Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο να εξανίστανται οργισμένοι καλλιτέχνες για το έργο των οποίων γράφτηκαν αρνητικές κριτικές. Aλλοτε, όταν οι εφημερίδες ήταν κραταιές, η θεατρική αγορά ζωντάνευε όταν ένας καλλιτέχνης διαμαρτυρόταν με επιστολή του για τον ρόλο του κριτικού (που μπορεί να λειτουργούσε και ως «παράγων» στον χώρο) και ο κριτικός ανταπαντούσε. Αλλά η κρίση στον Τύπο και ο δεσπόζων σήμερα ρόλος των ηλεκτρονικών μέσων και των κοινωνικών δικτύων μετέβαλε δραστικά τη συνθήκη. Ακόμη και σε μεγάλες εφημερίδες καταργήθηκαν οι στήλες τεχνοκριτικής – τότε αρκετοί πανηγύρισαν για την αποκαθήλωση του «κατεστημένου» κριτικού λόγου και καλωσόρισαν την ελεύθερη διατύπωση της άποψης. Αλλά αφορά τον «εκδημοκρατισμό» της σχέσης δημιουργίας-κριτικής το να γράφουν πολλοί, αμισθί, τη γνώμη τους για παραστάσεις σε ιστοσελίδες και μπλογκ, φροντίζοντας –εννοείται– να μην ενοχλούν ώστε να εξασφαλίζουν ελεύθερη είσοδο στα θέατρα;
Συμβαίνει και κάτι άλλο: μέσω των «φίλων» των καλλιτεχνών στο Facebook, τα όχι πάντα ανιδιοτελή θετικά σχόλια και οι φιλοφρονήσεις που ανταλλάσσονται, δημιουργούν μία απολύτως «σκηνοθετημένη» εικόνα για την πρόσληψη της παράστασης. Οι μικρές «αυλές» είναι πολύ χρήσιμες στην περίπτωση που ο καλλιτέχνης «απαντήσει» οργισμένος στον κριτικό που τόλμησε να γράψει αρνητική κριτική. Τότε διάφοροι σπεύδουν να δηλώσουν την αγανάκτησή τους για τον κριτικό και να εκφράσουν τη φιλία τους στον δημιουργό και έχοντας πλέον ορατό αποτύπωμα, η δυσανεξία στη σοβαρή κριτική μεγεθύνεται.
Μία σειρά διαπιστώσεων και ερωτημάτων προκύπτουν απ’ αυτήν την νέα κατάσταση. Εν τάχει θα επισημάνω κάποια.
Το θέατρο ως κατεξοχήν πολιτική τέχνη αποτελούσε πάντα χώρο που, μεταξύ άλλων, απέβλεπε στην αφύπνιση της κριτικής ικανότητας – η οποία δεν μπορεί παρά να αφορά και το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο. Οταν κάποιος επιλέγει να γίνει ηθοποιός/σκηνοθέτης, γνωρίζει εξαρχής ότι η δουλειά τους θα είναι πάντα αντικείμενο κριτικής.
Αναγκαστικά όχι πάντα θετικής. Στο καλλιτεχνικό στερέωμα παραμένει ισχυρή η θέση που διατύπωσαν στις αρχές του 19ου αι. εκλεκτοί εκπρόσωποι του ρομαντισμού: οι καλλιτέχνες είναι κάτι σαν προφήτες και οραματιστές. Αυτή η υπερβατική, αν όχι και μυστικιστική, πίστη στον ρόλο τους, κάνει πολλούς σημερινούς καλλιτέχνες να υποστηρίζουν ότι η δουλειά τους είναι υπεράνω κριτικής. Κι ενώ διεκδικούν το δικαίωμα της ασέβειας στο κλασικό, στην παράδοση, στο κατεστημένο και στους θεσμούς, τολμώντας συχνά να είναι προκλητικοί ή και δυσάρεστοι στους ανίδεους και βολεμένους θεατές (αίτημα ιδιαιτέρως ισχυρό στα αβάντ-γκαρντ κινήματα των αρχών του 20ού αι. που αναπαράγεται σήμερα ερήμην του παλιού διακυβεύματος), απαιτούν η κριτική να είναι σεβαστική, να μην τολμά να εκφράσει αντιρρήσεις. Αλλά το ρομαντικό κίνημα ήταν φύσει και θέσει επαναστατικό, επιδίωξε τη ρήξη με τον ακαδημαϊσμό και με κατεστημένες, ακλόνητες επί αιώνες, συμβάσεις. Οι εκατοντάδες που κάνουν θέατρο στην Αθήνα σήμερα είναι προφήτες και οραματιστές;
Στην κατεύθυνση αυτή, οι καλλιτέχνες (ας μου επιτραπεί η γενίκευση, η οποία υπακούει στην αναγκαιότητα του προβληματισμού για ένα φαινόμενο και σαφώς δεν αφορά όλους τους εκπροσώπους της σκηνικής τέχνης) έχουν για τον εαυτό τους όμορφες δικαιολογίες για την αποτυχία μιας δουλειάς τους. Η αποτυχία εντάσσεται κι αυτή στο δημιουργικό προτσές, διδάσκει πολλά στον καλλιτέχνη και ως εκ τούτου είναι έως και καλοδεχούμενη. Αρκεί να μη χαρακτηρίσει αποτυχημένη την παράστασή του ο κριτικός – και δη αυτός του οποίου η άποψη, στην αναπόδραστη υποκειμενικότητά της, θεωρείται έγκυρη και σεβαστή.
