Πολύς θόρυβος γίνεται τελευταία για τις έρευνες υδρογονανθράκων (Υ/Α) στην Ελλάδα. Ολα ξεκίνησαν το Σάββατο, 5.3.22 με τη συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου ο πρωθυπουργός κάλεσε σε σύσκεψη τον υπουργό και τη γενική γραμματέα Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τον δ/ντα σύμβουλο της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) και τον δ/ντα σύμβουλο της Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε. (ΕΛΠΕ) για να συζητήσουν την κατάσταση των ερευνών Υ/Α στην Ελλάδα. Από τη σύσκεψη βγήκε προς τα έξω ότι θα επιχειρηθεί επανεκκίνηση των ερευνών υδρογονανθράκων, με έμφαση το φυσικό αέριο.
Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία με την κατακόρυφη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου (Φ.Α.) και του πετρελαίου και ο εμφανής κίνδυνος για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, έφερε ξανά στο προσκήνιο τις έρευνες Υ/Α στην Ελλάδα για ανακάλυψη γηγενών κοιτασμάτων Φ.Α., που θα ανακούφιζαν τη χώρα σε περίπτωση μη ελεγχόμενης ή και βίαιης διακοπής της τροφοδοσίας από τις εξωτερικές πηγές προμήθειας, από τις οποίες προμηθεύεται Φ.Α. και πετρέλαιο. Υπενθυμίζω ότι η βασική πηγή τροφοδοσίας της χώρας σε Φ.Α., με πάνω από 40% εξάρτηση, είναι η εμπλεκόμενη στον πόλεμο Ρωσία, ενώ μεγάλο μέρος εισέρχεται στην Ελλάδα από αγωγούς που διέρχονται από την Τουρκία. Σημειώνω επίσης ότι η μεγάλη αύξηση στις τιμές Φ.Α. προηγήθηκε του πολέμου στην Ουκρανία και ήταν απόρροια της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κλιματική αλλαγή και την προώθηση της πράσινης ατζέντας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Οπως όμως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, η πολιτική αυτή διατάραξε σοβαρά την ισορροπία του τριγώνου «ασφάλεια εφοδιασμού» – «βιώσιμης ανάπτυξης» και «περιβάλλοντος», που πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στην ενεργειακή πολιτική και έφερε την απότομη εκτίναξη των τιμών ως καθαρά ευρωπαϊκό φαινόμενο, χωρίς να επηρεάσουν τις περισσότερες χώρες του πλανήτη και ιδίως τους εμπορικούς ανταγωνιστές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δηλαδή τις ΗΠΑ, Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες, που συνέχισαν να λειτουργούν με χαμηλότερες τιμές Φ.Α. Στη συνέχεια ήρθε και ο πόλεμος στην Ουκρανία και χειροτέρεψε την κατάσταση.
Κλείνω την παραπάνω εισαγωγή και έρχομαι στο θέμα των ερευνών Υ/Α στην Ελλάδα. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι η απόφαση της κυβέρνησης για τους Υ/Α, όπως θα εξηγήσω, δεν πρέπει να λογίζεται ως επανεκκίνηση. Επανεκκίνηση έγινε το 2011, ύστερα από βαθύ λήθαργο δεκαετίας, με τον νόμο 4001/2011, ο οποίος έδωσε κίνητρα για τις έρευνες και ίδρυσε τον φορέα διαχείρισης των ερευνών Υ/Α, την ΕΔΕΥ, για να αποτελέσει τον αξιόπιστο συνομιλητή των εταιρειών που θα ήθελαν να αναλάβουν την έρευνα σε περιοχές που επιλέγει η εκάστοτε κυβέρνηση. Με τις προβλεπόμενες από τον ν. 4001/11 διαγωνιστικές διαδικασίες που έγιναν, είτε με πρωτοβουλία του Δημοσίου είτε έπειτα από αίτημα ενδιαφερόμενων εταιρειών, μέσα σε 5 χρόνια παραχωρήθηκαν 11 περιοχές στην Δυτική Ελλάδα, στο Ιόνιο Πέλαγος και δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης (βλέπετε τον επίσημο χάρτη της ΕΔΕΥ). Το εγχείρημα των ερευνών ανέλαβαν εταιρείες όπως τα ΕΛΠΕ, Energean, Repsol, Total/Exxon-Mobil.
