Ηδη πριν από την COVID-19, πολλές οικονομίες παγκοσμίως αντιμετώπιζαν δύσκολες συνθήκες. Η πραγματική αύξηση των μισθών μετά την οικονομική κρίση του 2008-09 παρέμεινε χαμηλή και οδήγησε εκατομμύρια εργαζομένους σε χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας καθώς και σε θέσεις εργασίας περιορισμένων δεξιοτήτων, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών. Αρκετοί σήμερα απασχολούνται στους τομείς που έπληξε περισσότερο η πανδημία, όπως το λιανεμπόριο, ο τουρισμός και η εφοδιαστική αλυσίδα.
Τα μειωμένα επίπεδα επιχειρηματικής δραστηριότητας και οι χαμηλοί μισθοί είχαν ήδη διαβρώσει τη φορολογική βάση. Για την αντιμετώπιση των συνεπειών του lockdown, οι κυβερνήσεις στον ανεπτυγμένο κόσμο αναγκάστηκαν να παρέχουν τεράστιες έκτακτες ενισχύσεις στις οικονομίες τους, όπως επιδοτήσεις. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα διογκώνονται, ενώ παράλληλα χάνονται εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Οι κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με δύσκολες επιλογές όσον αφορά τον τρόπο αποπληρωμής του αυξανόμενου χρέους. Οι αποφάσεις για το πώς θα εξισορροπήσουν την παροχή κινήτρων για ανάπτυξη με την ανάγκη για αύξηση των εσόδων, μπορούν να οδηγήσουν σε αναδιαμόρφωση των εθνικών και διεθνών φορολογικών συστημάτων, τα οποία είναι βασισμένα σε μοντέλα που ελάχιστα έχουν αλλάξει εδώ και δεκαετίες.
Εστιάζοντας στην άμεση αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, ο μακροπρόθεσμος οικονομικός σχεδιασμός των χωρών διακόπηκε, καθυστερώντας έτσι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και τις επενδύσεις στην τεχνολογία και σε ανθρώπινο δυναμικό, που είναι απαραίτητο για την επίτευξη μεταρρυθμίσεων.
Αν και πολλά από τα ζητήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν σε εθνικό επίπεδο, ορισμένα, όπως η φορολόγηση της ψηφιακής δραστηριότητας, έχουν μια διεθνή συνιστώσα, και η επίλυσή τους απαιτεί κάποιο βαθμό συμβιβασμού και συνεργασίας. Η διασφάλιση μιας ανάκαμψης χωρίς αποκλεισμούς είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων, καθώς έχει παρατηρηθεί πως οικογένειες χαμηλού εισοδήματος αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες, ενώ οι πιο ευκατάστατες αξιοποίησαν τα lockdowns ως ευκαιρία για να περιορίσουν τα έξοδά τους και να μειώσουν τα χρέη τους.
Για τις κυβερνήσεις η πρόκληση έγκειται στη μεταρρύθμιση των φορολογικών συστημάτων τους με τρόπους που συμβάλλουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης εν μέσω εξαιρετικά αβέβαιων συνθηκών και στην ενθάρρυνση των εταιρειών να διοχετεύσουν κεφάλαια σε επενδυτικά έργα.
Λόγω της αύξησης της ανεργίας και της συρρίκνωσης της βάσης του φόρου εισοδήματος, οι κυβερνήσεις ίσως βρεθούν στον πειρασμό να μετατοπίσουν το βάρος της φορολογίας προς την κατανάλωση και τα κέρδη των εταιρειών. Υπάρχουν ωστόσο μειονεκτήματα στη φορολόγηση των εταιρικών κερδών, επειδή κάτι τέτοιο λειτουργεί ως αντικίνητρο για τις επενδύσεις. Αν όμως η αυξημένη φορολογία των εταιρειών συνδυαστεί με περισσότερα κίνητρα υπέρ των επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη καθώς και σε κατάρτιση και εκπαίδευση, τότε είναι λιγότερο πιθανό να έχουν αρνητικό αντίκτυπο.
Oι φόροι κατανάλωσης, αν δεν σχεδιαστούν προσεχτικά, έχουν την τάση να είναι λιγότερο αποτελεσματικοί. Τα φτωχότερα νοικοκυριά δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους στην κατανάλωση σε σύγκριση με τα πιο εύπορα, και επομένως είναι πιο εκτεθειμένα στους φόρους κατανάλωσης.
Οι φόροι επί της περιουσίας και επί των κεφαλαιουχικών κερδών είναι άλλη μια επιλογή για την αντιμετώπιση ζητημάτων ανισότητας του πλούτου και την ανάγκη για περισσότερη ισότητα στα φορολογικά συστήματα. Οι κυβερνήσεις, οι οποίες πρέπει να ενθαρρύνουν τους επιχειρηματίες και τα άτομα που αναλαμβάνουν επενδυτικούς κινδύνους, ενδεχομένως θα βρεθούν σε δύσκολη θέση εάν προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι επίσης σημαντικό να αναγνωριστούν και οι εγγενείς δυσκολίες στη φορολόγηση ορισμένων μορφών περιουσίας. Η παρέμβαση σε καθιερωμένα μοντέλα φορολόγησης εταιρικής ιδιοκτησίας και ελέγχου θα μπορούσε να αποθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και την ανάληψη επενδυτικών κινδύνων σε τομείς που έχουν τη δυνατότητα να ωφελήσουν την ευρύτερη οικονομία.
Οι κυβερνήσεις βρίσκονται ενώπιον εξαιρετικά δύσκολων επιλογών. Μεγάλο μέρος της προσπάθειας για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μετά την οικονομική κρίση, επιτεύχθηκε μέσω περικοπών δαπανών. Αυτή τη φορά η φορολογική μεταρρύθμιση πρέπει να είναι στο επίκεντρο.
* Ο Dr Jonathan Gillham είναι επικεφαλής οικονομολόγος, Director της PwC UK. Η Carol Stubbings είναι Global Tax & Legal Leader, Partner της PwC UK.