Πριν από πενήντα χρόνια ο κόσμος άλλαξε. Ηταν στις 15 Αυγούστου του 1971, όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ακύρωσε τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου. Και μολονότι δεν ήταν στις προθέσεις του, η πρωτοβουλία αυτή ουσιαστικά σηματοδότησε το τέλος του συστήματος του Μπρέτον Γουντς, το οποίο προέβλεπε καθορισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η άνοδος των ιδιωτικών διασυνοριακών κεφαλαιακών ροών κατέστησε μη βιώσιμο ένα σύστημα πάγιων ισοτιμιών για τα μεγάλα νομίσματα και η απόφαση Νίξον άνοιξε τον δρόμο για το σύγχρονο νομισματικό σύστημα. Οταν εδραιώθηκε το σύστημα του Μπρέτον Γουντς το 1944, η κυρίαρχη άποψη είχε να κάνει με το ότι οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων, οι περιορισμοί επί των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα εμπόδια στο εμπόριο είχαν επιδεινώσει, αν δεν είχαν προκαλέσει, τη Μεγάλη Υφεση. Συνεπακόλουθα, στα κράτη-μέλη του ΔΝΤ θα επιτρεπόταν να μεταβάλουν την ισοτιμία τους μόνον σε περιπτώσεις θεμελιώδους ανισορροπίας. Το σκεπτικό συνίστατο στο ότι η σταθερότητα των μεμονωμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών (εξαιρώντας τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις) θα οδηγούσε σε σταθερότητα του συστήματος εν συνόλω. Θα πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι μόνον τα κράτη-μέλη του ΔΝΤ είχαν το δικαίωμα να προτείνουν μεταβολή ισοτιμίας και μετά το ΔΝΤ την ενέκρινε ή όχι.
Το σύστημα ενσωμάτωνε στοιχεία από τον παλαιότερο «κανόνα του χρυσού», αλλά αντί να συνδέονται απευθείας με τον χρυσό τα νομίσματα, οι χώρες όριζαν τις ισοτιμίες τους σε συσχετισμό με το αμερικανικό δολάριο. Με τη σειρά τους οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν να παράσχουν, αναλόγως της ζήτησης, χρυσό με αντάλλαγμα δολάρια και αποδέκτριες τις κεντρικές τράπεζες και στην επίσημη τιμή των 35 δολαρίων η ουγγιά. Εξ ου και όλα τα νομίσματα που συνδέονταν με το δολάριο είχαν σταθερή αξία σε όρους χρυσού. Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών του ΔΝΤ σε μια αξιοσημείωτη κίνηση εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας για το κοινό καλό ανέλαβαν να διατηρήσουν πάγια την ισοτιμία προς το δολάριο, παρεκτός εάν μία ριζική ανισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών προέκυπτε. Το ΔΝΤ θα δάνειζε διαθέσιμα –συνήθως σε δολάρια– στις κεντρικές τράπεζες για να παραμείνει η ισοτιμία ως είχε, εάν υπήρχαν προσωρινοί κραδασμοί. Επί δύο δεκαετίες το σύστημα λειτούργησε, αλλά δημιουργήθηκαν ρωγμές. Στις χώρες με υψηλά ελλείμματα και υπερτιμημένα νομίσματα οι κυβερνήσεις καθυστερούσαν τις υποτιμήσεις, φοβούμενες τις πολιτικές συνέπειες, ενώ σε εκείνες με τα πλεονάσματα, οι οποίες απολάμβαναν και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις εμπορικές τους συναλλαγές, δεν είχαν λόγο να επαναξιολογήσουν το εθνικό τους νόμισμα. Η εμπειρία της δεκαετίας του 1960 έδειξε πως η τεχνητή σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορούσε να καθυστερήσει την αναγκαία προσαρμογή και να καταλήξει σε τραυματικές κρίσεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Στις αρχές του 1970 ξέσπασε μια σοβαρή κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών των ΗΠΑ, εξαιτίας της χαλαρής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και της απροθυμίας των χωρών με τα υψηλά πλεονάσματα, όπως οι Γερμανία και Ιαπωνία, να προσαρμόσουν τα νομίσματά τους. Tα διαθέσιμα σε χρυσό των ΗΠΑ συρρικνώνονταν και ο Νίξον πήρε την απόφαση να ακυρώσει τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου (ήτοι, να κλείσει το «παράθυρο του χρυσού»), στοχεύοντας να υποχρεώσει τις πλεονασματικές χώρες να προσαρμόσουν τις ισοτιμίες τους – τελικά προκάλεσε διάλυση του συστήματος και σοκ σε όλο τον κόσμο το 1971. Ωστόσο, τα νομισματικά συστήματα υφίστανται προς εξυπηρέτηση της ανθρωπότητας. Ο κόσμος του 1971 δεν ήταν εκείνος του 1944, όπως και ο δικός μας σήμερα δεν μοιάζει παρά εν μέρει με αυτόν του 1971. Σήμερα παρατηρούνται θεμελιώδεις μετασχηματισμοί, που επισπεύδουν την ανάπτυξη ψηφιακών νομισμάτων. Ανεξαρτήτως του πώς το διεθνές νομισματικό σύστημα θα εξελιχθεί, πάντα ως θεμέλιος λίθος του θα είναι η αρχή ότι η σταθερότητά του εδράζεται στη διεθνή συνεργασία.
* Ιστορικός του ΔΝΤ.