Τρεις κατευθύνσεις για την ελληνική οικονομία

Τρεις κατευθύνσεις για την ελληνική οικονομία

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη φετινή χρονιά, η ελληνική οικονομία τρέχει με έναν επίζηλο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης –σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης– και το μέγα ερώτημα είναι, φυσικά, αν θα μπορέσει να τον διατηρήσει και τα επόμενα χρόνια μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον διαρκών ανατροπών. Για μια ουσιαστική απάντηση πρέπει, αφενός, να δούμε ποια είναι τα δεδομένα της ανάπτυξης και εάν αυτά είναι επαναλήψιμα τα επόμενα χρόνια και, αφετέρου, εάν είναι ευπρόσβλητη από τους κλυδωνισμούς του εξωτερικού περιβάλλοντος.

Με μια απλή ανάλυση, μπορεί κανείς να διακρίνει τρεις παράγοντες: ένας είναι η αναπήδηση της οικονομίας μετά τη μεγάλη βύθιση κατά -9% το 2020 λόγω της πανδημίας. Αναπήδηση υπήρξε πέρυσι και εν μέρει συνεχίστηκε και φέτος, αλλά προφανώς δεν πρόκειται να συνεχιστεί. Ο δεύτερος παράγων προέρχεται από την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, κυρίως λόγω των θεόρατων πακέτων ενισχύσεων που μοιράστηκαν σαν να μην υπάρχει αύριο και λιγότερο από την άνοδο των επενδύσεων, οι οποίες πάντως καταγράφουν κάποια πρόοδο μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του Real Estate. H άνοδος της κατανάλωσης, πάντως, θα περιοριστεί λόγω πληθωρισμού και ελλειμμάτων, ενώ η άνοδος των επιτοκίων θα περικόψει τη διάθεση για επενδύσεις. Θα μείνει βέβαια ο πακτωλός του Ταμείου, αλλά προς το παρόν δεν φαίνεται να έχουν δρομολογηθεί μεγάλα πλάνα για την έγκαιρη και παραγωγική του αξιοποίηση. Αρα και ο δεύτερος παράγοντας ανάπτυξης θα έχει συγκρατημένη δυναμική.

Ο τρίτος πυλώνας υπήρξε η θεαματική εκτίναξη του τουρισμού, που όχι μόνον επανέφερε τα επίπεδα του 2019, αλλά έθεσε τις βάσεις για περαιτέρω άνοδο τα επόμενα χρόνια. Αν και η βελτίωση των δημοσίων υποδομών ήταν πενιχρή, η ανανέωση των τουριστικών μονάδων και η ανταπόκριση των ιδιωτικών φορέων σε ποιότητα και επάρκεια υπήρξε σχεδόν υποδειγματική και συνέβαλε στο να διαμορφωθεί ένα ελληνικό τουριστικό προϊόν με μεγάλη διεθνή ελκυστικότητα, αρκεί βεβαίως να σεβαστεί το περιβάλλον και την τοπική ταυτότητα.

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, είναι φανερό πως η αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί, πρώτον, από την ικανότητά της να οργανώσει και να κατοχυρώσει το τουριστικό προϊόν και από την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων σε υποδομές και άλλους τομείς ενδιαφέροντος (από τα δίκτυα έως τον ψηφιακό μετασχηματισμό).

Να τα πάρουμε ένα ένα. Η προοπτική του τουρισμού φαίνεται ανθηρή, αλλά μπορεί εύκολα να σκοντάψει στη ραγδαία επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των επισκεπτών λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά επίσης και στις παλαβές πολιτικές που ακολουθούνται σε κρίσιμες χώρες τουριστικής ζήτησης, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στη Βρετανία, και οδήγησαν στην κατάρρευση της στερλίνας και κατά συνέπεια στη μείωση του εισοδήματος που θα μείνει για διακοπές. Ηδη αρκετοί αναλυτές αναμένουν επιπλέον να εφαρμοστεί το θατσερικό πείραμα περικοπής κοινωνικών δαπανών, για να αναπληρώσουν τις μειώσεις φόρων των πλουσίων που ανακοίνωσε η νέα κυβέρνηση, και αυτό θα κάνει τα πράγματα επαχθέστερα.

Ακόμη χειρότερη όμως –γιατί θα επηρεάσει τις αφίξεις από πολλές χώρες– θα ήταν μια αναμόχλευση γεωπολιτικών εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο με υποκίνηση της Τουρκίας, όπως είχε συμβεί την προηγούμενη δεκαετία. Η πτώση της ανάπτυξης θα είναι σημαντική. Επίσης οι διαθέσιμοι πόροι να αποζημιώνονται όσοι χάνουν θα είναι ελάχιστοι, καθώς οι περισσότεροι θα πηγαίνουν στην ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους, ενώ το κόστος δανεισμού κράτους και επιχειρήσεων θα γίνει απαγορευτικό.

Η αναπτυξιακή πορεία της χώρας θα εξαρτηθεί από την ικανότητά της να οργανώσει και να κατοχυρώσει το τουριστικό προϊόν και από την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων.

Επιπλέον, οι κοινωνικές ανισότητες θα εκτοξευθούν γιατί η μικρο-επιχειρηματικότητα που φέτος μεσουράνησε λόγω τουρισμού θα συρρικνωθεί και η τοπική απασχόληση θα ακολουθήσει παρομοίως. Ο συνδυασμός διεθνούς ύφεσης, τοπικής αδυναμίας απασχόλησης και υπέρμετρων επιβαρύνσεων στην ενέργεια θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε κοινωνική αναταραχή μεγάλης εμβέλειας και ανυπολόγιστου κόστους. Βλέπει, λοιπόν, κανείς ότι οι ευοίωνες σήμερα προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εύκολα μπορούν να ζεματιστούν στη διεθνή αβεβαιότητα και να παραλύσουν. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, αλλά ορισμένες κατευθύνσεις που παντού και πάντοτε πρέπει να επιδιώκουμε είναι οι εξής:

Πρώτον, η ασίγαστη προσπάθεια αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε υποδομές και επενδύσεις. Η μέχρι σήμερα πορεία πόρρω απέχει από τέτοιες επιδόσεις και είναι καιρός να υπάρξει μια υπερκομματική κινητοποίηση και εποπτεία για την υλοποίησή του.

Δεύτερον, η λελογισμένη χρήση δημοσίων πόρων, αφενός μεν, για να ενισχύονται τα όντως φτωχά νοικοκυριά (και όχι οι φοροφυγάδες με τα τζιπ) και, αφετέρου, να μειώνεται ο ΦΠΑ και να συμπιέζεται έτσι ο πληθωρισμός.

Τρίτον, η πίεση προς την Ευρωπαϊκή Ενωση να υιοθετήσει πιο γενναίες πολιτικές ελάφρυνσης του ενεργειακού κόστους, αλλά και απευθείας ενίσχυσης των πιο ενεργοβόρων τομέων της οικονομίας. Τίποτε από αυτά δεν είναι δεδομένο, αλλά και τίποτε ανέφικτο.

* Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή