Σε αναζήτηση… εμβολίου για το χρέος

Σε αναζήτηση… εμβολίου για το χρέος

Η «Κ» ανοίγει τον φάκελο για την αντιμετώπιση της βαριάς κληρονομιάς της πανδημίας του κορωνοϊού

σε-αναζήτηση-εμβολίου-για-το-χρέος-561279706

Eνώ η Ευρώπη εξακολουθεί να βασανίζεται από την πανδημία Covid-19, διανύοντας το τρίτο κύμα της, έχει αρχίσει να προβληματίζεται για τις κατάλληλες πολιτικές της επόμενης μέρας, έτσι ώστε η οικονομία της να επουλώσει τις πληγές και να επιστρέψει σε μια πορεία ευημερίας.

Τα όργανα της Ε.Ε. αλλά και ανεξάρτητοι οικονομολόγοι διατυπώνουν προτάσεις το τελευταίο διάστημα, για προβλήματα που αργά ή γρήγορα θα μπουν στα τραπέζια των κυβερνητικών και ευρωπαϊκών κέντρων αποφάσεων και θα καθορίσουν το αύριο των οικονομιών. Ανάμεσα στα προβλήματα αυτά  ξεχωρίζει η αντιμετώπιση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, που συσσωρεύεται αυτή την περίοδο σαν να μην υπάρχει αύριο, με τη βοήθεια της ΕΚΤ και των κρατών. Μόνο που αύριο υπάρχει. 

Στήριξη επιχειρήσεων

Στο τελευταίο Eurogroup της 15/2 παρουσιάστηκε έγγραφο της Κομισιόν, που εισηγείτο στήριξη των επιχειρήσεων όταν θα λήξουν τα γενικευμένα καθεστώτα της πανδημίας, με στοχευμένο τρόπο, μόνο προς τις βιώσιμες μονάδες. Στόχος είναι να αποφευχθούν οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία, αλλά έχουν προοπτικές, όταν αυτή εκλείψει. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το τελευταίο τρίμηνο του 2020, δάνεια 587 δισ. ευρώ ήταν σε αναστολή, εκ των οποίων περίπου το 60% ήταν επιχειρηματικά. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο μέγεθος έφτασε τα 18,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ή τα 28,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, που μετράει και τις αναστολές των δανείων που έχουν αγοράσει τα funds. Περίπου τα μισά είναι επιχειρηματικά. Από αυτά, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι θα προκύψουν νέα κόκκινα δάνεια 8-10 δισ. ευρώ. Με το ύψος των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα να είναι το υψηλότερο με διαφορά στην Ευρωζώνη, στο 35,8%, σύμφωνα με την 9η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, την περασμένη εβδομάδα, έναντι περίπου 3,5% στην Ευρωζώνη, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος με το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα την επόμενη μέρα – και οι τράπεζές της.

Η στόχευση των μέτρων στήριξης βρίσκεται ήδη στις επιλογές της κυβέρνησης ακόμη και για τα τρέχοντα μέτρα, καθώς ο προϋπολογισμός πιέζεται αφόρητα με την παράταση των lockdowns και δεν μπορεί να δαπανά πλέον χωρίς περιορισμούς. O υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας είπε στο Eurogroup ότι τα μέτρα τόνωσης της ρευστότητας θα χρειαστεί να γίνουν ακόμη πιο στοχευμένα, στη φάση της ανάκαμψης, στηρίζοντας βιώσιμες επιχειρήσεις να επανεκκινήσουν. Ωστόσο, ο διαχωρισμός δεν θα είναι απλός. Ούτως ή άλλως, τα «λουκέτα» θα κλυδωνίσουν την οικονομία και θα χρειαστούν οπωσδήποτε μέτρα στήριξης τουλάχιστον των εργαζομένων των επιχειρήσεων που θα κλείσουν. Σε αυτό συμφωνούν οι οικονομολόγοι και οι αξιωματούχοι που μιλούν σήμερα στην «Κ». Στο  Eurogroup του Απριλίου η συζήτηση θα συνεχιστεί με την παρουσίαση των πτωχευτικών νομοθετικών πλαισίων των χωρών, σε μια πιθανή προσπάθεια συντονισμού. 

Εξίσου δυσεπίλυτο δείχνει το πρόβλημα της συσσώρευσης δημοσίου χρέους στην περίοδο της πανδημίας. Η συζήτηση αγγίζει το ταμπού της διαγραφής, την οποία οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εξακολουθούν –όχι απαραιτήτως χωρίς λόγο– να ξορκίζουν, ανασύροντας στην Ελλάδα μνήμες των πρώτων μνημονιακών χρόνων. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ χαρακτήρισε στις αρχές του μήνα «αδιανόητη» τη διαγραφή χρέους που διακρατείται στη Φρανκφούρτη, ξεκαθαρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε παραβίαση της Συνθήκης της Ε.Ε., η οποία απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση του χρέους. Είχε προηγηθεί πρόταση πάνω από 100 οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων του Γάλλου Τομά Πικετί και του Ούγγρου πρώην επιτρόπου Αντορ Λάζλο, να διαγραφεί το χρέος που διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αντιστοιχεί στο 25% του συνολικού χρέους των κρατών-μελών, ήτοι περίπου 2,5 τρισ. ευρώ.

Το επιχείρημα είναι εύλογο: Σε αντίθετη περίπτωση, τα κράτη-μέλη θα υποχρεωθούν είτε να επιβάλουν φόρους είτε να περικόψουν δαπάνες για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, δηλαδή θα λειτουργήσουν αντιαναπτυξιακά. Το επιχείρημα υιοθέτησε και ο νομπελίστας οικονομολόγος Χριστόφορος Πισσαρίδης, αν και έχει κάποιες επιφυλάξεις για το πλήγμα που ενδεχομένως θα υποστεί η αξιοπιστία των συναλλαγών στο μέλλον από μια τέτοια πρακτική. Η άλλη άποψη λέει ότι το κόστος θα επωμισθούν οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες και άρα εμμέσως οι προϋπολογισμοί των κρατών-μελών, επομένως δεν έχει νόημα μια τέτοια πρακτική. 

Στο 208,9% του ΑΕΠ

Το πρόβλημα του δημοσίου χρέους είναι βεβαίως οξύτατο στην Ελλάδα, καθώς το ύψος του έφτανε στο 208,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, με βάση τον προϋπολογισμό του 2021, αν και το προφίλ του καθώς και οι όροι εξόφλησής του είναι ευνοϊκοί. Απασχολεί, όμως, πλέον και την Ευρωζώνη όπου κατά μέσον όρο είχε φτάσει το 97,3% του ΑΕΠ στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2020, με κυριότερο «αγκάθι» βεβαίως την Ιταλία, όπου βρισκόταν στο 154,2% την ίδια περίοδο. Και μπορεί μεν η κατάσταση να είναι υπό έλεγχο όσο η ΕΚΤ αγοράζει αφειδώς ομόλογα και οι αποδόσεις είναι χαμηλές, αλλά αυτό μπορεί κάποια στιγμή να αλλάξει. Και τότε, προειδοποιούν οι οικονομολόγοι, ίσως είναι αργά για αποφάσεις. «Με υψηλότερα επίπεδα χρέους και λιγότερη υποστήριξη από την κεντρική τράπεζα, η αστάθεια στην αγορά μπορεί να επιστρέψει, καθοδηγούμενη από πολιτικές και δημοσιονομικές εξελίξεις», έγραφε πρόσφατα σε άρθρο του στο Bruegel o γνωστός μας πρώην πρόεδρος του Euroworking Group Τόμας Βίζερ. Για να περιοριστεί ο  κίνδυνος αυτής της αστάθειας, ο ίδιος πρότεινε να ξεκαθαρίσει εγκαίρως το δημοσιονομικό τοπίο στην Ε.Ε., με τον καθορισμό των νέων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. 