Τότε επιστρατεύουν άλλα αφελή «επιχειρήματα» για να αποδυναμώσουν το κριτικό αποτύπωμα. Πρώτο εξ αυτών είναι ότι οι εν λόγω κριτικοί είναι «θεσμικοί», υπηρετούν το Σύστημα – ό,τι νεφελώδες κι αν σημαίνει αυτό στην εποχή των Νέων Μέσων. Αλλά πώς γίνεται να είναι «θεσμικός» ένας σοβαρός κριτικός που εργάζεται σε μία ιδιωτική εκδοτική επιχείρηση, αλλά δεν είναι «θεσμικός» ο καλλιτέχνης που δέχεται «θεσμικό» βραβείο καλύτερου ηθοποιού, που παίζει το παιχνίδι των MME, και παίρνει επιχορήγηση από το κράτος για να δημιουργήσει την παράστασή του;
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι κριτικοί, οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως χρήσιμοι στην προβολή της παράστασης όταν αποφαίνονται θετικά γι’ αυτήν, δεν νομιμοποιούνται να γράφουν αρνητικές κριτικές γιατί «δεν έχουν ιδέα από την τεχνική της, κρίνουν ένα πράγμα χωρίς να ’χουν πιάσει ποτέ με τα χέρια τους το πράγμα το ίδιο», σύμφωνα με πρόσφατη διατύπωση καλού ηθοποιού που ασχολείται και με τη σκηνοθεσία. Αλλά πρέπει να έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική κάποιος για να αποφανθεί αν του αρέσει ή όχι ένα κτίριο; Πρέπει να ξέρει από ραπτική και σχέδιο για να εκτιμήσει ένα όμορφο ρούχο; Τότε οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες ας κάνουν παραστάσεις μόνο για τα μέλη του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και τους φοιτητές των δραματικών σχολών, αφού μόνον αυτοί έχουν τις απαιτούμενες «γνώσεις» να εκτιμήσουν αυτό που παρακολουθούν!
Και κάτι τελευταίο, όσο και αν η σύγκριση μοιάζει ανοίκεια. Σε τι διαφέρει η δυσανεξία στην αρνητική κριτική για μία παράσταση, από τη δυσανεξία ενός αυταρχικού καθεστώτος στην κριτική που ασκείται από δημοσιογράφους και πολιτικούς αναλυτές, ακόμη και από καλλιτέχνες, οι οποίοι άλλοτε και σήμερα λογοκρίνονται και φιμώνονται; Να προστατεύουμε το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης των καλλιτεχνών αλλά να εξαφανιστεί ο κριτικός λόγος όταν δεν κολακεύει και δεν θεραπεύει τις ανασφάλειες των καλλιτεχνών;
Αλλά αν το θέατρο είναι ζωντανό, πρέπει να είναι ζωντανή και η κριτική αποτίμησή του, δηλαδή να παράγει διάλογο, αντιθέσεις ακόμη και συγκρούσεις. Επιπλέον, ο έγκυρος κριτικός λόγος αποτελεί βασική πηγή για την Ιστορία του Θεάτρου. Γι’ αυτό και ο κριτικός έχει χρέος να αποκαλύπτει τη φασίζουσα νοοτροπία (έχει τελικά πολλά πρόσωπα, φορά πολλές μάσκες) που κρύβεται πίσω από οργίλες αντιδράσεις θιγομένων καλλιτεχνών, περιορισμένων στο μικρό παρόν μιας ανάρτησης στο Facebook.