Σε καμιά προηγούμενη προσπάθεια ερευνών στην Ελλάδα δεν υπήρχαν τόσες παραχωρημένες περιοχές, εκτός από την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), οπότε και ανακαλύφθηκαν τα κοιτάσματα Πρίνου και Νότιας Καβάλας στο Αιγαίο. Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι η επταετία 2012-2019 πρέπει να θεωρείται επιτυχημένη, όσον αφορά τις αναθέσεις ερευνών Υ/Α σε εταιρείες που πίστεψαν στο δυναμικό των περιοχών που εκχωρήθηκαν.
Τι έγινε όμως με τη διαχείριση;
Το Δημόσιο πρέπει να διευκολύνει τις έρευνες, να αδειοδοτεί σύμφωνα με τον νόμο και να εποπτεύει προασπίζοντας τα συμφέροντά του.
Οι έρευνες υδρογονανθράκων διαρκούν αρκετά χρόνια και η τυχόν παραγωγή 2-3 δεκαετίες, χρονικά διαστήματα που υπερβαίνουν κατά πολύ τον βίο μιας κυβερνητικής θητείας. Για αυτό οι έρευνες Υ/Α χρειάζονται ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο, καθαρή πολιτική βούληση, πολιτική σταθερότητα και συνέχεια. Εδώ θα παραθέσω την εμπειρία και τα «βιώματά» μου από την εμπλοκή μου στην τελευταία προσπάθεια. Οι τελευταίες παραχωρήσεις για έρευνα Υ/Α, που φαίνονται στον πιο πάνω χάρτη, έγιναν από τις κυβερνήσεις 2011-2019, οι οποίες συμπεριελάμβαναν όλο το πολιτικό φάσμα. Η νυν κυβέρνηση συνέχισε την πολιτική της προηγούμενης και έφερε για κύρωση στη Βουλή τις συμβάσεις για τις περιοχές Δ-ΝΔ της Κρήτης και του Ιονίου που είχε υπογράψει η προηγούμενη κυβέρνηση. Εκεί παρατηρήθηκε το παράδοξο να μην ψηφίζονται οι συμβάσεις από την αντιπολίτευση που τις είχε υπογράψει ως κυβέρνηση. Αυτό φυσικά σημειώθηκε αρνητικά από τις αντισυμβαλλόμενες εταιρείες.
Εν τω μεταξύ, οι έρευνες ξεκίνησαν στις υπόλοιπες περιοχές με τους καλύτερους οιωνούς. Σύντομα όμως άρχισαν να σημειώνονται σοβαρές καθυστερήσεις, κυρίως στις περιβαλλοντικές αδειοδοτικές διαδικασίες και άλλες που σχετίζονται με άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου. Σοβαρότατες καθυστερήσεις παρατηρήθηκαν με τις προσφυγές περιβαλλοντικών οργανώσεων στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), κατά αποφάσεων του Δημοσίου. Οι διαδοχικές αναβολές των εκδικάσεων έφεραν σε απόγνωση τις ανάδοχες εταιρείες. Παρά τις προσπάθειες της ΕΔΕΥ οι καθυστερήσεις καθήλωσαν τις έρευνες και άρχισαν να ζητούνται και να δίνονται διαδοχικές παρατάσεις. Οι καθυστερήσεις και οι παρατάσεις ροκάνισαν τους συμβατικούς χρόνους (7 χρόνια στην ξηρά και 8 στη θάλασσα) και χρειάστηκε να δίνονται χρονικές επεκτάσεις, όχι μόνο στις φάσεις αλλά και στο συνολικό στάδιο ερευνών. Αποτέλεσμα είναι η εμφανής έλλειψη συμβατικού χρόνου για την εφαρμογή του προγράμματος εργασιών και δη γεωτρήσεων, που μόνο αυτές ανακαλύπτουν κοιτάσματα. Σαν παραδείγματα φέρνω τη σύμβαση Κατακόλου, όπου εδώ και 4 έτη από την υποβολή και τη θετική δημόσια διαβούλευση, αναμένεται η έγκριση της μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για να ξεκινήσουν οι γεωτρητικές εργασίες. Στην περιοχή Ιωαννίνων, όλη η πρώτη φάση ερευνών μαζί και ο συνολικός χρόνος του σταδίου ερευνών, αναλώθηκαν στην πρόσκτηση των σεισμικών καταγραφών. Λόγω των πολλών καθυστερήσεων στις αδειοδοτικές διαδικασίες, στις προσφυγές, αναβολές και εκδικάσεις στο ΣτΕ, τις βίαιες αντιδράσεις από οργανωμένες μειοψηφίες, τις αποναρκοθετήσεις, κ.