Οι κανόνες

Η αναθεώρηση κάποιων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας έρχεται έτσι στο προσκήνιο και πάλι. Μια συζήτηση που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2020, «πάγωσε» λόγω πανδημίας και επανέρχεται τώρα, ενόψει της εξόδου από αυτήν. Το πρώτο βήμα, πάντως, θα είναι οι αποφάσεις για την παράταση ή μη και με ποιους όρους της «ρήτρας γενικής διαφυγής», που επιτρέπει και για το 2021 τη δημιουργία ελλειμμάτων χωρίς όριο ακόμη στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΥΤΕΝΤΑΚΗΣ, επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή

Τα χρέη δεν εξαφανίζονται, απλώς αναδιανέμονται

Σε αναζήτηση… εμβολίου για το χρέος-1Η διαχείριση της κατάστασης μετά την πανδημία ίσως να αποδειχθεί εξίσου δύσκολη με τη διαχείριση της ίδιας της πανδημίας. Οι βασικές προκλήσεις θα είναι το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος και για να συζητηθούν σοβαρά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το χρέος συνιστά ένα πραγματικό οικονομικό βάρος που στο τέλος πάντα κάποιος επωμίζεται. Είτε ο οφειλέτης είτε ο πιστωτής, είτε κάποιος οιονεί εγγυητής που το αναλαμβάνει εκ μέρους του οφειλέτη. Δεν μπορεί απλώς να εξαφανιστεί χωρίς συνέπειες.

Οσον αφορά το ιδιωτικό χρέος, το βασικό ζητούμενο είναι ο τρόπος, τα κριτήρια και η έκταση της κρατικής παρέμβασης, κάτι που πρακτικά συμπυκνώνεται στο ερώτημα πόσο ιδιωτικό χρέος θα αναλάβει ο δημόσιος τομέας. Με δεδομένο ότι οι δημόσιοι πόροι είναι περιορισμένοι, οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι στοχευμένες και με σαφή κριτήρια.

Στις περιπτώσεις των νοικοκυριών τα κριτήρια είναι πρωτίστως κοινωνικά, ενώ στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και κριτήρια βιωσιμότητας. Η χρήση δημόσιων πόρων για τη συντήρηση ιδιωτικών επιχειρήσεων που δεν συνεισφέρουν ούτε στα δημόσια έσοδα ούτε στην απασχόληση δεν είναι μόνο οικονομικά αναποτελεσματική αλλά και κοινωνικά άδικη. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι που απασχολούνταν σε αυτές πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους αλλά, αντίθετα, πρέπει να χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι για τη μετάβασή τους σε άλλες δραστηριότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και συνεισφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Οσον αφορά το δημόσιο χρέος, η συζήτηση δεν αφορά μόνο τη χώρα μας αλλά και άλλες χώρες με υψηλό χρέος, σημαντικό μέρος του οποίου διακρατείται πλέον από την ΕΚΤ. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η πρόταση του Thomas Piketty και άλλων οικονομολόγων για διαγραφή του δημόσιου χρέους που κατέχει στο χαρτοφυλάκιό της η ΕΚΤ προκειμένου να διευρυνθούν τα δημοσιονομικά περιθώρια των ευρωπαϊκών κρατών.

Πράγματι, η διαγραφή του χρέους θα απαλλάξει τα κράτη-μέλη από τις μελλοντικές αποπληρωμές για την εξυπηρέτησή του. Από την άλλη μεριά όμως, η ΕΚΤ θα καταγράψει απώλειες που θα μεταφερθούν ως μειωμένα κέρδη στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Με δεδομένο ότι κάθε εθνική κεντρική τράπεζα αποδίδει σχεδόν το σύνολο των κερδών της στον κρατικό προϋπολογισμό, τα οφέλη που θα προκύψουν από τη διαγραφή του χρέους θα εξουδετερωθούν πλήρως από αυτά τα μειωμένα έσοδα. Μια διαγραφή των κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ δεν θα έχει κανένα δημοσιονομικό αποτέλεσμα παρά μόνο αν γίνει επιλεκτικά και όχι συνολικά ώστε να διευρύνει τα δημοσιονομικά περιθώρια κάποιων χωρών περιορίζοντας κάποιων άλλων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή