Ενάντια στη μιζέρια: τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας

Ενάντια στη μιζέρια: τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε σχεδόν αποκλειστικά στα αρνητικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Αλλά είναι εξίσου απαραίτητο να έχουμε υπόψη μας τα επιτεύγματά μας την προηγούμενη δεκαετία.

Ενα πρωτογενές έλλειμμα 24 δισ. ευρώ το 2009, μειώθηκε στα 6 δισ. μέχρι το 2011, εκμηδενίστηκε το 2013 και στη συνέχεια μετατράπηκε σε πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο κάθε χρόνο υπερέβαινε σημαντικά τους στόχους του μνημονίου, παρά τις συνεχείς αμφισβητήσεις των θεσμών και τις πιέσεις για τη λήψη επιπρόσθετων –αλλά περιττών στην ουσία – μέτρων. Η υπέρβαση των στόχων μεταξύ 2015 και 2019 ανήλθε σε 7,2 π.μ. του ΑΕΠ. Το εντυπωσιακό είναι ότι το συντριπτικό μέρος αυτής της πρωτόγνωρης διεθνώς προσαρμογής προήλθε από τη μεριά των δαπανών. Μεταξύ του 2009 και του 2019, ένα πρωτογενές έλλειμμα 24 δισ. μετατράπηκε σε πλεόνασμα 6,6 δισ., μια προσαρμογή 30,6 δισ., λόγω της μείωσης των δαπανών κατά 33,6 δισ. και της μείωσης των εσόδων κατά 3 δισ. Τα πλεονάσματα, συνεπώς, δεν επετεύχθησαν λόγω της υπερφορολόγησης αλλά παρά την υπερφορολόγηση, που απλώς εκτόξευσε την παραοικονομία. Οπως επίσης δεν ήταν η αιτία για την σημαντική μείωση των δημοσίων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Οι κυβερνήσεις της περιόδου 2013-2019 δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την τεράστια μείωση των δημοσίων επενδύσεων, διότι δεν κατάφεραν να κινητοποιήσουν τον κρατικό μηχανισμό για τον σχεδιασμό και την υλοποίησή τους, περιορίζοντας την αύξηση του ΑΕΠ. Αν το είχαν καταφέρει, τα πλεονάσματα θα ήταν ακόμη υψηλότερα.

Ο δείκτης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας είχε καταρρεύσει κατά 31% μεταξύ του 2000 και του 2009, λόγω της πολιτικής των ανεξέλεγκτων παροχών που στηρίχθηκε στον φθηνό εξωτερικό δανεισμό και οδήγησε στη διόγκωση της εγχώριας ζήτησης, των σχετικών τιμών και μισθών και την εκτίναξη των εισαγωγών. Αυτή ήταν η γενεσιουργός αιτία, ούτε η υποτιθέμενη πίεση των συνδικάτων ούτε η φοβία των εργοδοτών για «εργατικές αναταραχές». Η ανταγωνιστικότητα ανέκαμψε στη συνέχεια κατά 20% μέχρι το 2019, εξαλείφοντας στην πράξη το σύνολο της υποχώρησης, οδηγώντας στην αύξηση των εξαγωγών μας κατά 18 δισ. (+36%) ώς το 2019, εκμηδενίζοντας ουσιαστικά το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών που είχε υπερβεί τα 32 δισ. ήδη από το 2007.

Η ελληνική οικονομία, παρά την άκρως αντιαναπτυξιακή πολιτική με την οποία επιβλήθηκε η εφαρμογή των μνημονίων και τις ενδιάμεσες «εκτροπές», έχει ήδη σημειώσει σημαντική και κυρίως συστηματική πρόοδο ως προς την ενίσχυση της εξωστρέφειάς της. Οπως πολύ ορθά σημειώνεται και στην Εκθεση Πισσαρίδη, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία των εξωστρεφών κλάδων της χώρας βρίσκεται σε συνεχή άνοδο, ενώ οι εσωστρεφείς κλάδοι βρίσκονται σε συνεχή πτώση από το 2010 ώς σήμερα. Σε ένα σημαντικό βαθμό η εξέλιξη αυτή οφείλεται στις εκπληκτικές επιδόσεις του τουρισμού –132 δισ. συνολικά έσοδα το 2010-19 – με τη συνδρομή της ναυτιλίας, ενώ υστερούν ακόμη άλλοι εξωστρεφείς κλάδοι, που έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να βελτιώσουν τις διεθνείς επιδόσεις τους.

Οι εξελίξεις στην παραγωγικότητα και το ΑΕΠ ήταν πολύ καλύτερες την τελευταία πενταετία από την εικόνα που δείχνουν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Αλλιώς δεν μπορεί να ερμηνευθεί η αύξηση της απασχόλησης κατά 400.000 θέσεις μεταξύ 2013 και 2019, ενώ παράλληλα η μισθωτή απασχόληση αυξανόταν κατά 125.000 θέσεις τον χρόνο κατά μέσον όρο. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 2% ετησίως ακόμα και το 2015 και το 2016, όταν τα επίσημα στοιχεία έδειξαν ύφεση, και τα επόμενα έτη αυξήθηκε με υψηλότερους από το ΑΕΠ ρυθμούς. Γεγονός που, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή αύξηση του εξωτερικού εμπορίου, υποδηλώνει ότι η οικονομική δραστηριότητα και η παραγωγικότητα ήταν υψηλότερες από τις επίσημες μετρήσεις. Με τον τρόπο αυτό ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η χώρα μας έχει εισέλθει σε μια πορεία συστηματικής ανάκαμψης και αναστροφής των τεράστιων κοινωνικών επιπτώσεων από την εκρηκτική ανεργία που μας οδήγησαν η κρίση χρέους / χρεοκοπία, οι τιμωρητικές πολιτικές που επέβαλαν οι εταίροι μας, η εσωστρεφής οικονομία που είχε διογκωθεί την προηγούμενη δεκαετία και η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης που συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην επιβράδυνση του ρυθμού ανάκαμψης.

Τα επιτεύγματα αυτά σε μια τόσο βραχεία χρονική περίοδο είναι πραγματικά πρωτόγνωρα και εντυπωσιακά σε παγκόσμιο επίπεδο και οφείλονται στις εκτεταμένες και βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας με υπέρογκο –και σε ένα μεγάλο βαθμό αχρείαστο– κοινωνικό κόστος εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών. Αλλά οδήγησαν στην έναρξη μιας συστηματικής παραγωγικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας, μιας ανάπτυξης, δηλαδή, των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, σε όρους πολιτικής οικονομίας. Σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με εξαιρετικό δυναμισμό και εξαγωγικό προσανατολισμό και ένα εξαιρετικού επιπέδου εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων μας. Δεν το δηλώνουν μόνο οι ξένοι επενδυτές, αλλά και οι χιλιάδες επιχειρήσεις του εξωτερικού που αξιοποίησαν τις σχεδόν 500.000 νέους που μετανάστευσαν, σε αντίθεση με τις εγχώριες γκρίνιες για «ελλείψεις κατάλληλου εργατικού δυναμικού». Αυτό το πολύτιμο παραγωγικό και ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να διασωθεί από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Αυτή πρέπει να είναι η άμεση προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής τους επόμενους μήνες μαζί με την καταπολέμηση των νέων ανισοτήτων. Η κρίσιμη προϋπόθεση για τη συνέχιση της πορείας μας είναι η διατήρηση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας, δηλαδή η δημοσιονομική σταθερότητα και η ταχύτερη δυνατή επιστροφή σε ήπια αλλά επαρκή δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα, που αποτελεί και απαραίτητη προϋπόθεση για την εξυγίανση και τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μάλλον, όμως, είναι αδύνατον να ανακτήσουμε την οικονομική πρόσβαση σε μια αγορά 70 εκατομμυρίων γειτόνων μας, που είχε πετύχει η επέκταση του τραπεζικού μας συστήματος στα Βαλκάνια πριν από την κρίση. Αυτό ήταν το ισχυρότερο στρατηγικό πλήγμα στον χρηματοπιστωτικό μας τομέα.

Πρωτογενές πλεόνασμα δεν συνεπάγεται «λιτότητα». Μια ετήσια αύξηση των δημοσίων δαπανών και εσόδων λίγο χαμηλότερη από την αύξηση του ΑΕΠ, μπορεί να δημιουργήσει πολύ σημαντικό δημοσιονομικό χώρο για άσκηση πολιτικών την τρέχουσα δεκαετία. Το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, παρά τις κατά καιρούς προεκλογικές «εξάρσεις» και τις δικαστικές αποφάσεις, έχει μπει σε μια πορεία σταθερότητας και η βιωσιμότητά του μπορεί να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο, αρκεί η περαιτέρω μείωση των εισφορών και η εισαγωγή του δημόσιου κεφαλαιοποιητικού συστήματος στις επικουρικές συντάξεις να γίνουν προσεκτικά και βαθμιαία όταν η οικονομία ξαναμπεί σε ασφαλή πορεία ανάπτυξης μετά την πανδημία.

Το ύψος του δημοσίου χρέους είναι ένας παράγοντας ανησυχίας, αλλά το βάρος αυτό προσδιορίζεται όχι μόνο από την αναλογία του στο ΑΕΠ αλλά πολύ περισσότερο από τις δανειακές ανάγκες του Δημοσίου την τρέχουσα δεκαετία σε σχέση με την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και τις δημοσιονομικές της επιδόσεις, όπως έδειξαν και τα επιτόκια δανεισμού το 2020. Η συμβολή της ΕΚΤ είναι σημαντική και κρίσιμη, αλλά η μείωση των επιτοκίων δανεισμού άρχισε πολύ νωρίτερα, όταν η χώρα αποδείκνυε χρόνο με τον χρόνο τη δημοσιονομική της αποφασιστικότητα.

Η μεγάλη ευκαιρία των νέων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων, η συνέχιση του εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα, της Δικαιοσύνης, του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, του εκπαιδευτικού συστήματος, της φορολογίας, της δημόσιας υγείας, της κοινωνικής προστασίας, της καινοτομίας, του περιβάλλοντος και των λοιπών τομέων που αναγνωρίζονται από όλες τις πλευρές, μπορούν να επιταχύνουν και να εμβαθύνουν την πρόοδό μας.

* Ο κ. Ηλίας Κικίλιας είναι διευθυντής Ερευνών ΕΚΚΕ, γενικός διευθυντής ΙΝΣΕΤΕ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή