Εχουν περάσει 18 χρόνια από την τελευταία ολοκληρωμένη αναθεώρηση της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και σήμερα έρχεται να εκσυγχρονίσει το πλαίσιο της νομισματικής της πολιτικής. Η νέα προσέγγιση αποτυπώνει την εμπειρία των παρατεταμένα χαμηλών πραγματικών και ονομαστικών επιτοκίων, την ανάγκη και τη σημασία των μη συμβατικών εργαλείων πολιτικής υπό αυτές τις συνθήκες, την αξία του να περιφρουρηθεί ο μηχανισμός μεταφοράς της νομισματικής πολιτικής διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής.
Από μία άποψη, η ΕΚΤ προσδίδει κάτι το ήπιο στη στρατηγική της υπό τις τρέχουσες συνθήκες των χαμηλότατων ονομαστικών και πραγματικών επιτοκίων. «Οταν η οικονομία τείνει στα χαμηλότερα όρια των επιτοκίων, αυτό απαιτεί είτε δυναμικά είτε σταθερά μέτρα νομισματικής πολιτικής, ώστε να αποτραπεί μια δυσμενής απόκλιση από το να καταστεί ο στόχος του πληθωρισμού εδραιωμένος. Επίσης, ίσως να υποδηλώνει μια μεταβατική περίοδο, στο πλαίσιο της οποίας ο πληθωρισμός υπερβαίνει κατά τι τον ανωτέρω στόχο», όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΚΤ. Αυτή η αυτολεξεί αναφορά σε προσωρινή υπέρβαση δεν παραπέμπει σε έναν μέσο όρο πληθωρισμού αντίστοιχο με εκείνον της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Η ΕΚΤ δεν δείχνει να αποσκοπεί κυριολεκτικά σε μια τέτοια εξέλιξη. Εντούτοις άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη ανοχή σε προσωρινή υπέρβαση από όσο είχαμε προβλέψει. Σύμφωνα δε με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, το Δ.Σ. της ενέκρινε ομόφωνα τη νέα στρατηγική. Ακόμα και τα παροιμιώδη «γεράκια» τελικά την αποδέχθηκαν. Διαμορφώνεται πλέον εκ νέου το σκηνικό για τις μελλοντικές συζητήσεις εντός του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, χωρίς, ωστόσο, να τροποποιεί την πιθανή τους έκβαση, όπως εκτιμούμε εμείς.
Το αποτέλεσμα της αναθεώρησης της στρατηγικής της ΕΚΤ δεν μεταβάλλει τις προοπτικές της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη: η ανάπτυξη της οικονομίας και ο πληθωρισμός πιθανολογούμε πως θα εκπλήξουν την ΕΚΤ, εμφανίζοντας άνοδο στα τέλη του 2021 και το 2022, ακριβώς όπως έχει συμβεί φέτος. Αφότου περιορίσει έως ένα βαθμό τις αγορές τίτλων επείγοντος χαρακτήρα από τον Σεπτέμβριο ή τον Δεκέμβριο φέτος εντός του ευέλικτου προγράμματος της πανδημίας ΡΕΡΡ, η ΕΚΤ ίσως να αναδιπλωθεί περαιτέρω από τον Απρίλιο του 2022 και μετά. Κατά την εκτίμησή μας, οι καθαρές αγορές ομολόγων θα ολοκληρωθούν τον Σεπτέμβριο του 2023, πριν από την πρώτη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Για να το θέσουμε διαφορετικά, προβλέπουμε πως η ΕΚΤ θα ξεκινήσει να θέτει πάλι την πολιτική της σε κανονικό πλαίσιο νωρίτερα από όσο η ίδια έχει εκτιμήσει πως θα κάνει.
* Ο κ. Holger Schmieding είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.