Επιτυχία σε πολλά επίπεδα

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015 παρακολουθήσαμε από την Εθνική Λυρική Σκηνή στην κατάμεστη Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών την όπερα –ή ορθότερα «δράση» (Handlung)– «Τριστάνος και Ιζόλδη» σε μουσική και κείμενο του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Είναι το πρώτο ανέβασμα του έργου από την Εθνική Λυρική Σκηνή· προηγούμενες παραστάσεις στη χώρα μας ήταν το 1983 στο Ηρώδειο και σε συναυλιακή μορφή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1995. Από ευχάριστη σύμπτωση, το 2014 παρακολουθήσαμε την όπερα στο Δημοτικό Θέατρο της Φλωρεντίας στις 7 Μαΐου, και στις 21 Δεκεμβρίου στη Βασιλική Οπερα στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου. (Το 2005 είχαμε παρακολουθήσει και τη διάσημη σκηνοθεσία του Πίτερ Σέλαρς με τις βιντεοπροβολές του Μπιλ Βαϊόλα στην Οπερα της Βαστίλλης στο Παρίσι, αλλά αυτό είναι πλέον μια παλιά ιστορία.) Αν και η εκτενής παρουσίαση αυτών των δύο παραστάσεων θα πρέπει να παραμείνει μια υπόσχεση για το μέλλον, με μεγάλη μας ευχαρίστηση οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η σύγκριση δεν υπήρξε καθόλου συντριπτική για την ελληνική παραγωγή.

Ως θέαμα η παράσταση στην Αθήνα υπήρξε πληθωρική, αφού τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα ενδύματα είχε αναλάβει ο Γιάννης Κόκκος μαζί με την ομάδα των συνεργατών του, Αν Μπλανκάρ (δραματουργία), Τζουζέπε ντι Ιόριο (φωτισμοί) και Eρίκ Ντιραντό (βιντεοπροβολές). Εχοντας στο πρόσφατο ενεργητικό του δύο καλοκαιρινές παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Ηρώδειο, το αθηναϊκό κοινό είναι εξοικειωμένο με τη θεατρική γλώσσα του Γιάννη Κόκκου: εντυπωσιακά σκηνικά, σκοτεινά ενδύματα, εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί και μεγάλες, σχεδόν μεγαλορρήμονες, σκηνικές χειρονομίες.

Το κεκλιμένο επίπεδο και ο κατά βάθος χωρισμός της σκηνής με υφασμάτινη διάφανη οθόνη έλυσαν λειτουργικά το σκηνοθετικό πρόβλημα της Α΄ πράξης, η οποία προβλέπει δύο επίπεδα στο πλοίο – κλειστό δωμάτιο και ανοιχτό κατάστρωμα. Η αλλαγή σκηνικού στη Β΄ πράξη ήταν από μόνη της ευπρόσδεκτη σε σχέση με την τάση να χρησιμοποιείται ένα μοναδικό σκηνικό. Το «οικοδομικό» δάσος από τσιμέντα και σωλήνες ήταν πειστικό, ενώ στο τέλος της ίδιας πράξης η αποκάλυψη του βάθους της σκηνής με τον γυμνό βιομηχανικό φωτισμό εξασφάλισε το στοιχείο της έκπληξης στο σημείο της μεγάλης δραματικής ανατροπής. Στη Γ΄ πράξη ο πύργος του Τριστάνου έμοιαζε βγαλμένος από τον κινηματογραφικό «Αμλετ» του σερ Λόρενς Ολίβιε (1948).

Η σκηνοθεσία υπηρέτησε αποτελεσματικά το έργο, εν προκειμένω το μουσικό έργο. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα από πολλά, στην Α΄ πράξη η άκομψα περιπαικτική συμπεριφορά του Τριστάνου προς την Ιζόλδη έμοιασε στιγμιαία παράταιρη. Ομως, η μουσική του Βάγκνερ ήρθε αμέσως να επιβεβαιώσει: ο Τριστάνος πράγματι απευθύνεται στην Ιζόλδη περιπαικτικά. Ο σκηνοθέτης έκανε λοιπόν καλά να μας το επισημάνει. Το πρωταγωνιστικό ζεύγος τραγούδησαν ο Τόρστεν Κερλ και η Αν Πέτερσεν, ερμηνευτές φωνητικά άρτιοι και εκφραστικοί μουσικοί  με σκηνική παρουσία: το ντουέτο της Β΄ πράξης ήταν πραγματικά υπέροχο. Τις ίδιες αρετές διθεταν και οι άλλοι συντελεστές, η εξαιρετική Μπρανγκαίνε της Καταρίνα Νταλάιμαν, ο συγκινητικός Κούρβεναλ του Μίχαελ Φιρ και ο επιβλητικός Βασιλιάς Μάρκε του Ράινχαρτ Χάγκεν.

Οι Ελληνες ερμηνευτές

Αλλά και οι Ελληνες συντελεστές σημείωσαν άριστη παρουσία: για τον Νίκο Στεφάνου ο Βοσκός νομίζουμε υπήρξε ερμηνεία ζωής. Πολύ καλοί ήταν και ο Κωστής Ρασιδάκης ως Τιμονιέρης, ο Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος ως Μέλοτ, αν και θα μπορούσε να είχε βγάλει περισσότερη κακία, αλλά και ο Αντώνης Κορωναίος ως Ναύτης. Επίσης, πολύ καλοί ήταν οι κύριοι της χορωδίας, με εξαίρεση τα αναιμικά έσωθεν χορωδιακά, πρόβλημα που θα πρέπει μάλλον να χρεωθεί στην ακουστική του χώρου.

Ομως τα διαπρεπέστερα εύσημα αρμόζουν στον αφανή αλλά πανταχού ηχούντα πρωταγωνιστή της τάφρου, την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία πραγματικά κατέκτησε μια νέα ερμηνευτική στάθμη. Δεν είναι μυστικό ότι σε αυτό καίρια υπήρξε η συμβολή των προπαρασκευαστών Κρίστοφ Πόπεν και Αντρέας Σούλτζε-Φλόραϊ, οι οποίοι προετοίμασαν την ορχήστρα μαζί με τον αρχιμουσικό Μύρωνα Μιχαηλίδη, ο οποίος και διηύθυνε την παράσταση. Η ερμηνεία που ακούσαμε συνδύαζε τη δομική καθαρότητα που απαιτεί η θεματική ανάδειξη του μουσικού κειμένου, τον δουλεμένο ήχο με την αλληλοδιείσδυση των μουσικών φράσεων και την αμείωτη συναισθηματική φόρτιση. Η πρωτόγνωρη πρόσκληση από τον Μύρωνα Μιχαηλίδη να ανέβει στο τέλος της παράστασης όλη η ορχήστρα επί σκηνής ήταν απολύτως δικαιολογημένη – όπως και το θερμό χειροκρότημα που τους αποθέωσε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή