Στενεύουν τα περιθώρια της ΕΚΤ για μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων

Στενεύουν τα περιθώρια της ΕΚΤ για μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων

Ο κίνδυνος ύφεσης αναζωπυρώνει τη διαμάχη «γερακιών» - «περιστεριών»

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στενεύουν τα περιθώρια για την ΕΚΤ σε ό,τι αφορά το σχέδιό της για νέα μεγάλη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, καθώς η ύφεση βρίσκεται προ των πυλών της Ευρωζώνης, ενώ το κόστος του δανεισμού πλησιάζει επίπεδα που δεν υποστηρίζουν πλέον την οικονομία.

Παρά την εκτόξευση του πληθωρισμού, οι γνωστοί «ιέρακες» της ΕΚΤ, οι φανατικοί οπαδοί της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής που τους τελευταίους μήνες είχαν κυριαρχήσει στους κόλπους της τράπεζας, δεν έχουν πλέον τόσες δυνατότητες να πείσουν για την ανάγκη νέων και επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων. Και αυτό γιατί η ακρίβεια σε συνδυασμό με τον κίνδυνο των ελλείψεων ενέργειας μέσα στον χειμώνα υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη. Ενδέχεται, πάντως, η ΕΚΤ να προχωρήσει σε νέες επιθετικές αυξήσεις στις δύο επόμενες συνεδριάσεις, του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου, και οι αγορές στοιχηματίζουν ήδη πως στην πρώτη από αυτές η τράπεζα θα προχωρήσει σε νέα αύξηση κατά 75 μονάδες βάσης. Με το νέο έτος και δεδομένου ότι οι τιμές θα συνεχίσουν την ανοδική πορεία τους, η στάση που έχουν ήδη υιοθετήσει οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου αναμένεται να σκληρύνει περαιτέρω. Καθώς, όμως, θα πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από την οικονομία της Ευρωζώνης, είναι πιθανό τα «γεράκια» να συγκρουστούν με τα «περιστέρια» της ΕΚΤ, τους οπαδούς της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, που έχουν μείνει σιωπηλοί όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ενώ τερματιζόταν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ανανεωνόταν η εργαλειοθήκη της νομισματικής πολιτικής και τα επιτόκια αυξάνονταν συνολικά κατά 125 μ.β.

Σύμφωνα με τον Κάρστεν Τζούνιους, επικεφαλής των οικονομολόγων της Bank J Safra Sarasin, «η ΕΚΤ πρέπει να δράσει ταχύτατα τώρα για να περιορίσει δυναμικά τις προσδοκίες για επιτάχυνση του πληθωρισμού προτού υπάρξουν οι δευτερογενείς πληθωριστικές πιέσεις με τις αυξήσεις μισθών». Οπως διευκρινίζει ο ίδιος, «από τη στιγμή που θα γίνει πραγματικότητα η ύφεση και αρχίσουν να φαίνονται οι πιέσεις στην οικονομία, θα είναι δύσκολο να προχωρήσει σε μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων». Στις τελευταίες προβλέψεις της, η ΕΚΤ δεν περιλαμβάνει σενάριο ύφεσης για την Ευρωζώνη. Ενδέχεται εξάλλου και οι ίδιες οι προβλέψεις να έχουν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις δεδομένης της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε η Ρωσία, αλλά και των τελευταίων στοιχείων που κατατείνουν σε συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Και παράλληλα, όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν αναπόφευκτη την επιβράδυνση.

Η πρόεδρος, Κριστίν Λαγκάρντ, τονίζει πως η ύφεση δεν πρόκειται να αποσπάσει την τράπεζα από το καθήκον της, που είναι να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% από το εφιαλτικό 10% στο οποίο εκτοξεύθηκε τον περασμένο μήνα. Υπογραμμίζει μάλιστα πως δεν βλέπει την πιθανότητα μιας επιβράδυνσης που θα συμπιέσει από μόνη της τις τιμές. Οπως ανέφερε στις 28 Σεπτεμβρίου, «κύριος στόχος της τράπεζας είναι η σταθερότητα των τιμών και αυτόν θα επιδιώξουμε· και αν δεν το επιτύχουμε, τότε η οικονομία θα πληγεί πολύ περισσότερο». Τα μακροοικονομικά μεγέθη του γ΄ τριμήνου δεν θα είναι στη διάθεση της τράπεζας πριν από τις 31 Οκτωβρίου, δηλαδή όταν θα έχουν παρέλθει ήδη τέσσερις ημέρες μετά την απόφασή της για τα επίπεδα των επιτοκίων. Και μια αρχική εικόνα ύφεσης δεν πρόκειται να υπάρξει παρά μόνον τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, όταν θα δημοσιευθούν τα στοιχεία για τους τρεις τελευταίους μήνες του 2022. Εως τότε τα περισσότερα στελέχη της θέλουν να έχουν φέρει το επιτόκιο καταθέσεων από το υφιστάμενο 0,75% στο λεγόμενο ουδέτερο επίπεδο, που ούτε τονώνει ούτε περιορίζει την οικονομία, δηλαδή κοντά στο 2%.

Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας, Μάριο Σεντένο, τονίζει πως αν η τράπεζα αυξήσει υπερβολικά το κόστος του δανεισμού, κινδυνεύει να αναγκαστεί σε αναδίπλωση αργότερα.

Προκειμένου να το επιτύχουν άμεσα, οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών Λετονίας και Λιθουανίας, Μάρτινς Κάζακς και Γκεντιμίνας Σίμκους, συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων σε αυτούς που προτείνουν τον διπλασιασμό του επιτοκίου καταθέσεων στο 1,5% στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου. Τη θέση τους συμμερίζονται ο Φινλανδός Ολι Ρεν και ο Γερμανός Γιοχαΐμ Νάγκελ. Συντάσσεται επίσης μαζί τους και ο Ολλανδός Κλάας Κνοτ, ο οποίος δήλωσε τη Δευτέρα ότι χρειάζονται τουλάχιστον δύο ακόμη «σημαντικές» αυξήσεις των επιτοκίων. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο κορυφαίος οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, που συνιστά αυτοσυγκράτηση και τονίζει πως είναι πολύ νωρίς για να αποφασιστεί η επόμενη κίνηση της ΕΚΤ.

Ακόμη, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας, Μάριο Σεντένο, συνιστά σύνεση και τονίζει πως αν η τράπεζα αυξήσει υπερβολικά το κόστος του δανεισμού, κινδυνεύει να αναγκαστεί σε αναδίπλωση αργότερα. Και βέβαια, ο Ιταλός Ιγνάσιο Βίσκο, που μίλησε με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια προ ημερών, όταν υπογράμμισε πως «οι υπερβολικά γρήγορες και μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων θα καταλήξουν στο να αυξήσουν τον κίνδυνο της ύφεσης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή