Ο Σάιλοκ συναντάει τον Ελβις

Ο Σάιλοκ συναντάει τον Ελβις

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διασκευή του «Εμπόρου της Βενετίας» από τον Ρούπερτ Γκουλντ ανέβηκε το 2011 για μία μόνο σεζόν στο Στράτφορντ απόν Εϊβον, στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, και μετά εξαφανίστηκε. Τώρα όμως που επέστρεψε στη σκηνή του θεάτρου Αλμέιντα στο Λονδίνο, με πολλούς από τους αρχικούς ερμηνευτές, βρήκα το έργο ακόμα πιο εντυπωσιακό. Τοποθετώντας την πλοκή στο σύγχρονο Λας Βέγκας, ο Γκουλντ παρουσιάζει τον καπιταλισμό, στην πιο κιτς μορφή του, να υφίσταται εισβολή από τη συναισθηματική πραγματικότητα.

Ο Ρούπερτ Γκουλντ δεν είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που συνειδητοποιεί πως το δράμα αυτό του Σαίξπηρ είναι ένα έργο για το χρήμα: το χρήμα που δανείζεται, που τοκίζεται, που κλέβεται, που επενδύεται. Η πιο ευφυής ιδέα του, ωστόσο, είναι ότι αντιπαραθέτει την καζινο-κουλτούρα του Λας Βέγκας με την κάλπικη φαντασμαγορία της σόου μπίζνες. Η Πόρσια, όπως την ερμηνεύει η Σουζάνα Φίλντιγκ, δεν είναι απλώς το έπαθλο σ’ ένα τηλεοπτικό παιχνίδι με τίτλο «Destiny»: σε μία από τις πιο πνευματώδεις στιγμές της παράστασης, δικαιώνει τις κλασικές αναφορές του σαιξπηρικού κειμένου όταν εμφανίζεται σαν χρυσόφτερη Ησιόνη, στόχος κατάκτησης για τον Μπασάνιο, που θυμίζει τον Ηρακλή.

Ωστόσο, η ομορφιά της ερμηνείας της Φίλντινγκ έχει να κάνει κυρίως με τον διφορούμενο χαρακτήρα της. Τη μια στιγμή η Πόρσια που ενσαρκώνει είναι μια ενστικτώδης ρατσίστρια. Στη σκηνή της δίκης, μεταμφιεσμένη σε νεαρό νομομαθή, στήνει για τον Αντόνιο μια σωτηρία της τελευταίας στιγμής που κόβει την ανάσα. Αλλά η πιο υποβλητική εικόνα της Φίλντινγκ είναι όταν εξαγριώνεται αφοπλιστικά, με μουσική υπόκρουση το «Are You Lonesome Tonight», καθώς ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της είναι ερωτευμένος με έναν άνδρα.

Ακόμα κι αν η Πόρσια βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της θεατρικής διασκευής του «Εμπόρου της Βενετίας», ο Σάιλοκ του Ιαν Μακ Ντιάρμιντ δεν είναι λιγότερο διφορούμενος. Στη σκηνή-κλειδί, όταν παλεύει τόσο με την αποστασία της κόρης του όσο και με την επίθεση του Αντόνιο, σκιαγραφεί μια αξιολύπητη φιγούρα καθώς μέσα στη σύγχυσή του χύνει καφέ πάνω στο κοστούμι του.

Ομως, πετώντας απότομα την περούκα απ’ το κεφάλι του στο τέλος της σκηνής, με μια χειρονομία που προμηνύει εκείνη της Πόρσια, ο Μακ Ντιάρμιντ εκφράζει έναν άνθρωπο που εγκαταλείπει τον ρόλο του αφομοιωμένου Εβραίου μέσα σε μια αντισημιτική κοινωνία. Δεν είναι μια ηρωική ερμηνεία, αλλά είναι απολύτως συνεπής με το περίπλοκο πορτρέτο του Σάιλοκ από τον Σαίξπηρ, που τον παρουσιάζει τόσο σαν έναν καπιταλιστή άρπαγα όσο και σαν έναν θυματοποιημένο παρείσακτο.

Διαχρονικός πόλεμος

Θα έτεινε κανείς να πιστεύει ότι το έργο του Τόμας Ντέκερ «Η γιορτή του τσαγκάρη» δεν είναι παρά μια ανέμελη ελισαβετιανή κωμωδία, που δοξάζει το επάγγελμα του παπουτσή. Ομως, η ευφυέστατη νέα διασκευή του Φίλιπ Μπριν, που παρουσιάζεται στο θέατρο Swan του Στράτφορτ απόν Εϊβον από τη Royal Shakespeare Company, έρχεται να μας θυμίσει το σκοτεινό φόντο του έργου: όταν γράφτηκε, το 1599, οι Λονδρέζοι εργάτες ζούσαν με το φόβο ότι θα επιστρατεύονταν για να πολεμήσουν τους Ιρλανδούς.

Το διακρίνεις αυτό από νωρίς στην παράσταση: οι παπουτσήδες εξεγείρονται οργισμένοι εναντίον ενός συναδέλφου τους, του νιόπαντρου Ραλφ, ο οποίος πείθεται να καταταγεί στον στρατό. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Ραλφ πηγαίνει να πολεμήσει στη Γαλλία (που εδώ υποκαθιστά την Ιρλανδία) και γυρίζει πίσω ακρωτηριασμένος. Στο μεταξύ, ο Λέισι, το πλουσιόπαιδο που τον έπεισε να καταταγεί, αποφεύγει τη θητεία και περνάει τις μέρες του μεταμφιεσμένος σε Ολλανδό τσαγκάρη και φλερτάροντας την κόρη του μπακάλη.

Εχοντας υπογραμμίσει τα ταξικά ζητήματα, ο Ντέκερ δεν θίγει και πολύ τις συνέπειές τους και αφήνει τον Λέισι να τη γλιτώσει. Υπάρχει όμως μια αποκαλυπτική στιγμή στην παράσταση, όταν ο Τζος Ο’Κόνορ, που ερμηνεύει τον κομψευόμενο λιποτάκτη, έρχεται αντιμέτωπος με τον Ραλφ, που έχει χάσει τα πόδια του.

Η ευθυμία του έργου αναδίδεται κυρίως από την κωμική φιγούρα του Σάιμον Εϊρ, ο οποίος σημειώνει φοβερή κοινωνική άνοδο –από παπουτσής καταλήγει Λόρδος Δήμαρχος– και τον οποίο ο Ντέιβιντ Τρόουτον ερμηνεύει με την τέλεια δόση αυταρέσκειας.

Ο Φίλιπ Μπριν θα μπορούσε ίσως να μας δώσει περισσότερες εικόνες των τσαγκάρηδων σε ώρα δουλειάς, ωστόσο η παράσταση αυτή είναι μιας πρώτης τάξεως αναβίωση του έργου, που το τοποθετεί πειστικά στην εποχή του. Και όταν, στο τέλος, ο βασιλιάς (Τζακ Χόλντεν) επαναφέρει το θέμα του πολέμου, το έργο μάς υπενθυμίζει πως η επιστράτευση της εργατικής τάξης ποτέ δεν σταματάει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή