύσης Σούρμπης, βαρύτονος), ο Βασιλιάς Ερρίκος Α’ ο Ορνιθοθήρας (Τάσος Αποστόλου, βαθύφωνος) και ο ευγενής Φρήντριχ φον Τέλραμουντ (Δημήτρης Πλατανιάς, βαθύφωνος). Ότι και οι τρεις είναι χαμηλές ανδρικές φωνές, είναι άραγε και αυτό σύμπτωση; Οι ερμηνείες και των τριών πάντως είναι εξαιρετικές, με τον Δημήτρη Πλατανιά να εντυπωσιάζει ξέχωρα με το μέγεθος και τη μουσικότητα της φωνής του.

Αντίστοιχης ποιότητας ήταν όμως και η Όρτρουντ της Σουηδής Μαρτίνα Ντίκε, μια τεράστια και πεντακάθαρη φωνή με μάλλον ανοιχτό χρώμα για μεσόφωνο, και με επιβλητική σκηνική παρουσία. Η Σλοβάκα υψίφωνος Γιολάνα Φογκάσοβα είχε επίσης πολύ ωραία παρουσία, φωνητικά ίσως δεν ήταν ιδανική Έλσα, καθώς είχε υπερβολικό βιμπράτο και κάπως ανομοιογενή ήχο, αλλά στο δια ταύτα τον ρόλο τον τραγούδησε και με το παραπάνω, ενώ ήταν και ταιριαστή με το δικό της ταίρι, τον επώνυμο ήρωα του έργου, τον ιππότη με τον κύκνο, Λόενγκριν.

Ο Βρετανός τενόρος Πήτερ Γουέντ, προικισμένος με εκπληκτική φωνή, που το ξαφνικό κρύωμα του καιρού ίσως και να μην άφησε να αξιοποιήσει στο έπακρο, με πάντοτε ευγενικό ηχόχρωμα, έπλασε έναν συναρπαστικό Λόενγκριν με μουσικότητα και ευαισθησία. Ήταν πραγματικά τύχη που τον ακούσαμε στην Αθήνα!

Λιγότερο εξοικειωμένοι με το βαγκνερικό τραγούδι εμφανίστηκαν οι μικρότεροι ρόλοι των ευγενών, ενώ η χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ήταν καλή αλλά όχι εντελώς ξεκάθαρη, ειδικά στην Β’ πράξη, και στην κίνηση ακόμα ανασφαλής. Η ορχήστρα κινήθηκε σε καλά επίπεδα. Οι τρομπέτες τοποθετήθηκαν στα θεωρεία εκατέρωθεν της σκηνής και ήταν ηχηρές και εντυπωσιακές, αλλά σπανίως υπερβολικά ακριβείς τονικά.

Συνολικά πάντως η παράσταση δικαιώνει το έργο σκηνικά και μουσικά, και αξίζει κανείς να την παρακολουθήσει. Σε ορισμένες από τις βραδιές συμμετέχει και μία ακόμα σπουδαία ελληνική φωνή, η μεσόφωνος Τζούλια Σουγλάκου στο ρόλο της Όρτρουντ, στον οποίο φαίνεται ότι διαπρέπει. Θα την ακούσουμε και στην τελευταία παράσταση, την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017. Εκείνη την ημέρα πριν από την έναρξη θα πραγματοποιηθεί και η απονομή του Βραβείου Απόλλων 2016 στον Μύρωνα Μιχαηλίδη, από την Εταιρεία Φίλων της ΕΛΣ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή