Ιδιαίτερη προσοχή συνιστά το ΔΝΤ στην ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ για το χρονικό διάστημα που θα ανακαλέσει τα έκτακτα μέτρα στήριξης της αμερικανικής οικονομίας και ειδικότερα για τον τρόπο με τον οποίο θα κοινωνήσει την απόφασή της στις αγορές.
Μία ημέρα μετά την απόφαση της ΕΚΤ να διατηρήσει τα αρνητικά επιτόκια μέχρι το 2024 και να συνεχίσει τις μηνιαίες αγορές ομολόγων αμείωτες και για μεγάλο χρονικό διάστημα, το Ταμείο προειδοποιεί τη Federal Reserve ότι όταν αποφασίσει να ανακοινώσει τη σταδιακή ανάκληση των δικών της έκτακτων μέτρων στήριξης πρέπει να κοινοποιήσει με πολλή προσοχή τη συλλογιστική της. Ζητούμενο, σύμφωνα με το Ταμείο, είναι να διασφαλίσει η Federal Reserve πως η ανάκληση της άκρως αναπτυξιακής πολιτικής της και η σταδιακή μείωση και ο τερματισμός των μηνιαίων αγορών ομολόγων γίνονται με συντεταγμένο και διαφανή τρόπο. Το Ταμείο έχει εκφράσει φόβους πως μπορεί να επαναληφθεί η ατυχής εξέλιξη του 2013, όταν η Fed ανακοίνωσε πως θα μειώσει τις αγορές ομολόγων και προκάλεσε άμεσα μαζικές εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές. Τώρα εκφράζει ανησυχία πως στην περίπτωση που επαναληφθεί η ίδια εξέλιξη, οι αναδυόμενες αγορές θα πληγούν σε μια στιγμή κρίσιμη για την ανάκαμψη των οικονομιών τους.
Οπως χαρακτηριστικά προειδοποιεί στην έκθεσή του για την αμερικανική οικονομία, «θα χρειαστεί πολύ προσεκτική επικοινωνιακή πολιτική στη διαχείριση της μετάβασης σε μια πιο περιοριστική πολιτική», ενώ καλεί τη Fed «να διαβεβαιώσει ότι θα εξακολουθήσει να προσφέρει ισχυρή στήριξη στην οικονομία κατά την προετοιμασία για τη σταδιακή μείωση των αγορών ομολόγων». Τονίζει, επίσης, ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ πρέπει να μεριμνήσει ώστε να αποφευχθούν «τυχόν παρερμηνείες από τις αγορές, μεγάλη αστάθεια και ανεπιθύμητη στροφή σε ιδιαίτερα αυστηρούς όρους χρηματοδότησης».
Σε ό,τι αφορά, πάντως, τον τρόπο που χειρίστηκε την κρίση της πανδημίας για το εσωτερικό της αμερικανικής οικονομίας, το Ταμείο επικροτεί τη Fed τονίζοντας ότι ήταν έως τώρα «εξαιρετικά αποτελεσματική» καθώς στήριξε την ανάκαμψη της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο με τη δέσμευσή της να ανεχθεί βραχυπρόθεσμα πληθωρισμό άνω του 2%. Επικροτεί εξίσου τα σχέδια της κυβέρνησης Μπάιντεν να προχωρήσει σε εκτεταμένες επενδύσεις σε έργα υποδομής, να χορηγήσει βοήθεια στα αμερικανικά νοικοκυριά, να τονώσει τη συμμετοχή περισσότερων ομάδων του πληθυσμού όπως οι γυναίκες και οι νέοι στην αγορά εργασίας, και να βελτιώσει την παραγωγικότητα της εργασίας και της αμερικανικής οικονομίας. Τονίζει, πάντως, πως «μια καλύτερη στόχευση των πολιτικών» θα μπορούσε να ενισχύσει τον αντίκτυπο που θα έχουν στη ζήτηση αλλά και στην επίτευξη μεγαλύτερης ισότητας μεταξύ των πολιτών, ενώ παράλληλα μπορούν να περιορίσουν τον κίνδυνο παγίωσης των πληθωριστικών πιέσεων.
Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες, συνιστά στην κυβέρνηση Μπάιντεν να δώσει προτεραιότητα σε προγράμματα που ενισχύουν κυρίως την παραγωγικότητα και τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, που συνεισφέρουν στη μείωση της φτώχειας και διευκολύνουν τη μετάβαση στην οικονομία με μικρότερο αποτύπωμα άνθρακα.
Παράλληλα, το Ταμείο υπογραμμίζει πως η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να κάνει περισσότερα για να διασφαλίσει υψηλότερα φορολογικά έσοδα, όπως, για παράδειγμα, να καταργήσει τις φοροαπαλλαγές στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, να αυξήσεις τους φόρους των πολιτειών και να προχωρήσει σε φορολογική μεταρρύθμιση σε ό,τι αφορά τους εταιρικούς φόρους, φορολογώντας τα έσοδα και όχι τα κέρδη των εταιρειών.