λπ., αναλώθηκε όλος ο συμβατικός χρόνος των 7 ετών και κρίθηκε απαραίτητη η επέκταση του συνολικού χρόνου για να είναι δυνατή η είσοδος στη Β΄ φάση για εκτέλεση γεωτρήσεων. Παρ’ όλα αυτά έγινε εφικτή η εκτέλεση του σεισμικού προγράμματος με κόστος άνω των 40 εκατ. ευρώ, πλην όμως οδήγησε στην αποχώρηση της διαχειρίστριας εταιρείας Repsol. Κάτι παρόμοιο έγινε στην περιοχή του Δυτ. Πατραϊκού Κόλπου το οποίο οδήγησε στην απόφαση για εγκατάλειψη της περιοχής από τις ανάδοχες εταιρείες. Τα παραπάνω παραδείγματα οδήγησαν επίσης τις εταιρείες σε οδυνηρές αποφάσεις επιστροφής των περιοχών Αιτωλοακαρνανίας, ΒΔ Πελοποννήσου και Αρτας – Πρέβεζας, με απώλειες αρκετών εκατ. ευρώ. Διαδοχικές αναβολές και καθυστερήσεις παρατηρήθηκαν επίσης στην εκτέλεση του προγράμματος σεισμικών ερευνών στις θαλάσσιες περιοχές δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης από τις εταιρείες Total/Exxon/Helpe, εξαιτίας των προσφυγών περιβαλλοντικών οργανώσεων στο ΣτΕ και των αναβολών εκδίκασης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εξάντληση του συμβατικού χρόνου της πρώτης φάσης, χωρίς να γίνει εφικτή η εκτέλεση του προγράμματος που χρειάζεται χρονική επέκταση για την εφαρμογή του. Μαζί με αυτά ήρθε και η πολιτική της «πράσινης ατζέντας», η ασαφής και καμιά φορά αρνητική στάση της κυβέρνησης για τις έρευνες Υ/Α, που αποθάρρυναν τους επενδυτές.
Καλές λοιπόν είναι οι συσκέψεις για «επανεκκίνηση» των ερευνών Υ/Α για να ανακαλυφθούν κοιτάσματα Φ.Α., πλην όμως χρειάζονται σοβαρές αποφάσεις για επίλυση των σοβαρών προβλημάτων στη διαχείριση των παραχωρήσεων από το Δημόσιο (ΕΔΕΥ, ΔΙΠΑ, ΥΠΕΝ) ως σύνολο. Οι λύσεις δεν είναι δύσκολες. Χρειάζονται πάνω από όλα ξεκάθαρη πολιτική βούληση. Αν θεραπευθούν τα προβλήματα που προανάφερα και κυρίως αυτό της διαχείρισης του συμβατικού χρόνου, η έρευνα εύρεσης γηγενών κοιτασμάτων θα είναι επιτυχής.
Η χώρα μας έχει σοβαρές ενδείξεις και μεγάλες πιθανότητες ύπαρξης Υ/Α και δη κοιτασμάτων Φ.Α. στο υπέδαφός της. Ομως η ανακάλυψη κοιτασμάτων δεν γίνεται από τις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες. Χρειάζεται συστηματική έρευνα από εξειδικευμένες εταιρείες οι οποίες εισφέρουν την απαραίτητη τεχνογνωσία και τα αναγκαία κεφάλαια. Το Δημόσιο, ως σύνολο, με τις διάφορες υπηρεσίες του, πρέπει να διευκολύνει τις έρευνες και να αδειοδοτεί σύμφωνα με τον νόμο και να τις εποπτεύει προασπίζοντας τα συμφέροντά του.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Νικολάου είναι γεωλόγος πετρελαίων – ενεργειακός οικονομολόγος.