Στο κατώφλι της ύφεσης ήδη η Γερμανία

Στο κατώφλι της ύφεσης ήδη η Γερμανία

Τι εκτιμούν για την πορεία της ανάπτυξης κατά το τρέχον τρίμηνο και για το επόμενο έτος αναλυτές γερμανικών ινστιτούτων

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, αγκομαχά με την ύφεση προ των πυλών της και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να απειλεί να φέρει το τέλος του επιτυχημένου οικονομικού της μοντέλου. Η κυβέρνηση Ολαφ Σολτς ανακοίνωσε χθες ότι το Βερολίνο θα αυξήσει τον δανεισμό του κατά 200 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτήσει σειρά μέτρων προκειμένου να προστατεύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις από το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας. Επικριτές του προγράμματος εκτιμούν πως το αποτέλεσμα θα είναι να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα η κατανάλωση ενέργειας, ενώ η χώρα θα αντιμετωπίζει μεγάλες ελλείψεις ενεργειακών πόρων στη διάρκεια του χειμώνα. Την ίδια στιγμή, τα πρώτα στοιχεία φέρουν τον πληθωρισμό της Γερμανίας σε διψήφιο ποσοστό για πρώτη φορά ύστερα από 70 χρόνια, και συγκεκριμένα στο 10,9%. Σημαντική μερίδα οικονομολόγων εκτιμά πως η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται ήδη στο κατώφλι της ύφεσης. Σύμφωνα με τον Γκίντο Μπάλντι, εμπειρογνώμονα του γερμανικού ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών DIW, «δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ». Σχολιάζοντας στοιχεία του νέου οικονομικού βαρόμετρου που έδωσε στη δημοσιότητα το εν λόγω ινστιτούτο, ο Γκίντο Μπάλντι υπογραμμίζει πως «ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία και οι εκτεταμένες συνέπειές του είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε απώλεια ανάπτυξης της χώρας το 2022 και το 2023 συνολικά περίπου κατά 5% του ΑΕΠ».

Την ανησυχία του εν λόγω οικονομολόγου συμμερίζονται και πολλοί συνάδελφοί του, που προβλέπουν πως όχι μόνον θα μειωθεί η ανάπτυξη στο τρέχον τρίμηνο, αλλά η συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ θα συνεχισθεί και μέχρι την άνοιξη του επόμενου έτους. Εκτιμούν μάλιστα πως η ύφεση είναι πιθανόν να είναι βαθύτερη και χειρότερη σε σύγκριση με εκείνη που θα γνωρίσουν πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αν και όχι τόσο βαθιά όσο ήταν την πρώτη χρονιά της πανδημίας όταν το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε περισσότερο από 4%. Κάποιοι εξ αυτών εκφράζουν, πάντως, ελπίδες πως μπορεί να σημειωθεί μεταστροφή του κλίματος το καλοκαίρι του επόμενου έτους.

Πιο απαισιόδοξος είναι ο Κάρστεν Μπρέτσκι, επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων στην ING, που εκτιμά πως ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εξαφανίσει και τις τελευταίες ελπίδες για ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας μετά τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας. «Ο πόλεμος σηματοδοτεί το τέλος του πολύ επιτυχημένου γερμανικού μοντέλου που σχηματικά περιγράφεται ως μια οικονομία που εισάγει φθηνή ενέργεια και ενδιάμεσα αγαθά από τη Ρωσία και εξάγει προϊόντα υψηλής ποιότητας ανά τον κόσμο, ενώ αντλεί οφέλη από την παγκοσμιοποίηση». Παράλληλα, ο Νιλς Γιάνσεν, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας (IfW) του Κιέλου, επισημαίνει ότι σε σύγκριση με τις παραγγελίες που παίρνει, η βιομηχανία της χώρας βρίσκεται σε καλή κατάσταση και θα μπορούσε να μετριάσει σημαντικά ή ακόμη και να απορροφήσει τους κλυδωνισμούς. Ο Στέαν Κοχς, όμως, επικεφαλής του κέντρου προγνωστικών στο εν λόγω ινστιτούτο, επισημαίνει ότι «με τα πακέτα διάσωσης η κυβέρνηση θα μπορέσει μόνον να αναδιανείμει τα βάρη και όχι να τα εξαφανίσει». Αιτία βέβαια είναι η εκτόξευση των τιμών της ενέργειας που επηρεάζει πλέον μεγάλα τμήματα της οικονομικής ζωής και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Το αποτέλεσμα είναι να συμπιέζεται η κατανάλωση, που συνιστά σημαντικό πυλώνα της οικονομίας.

Οπως εξηγεί ο Μαρσέλ Φράτσερ, πρόεδρος του Ινστιτούτου DIW, «ο υψηλός πληθωρισμός μειώνει τη διάθεση των καταναλωτών για αγορές, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να έχουν λιγότερα κεφάλαια να διαθέσουν για επενδύσεις». Ο ίδιος εκτιμά πως «αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση μια καθοδική πορεία ασθενών οικονομικών επιδόσεων για ένα ή δύο χρόνια». Εξάλλου οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις και ήδη πολλές έχουν διακόψει την παραγωγή ορισμένων αγαθών που δεν είναι πλέον προσοδοφόρα. Σε όλα αυτά προστίθεται το πρόβλημα της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού που έχει διαταραχθεί μετά την κρίση της πανδημίας. Τόσο οι πρώτες ύλες όσο και τα ενδιάμεσα προϊόντα είναι πολλές φορές σπάνια και ακριβά και το αξιοσημείωτο με όλα αυτά είναι ότι ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων έχει επηρεάσει ελάχιστα την αγορά εργασίας. Οι οικονομολόγοι δεν αναμένουν σημαντική αύξηση της ανεργίας ούτε για τους επόμενους μήνες παρά την αναμενόμενη ύφεση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή