Ελιγμούς επιβίωσης υπαγορεύει η πανδημία, ακόμη και στον λαμπερό κόσμο της μόδας, που δεν έχει μείνει αλώβητος από την οικονομική κρίση. Ιστορικοί οίκοι μόδας που διατηρούν το όνομα των προπατόρων τους και έχουν έως τώρα αντισταθεί στην τάση για συγκέντρωση του κλάδου αναγκάζονται να εξετάσουν πλέον κάθε δυνατότητα, συμπεριλαμβανομένης και της μεταξύ τους συγχώνευσης.
Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, οι κολοσσοί της βιομηχανίας μόδας LVMH, Kering και Hermes μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν σχετικά εύκολα την κρίση της πανδημίας και να ανακάμψουν γρήγορα. Οι υπόλοιποι οίκοι, όμως, που ως επί το πλείστον είναι σαφώς μικρότεροι, δείχνουν να χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο για να ορθοποδήσουν. Εχουν, έτσι, αρχίσει να καταφεύγουν σε κάθε λύση. Τον περασμένο μήνα, ο πλέον φημισμένος από τους ιταλικούς οίκους ανδρικής μόδας, ο Ermenegildo Zegna, ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει την έκδοση μετοχών του μέσω ειδικού επενδυτικού οχήματος (Spac) που τον αποτίμησε σε 3,2 δισ. δολάρια. Η οικογένεια του ομίλου Etro προχώρησε σε συμφωνία ύψους 500 εκατ. ευρώ, με την οποία πούλησε πλειοψηφικό πακέτο μετοχών στην επενδυτική L Catteron, που στηρίζεται από τον όμιλο LVMH.
Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα ο Ρομπέρτο Κόστα, στέλεχος της Citigroup, επισήμανε πως έχουν προηγηθεί οι οίκοι Moncler και Stone που προχώρησαν σε συμμαχία, δημιουργώντας έτσι έναν ισχυρότερο ιταλικό όμιλο και θέτοντας προηγούμενο για άλλους ιταλικούς οίκους. Οπως τόνισε, «έδειξαν πως υπάρχει ένας άλλος δρόμος εκτός από το παλιό δίλημμα ανάμεσα στο να παραμείνουν μικροί αλλά ανεξάρτητοι ή να αφεθούν να γίνουν η επόμενη λεία του γαλλικού οίκου Kering». Ο ίδιος υπογραμμίζει πως η βιομηχανία της μόδας «γενικά τα πηγαίνει καλά», αλλά υπάρχει επιτακτική ανάγκη για επενδύσεις στα πάντα, «από το προϊόν, την προώθηση στην αγορά – λιανική και ψηφιακή» και η ανάγκη αυτή θα αποτελέσει κινητήριο δύναμη αλλαγής στον κλάδο. Σύμφωνα με τον Κόστα, η ανάγκη αυτή θα εξωθήσει ορισμένους ομίλους στην αναζήτηση εταίρων, αλλά θα πρόκειται για μια θετική διαδικασία, καθώς οι ιδιοκτήτες των ομίλων δεν θα αναγκαστούν απαραιτήτως να πουλήσουν ή να συγχωνευθούν, αλλά θα το επιλέξουν «όταν θα κρίνουν ότι τους ταιριάζουν οι συνθήκες».
Θα μπορούσαν έτσι να δημιουργήσουν έναν ιταλικό «πρωταθλητή» της μόδας, ανάλογο των γαλλικών ομίλων Kering και LVHM. Υποψήφιοι θα είναι αρκετοί από τους μεγάλους ιταλικούς ομίλους μόδας, με ετήσιες πωλήσεις ύψους τουλάχιστον ενός δισ. ευρώ με τα προ της πανδημίας επίπεδα, που θα εξετάσουν κάθε δυνατότητα. Αυτό εκτιμούν τραπεζικά στελέχη τα οποία παρακολουθούν τον κλάδο, που συγκαταλέγουν στους υποψήφιους τους ομίλους Dolce & Gabbana, Tod’s, Salvatore Ferragamo και Prada, αλλά και κάποιους μικρότερους, όπως τους Brunello Cucinelli και Missoni. Ακόμη και ο Τζόρτζιο Αρμάνι δήλωσε προ μηνών ανοικτός σε μια ενδεχόμενη συνεργασία, όταν σημείωσε στη Vogue πως «δεν είναι απολύτως απαραίτητο» να μείνει ανεξάρτητος. Η δήλωσή του τότε προκάλεσε άμεσα το ενδιαφέρον του Exor, ομίλου χόλντινγκ της οικογένειας Ανιέλι, που προσέγγισε τον Αρμάνι, αλλά η διαπραγμάτευση δεν τελεσφόρησε. Οπως άλλωστε επισημαίνει ο Μάρκο ντε Μπενεντέτι, διευθυντικό στέλεχος της επενδυτικής Carlyle, πολλοί ιταλικοί οίκοι ανήκουν σε οικογένειες και εξακολουθούν να φέρουν το όνομα του πατριάρχη τους. Τώρα, όμως, αρχίζουν να παίρνουν τα ηνία οι νεότερες γενιές, για τις οποίες η ανεξαρτησία του οίκου ίσως δεν έχει τόση αξία όση θα έχουν τα οφέλη από μια συμμαχία και από τη μεγέθυνση και από την ενίσχυση που συνεπάγεται.