Την αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Ιανουαρίου 2022 κατά 2%, στα 663 ευρώ μεικτά από 650 ευρώ σήμερα, αποφάσισε η κυβέρνηση.
Ανάλογα με την προϋπηρεσία και την οικογενειακή κατάσταση, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται έως 861 ευρώ για όσους έχουν εννέα και περισσότερα χρόνια προϋπηρεσίας και έως 928,20 ευρώ για όσους επιπλέον λαμβάνουν επίδομα γάμου.
Αντίστοιχα, το κατώτατο ημερομίσθιο για εργατοτεχνίτες θα διαμορφωθεί στα 29,62 ευρώ από 29,04 ευρώ και μπορεί να φτάσει στα 38,51 ευρώ για όσους έχουν προϋπηρεσία πάνω από 18 έτη και στα 41,47 ευρώ αν λαμβάνουν επίδομα γάμου.
Σημειώνεται πως η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού δεν οδηγεί σε αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών όσων δεν αμείβονται με το βασικό.
Αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022
Σύμφωνα με κύκλους του υπουργείου Εργασίας, «η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022 είναι η χρυσή τομή που επελέγη προκειμένου να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα επιχειρήσεων που βρίσκονται σε οριακό σημείο. Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε επίπεδα που υπερβαίνουν τις αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων θα απέβαινε τελικά σε βάρος των ίδιων των εργαζομένων καθώς θα οδηγούσε σε:
• Κίνδυνο για τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την πανδημία και λειτουργούν “στο όριο”. Ο κίνδυνος αυτός είναι ιδιαίτερα αυξημένος καθώς οι κλάδοι που επηρεάστηκαν περισσότερο (εστίαση κ.λπ.) έχουν ταυτόχρονα και υψηλό ποσοστό εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
• Κίνδυνο απολύσεων ή στροφής σε αδήλωτη/υποδηλωμένη εργασία λόγω της δυσκολίας απορρόφησης της αύξησης του εργασιακού κόστους εν μέσω ύφεσης.
Η απόφαση ελήφθη με γνώμονα την εξέλιξη της οικονομίας κατά τη διετία 2019-2020 (δεδομένου ότι η προηγούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού έγινε στις αρχές του 2019) και τις προβλέψεις διεθνών και εγχώριων οργανισμών και ινστιτούτων για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2021 και το 2022».
«Η αύξηση την οποία αποφασίζουμε σήμερα προφανώς και δεν καλύπτει τις ανάγκες των εργαζομένων. Θέλω να θυμίσω, όμως, ότι έρχεται σε συνέχεια ενός γιγαντιαίου προγράμματος το οποίο ξεπέρασε τα 40 δισ. ευρώ, το οποίο επί 18 μήνες στήριξε το εισόδημα, τις θέσεις εργασίας αλλά και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων. Οπως επίσης και το γεγονός ότι η αύξηση αυτή έρχεται να συμπληρώσει ένα κύμα φοροελαφρύνσεων, αλλά και μικρότερων εισφορών, που και αυτές με τη σειρά τους υποστήριξαν το διαθέσιμο εισόδημα όλων των εργαζομένων. Τώρα η ενίσχυση αυτή έρχεται να τονώσει τους χαμηλότερα αμειβομένους. Εχει ένα ύψος το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί και συμβολικό. Είναι, όμως, απολύτως ρεαλιστική», τόνισε μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Μέλημα της κυβέρνησης με την απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου του 2022, αλλά και με τη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών –που οδήγησε σε πρόσθετη αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων κατά 1,6%–, είναι να στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων χωρίς να θέσει σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, δίνουμε μια συνετή αύξηση, που δεν βάζει εμπόδια στην ανοδική τροχιά της οικονομίας και επιπλέον διατηρεί τον κατώτατο μισθό στο μέσο του πίνακα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από εκεί και πέρα, εργοδότες και εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν καλύτερες αμοιβές με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφουν σε επιχειρησιακό, κλαδικό ή εθνικό επίπεδο», δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός Κωστής Χατζηδάκης.
Στο πλαίσιο της διαβούλευσης, η ΓΣΕΕ είχε προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 15,4%, ενώ οι εργοδοτικές οργανώσεις πρότειναν τη διατήρησή του στα σημερινά επίπεδα ή και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει πρωτίστως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και έναν συνεχώς αυξανόμενο, χρόνο με τον χρόνο, αριθμό εργαζομένων, κυρίως νέους. Με βάση την επεξεργασία των στοιχείων του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» από την Τράπεζα της Ελλάδος:
1. Οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στο σύνολο των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν διαχρονικά από 19,7% το 2016 σε 27,7% το 2020. Μάλιστα τη διετία 2018-2019 ο αριθμός των θέσεων εργασίας που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό αυξήθηκε κατά περίπου 121.400.
2. Οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό αποτελούν το 43,1% των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με έως 10 απασχολουμένους και το 34,2% του προσωπικού σε επιχειρήσεις με 11 έως 50 απασχολουμένους. Στις επιχειρήσεις με προσωπικό από 51 έως 250 εργαζομένους αποτελούν μόνο το 17,7% και σε εκείνες που απασχολούν έως 1.000 άτομα είναι το 11,7%.
3. Με τον κατώτατο μισθό αμείβεται το 67,7% των νέων ηλικίας έως 24 ετών και το 39,8% των ηλικίας 25-34 ετών. Στην ηλικία 35-44 ετών, το ποσοστό των αμειβομένων με τον κατώτατο μισθό εκτινάχθηκε από 12,8% το 2016 στο 20,8% το 2020, και στους 45άρηδες-50άρηδες από 9,8% σε 16,5%.
Η σύγκριση με την Ευρώπη
Μεταξύ των 21 κρατών – μελών της Ε.Ε. που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (11η με βάση τον ονομαστικό και 13η με βάση τα ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης). Οι 18 από τις ανωτέρω χώρες προχώρησαν σε ονομαστική αύξηση το διάστημα Ιανουαρίου 2020 – Μαρτίου 2021. Ωστόσο, η σύγκριση των ονομαστικών αυξήσεων αγνοεί σημαντικά νομισματικά και οικονομικά μεγέθη (πληθωρισμός, συναλλαγματική ισοτιμία, μεταβολή ΑΕΠ, ιστορικό μεταβολών κατώτατου μισθού). Ειδικότερα:
• Μόνο σε 9 χώρες η αύξηση υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψη τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε μία ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε.
• Στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού, ενώ περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων κατά 1,63%.
• Η πλειονότητα των χωρών με σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού είναι μικρές και «ανοικτές» οικονομίες που είχαν έντονη αναπτυξιακή δυναμική πριν από την πανδημία και επλήγησαν πολύ λιγότερο από αυτήν. Επίσης στις δύο χώρες με την υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση (Λετονία, Σλοβενία) εφαρμόστηκαν αποφάσεις που είχαν ληφθεί πολύ πριν από την πανδημία. Η σλοβενική κυβέρνηση έσπευσε μάλιστα να δεσμευτεί ότι θα αποζημιώσει, εν μέρει, τις επιχειρήσεις για το αυξημένο εργασιακό κόστος.
• Η Ισπανία και η Εσθονία διατήρησαν αμετάβλητο τον ονομαστικό κατώτατο μισθό το 2020, ενώ η πραγματική αύξηση (αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός) ήταν μικρότερη από εκείνη της χώρας μας.
Κατώτερη των αναγκών, λέει η ΓΣΕΕ, μείωση φόρων ζητούν εργοδότες
Κατώτερη των προσδοκιών και των αναγκών των εργαζομένων θεωρεί η ΓΣΕΕ την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου 2022, που ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός. Αντιδράσεις, πάντως, υπάρχουν και από την πλευρά των εργοδοτών, οι οποίοι ζητούν από την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μείωση φορολογικών συντελεστών και εργοδοτικών εισφορών.
«Η οριακή αύξηση του κατώτατου μισθού και μάλιστα από 1.1.2022 δεν ενισχύει σε καμία περίπτωση την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, δεν βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά δεν μειώνει την ανασφάλεια και επισφάλεια που διακρίνουν σήμερα την αγορά εργασίας», υποστηρίζει η ΓΣΕΕ σε ανακοίνωσή της. Η συνομοσπονδία ζητεί επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και στη συνέχεια της προσαρμογής του στο 60% του διαμέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στα 809 ευρώ, με την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Να επανέλθει η αποφασιστική αρμοδιότητα στους κοινωνικούς εταίρους ζητεί και η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ). «Η κυβέρνηση, με τη σημερινή της απόφαση για τον κατώτατο μισθό, έδειξε ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα εύλογα επιχειρήματα των εργοδοτικών και επιστημονικών φορέων, «παγώνοντας» κατ’ αρχήν οποιαδήποτε μεταβολή για το τρέχον έτος. Για να μην υπάρξουν ωστόσο επιπτώσεις στη λειτουργία της επιχειρηματικότητας αμέσως μετά την πανδημία, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι και η προβλεπόμενη από 1-1-2022 αύξηση 2% στον κατώτατο μισθό, θα αντισταθμιστεί από αντίστοιχες παροχές προς τις επιχειρήσεις, όπως είναι οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών ή και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών», δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας. Ο ίδιος επανέλαβε την πάγια θέση της ΕΣΕΕ για επαναφορά των διαπραγματεύσεων των μισθών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων το 2022.
«Χρυσή τομή για την κοινωνική συνοχή» χαρακτήρισε την απόφαση ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Κωνσταντίνος Μίχαλος. Ο ίδιος ωστόσο ζήτησε μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων και των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και περαιτέρω στήριξη των επιχειρήσεων από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλα κοινοτικά κονδύλια.