Στροφή Πεκίνου για την πανδημία με το βλέμμα στην οικονομία

Στροφή Πεκίνου για την πανδημία με το βλέμμα στην οικονομία

Χαλαρώνει τα περιοριστικά μέτρα μετά τη «βουτιά» σε εισαγωγές, εξαγωγές

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Κίνα έχει ώς τώρα πληρώσει βαρύ τίμημα για την πολιτική της μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό, καθώς η ανάπτυξή της έχει περιοριστεί σε μηδαμινά επίπεδα για τα κινεζικά δεδομένα, οι εξαγωγές της έχουν πληγεί και το εμπορικό της πλεόνασμα μειώνεται. Εξωθείται έτσι αναγκαστικά σε άρση των ακραίων περιοριστικών μέτρων, προς χάριν της οικονομίας και όχι για λόγους δημοκρατικής ευαισθησίας.

Στο εννεάμηνο του έτους η κινεζική οικονομία σημείωσε ανάπτυξη μόλις 3%, που ωχριά ακόμη και από τον μετριοπαθή στόχο του 5,5%. Στη διάρκεια του έτους οι εξαγωγές της σε όρους δολαρίου μειώθηκαν κατά 8,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους και περιορίστηκαν στα 296 δισ. δολ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση που έχουν καταγράψει οι κινεζικές εξαγωγές από τον Ιανουάριο του 2020, όταν κορυφωνόταν η πανδημία, και βέβαια υπερβαίνουν αισθητά τις προβλέψεις για μείωση μόνον κατά 3,5%. Είναι άλλωστε ιδιαίτερα ανησυχητική η μείωση, δεδομένου ότι υπό κανονικές συνθήκες αυτή την εποχή του έτους αυξάνονται οι εξαγωγές καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και η περίοδος των εορτών. Ακόμη μεγαλύτερη πτώση και συγκεκριμένα κατά 10,6% σημείωσαν και οι εισαγωγές στη δεύτερη οικονομία στον κόσμο και ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων δυόμισι ετών. Σε ό,τι αφορά το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας, μειώθηκε τον Νοέμβριο στα 69,84 δισ. δολ. από τα 85,15 δισ. δολ. του Οκτωβρίου, ενώ κατέγραψε πτώση 2,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους.

Η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων υπαγορεύεται άλλωστε και από την ανάγκη να τονωθεί η εγχώρια ζήτηση για να στηριχθεί η οικονομία, καθώς οι μεγάλες αγορές της Κίνας, οι δυτικές οικονομίες και κυρίως οι ευρωπαϊκές οδεύουν προς ύφεση.

Στο εννεάμηνο του έτους η κινεζική οικονομία σημείωσε ανάπτυξη μόλις 3%, που ωχριά ακόμη και από τον μετριοπαθή στόχο του 5,5%.

Μιλώντας στους Financial Times, ο Ζιβέι Τζανγκ, οικονομολόγος της επενδυτικής Pipoint Asset Management, υπογράμμισε πως «αναμένεται να υποχωρήσει η παγκόσμια ζήτηση μέσα στο 2023, γι’ αυτό και η Κίνα πρέπει να βασιστεί περισσότερο στην εγχώρια ζήτηση». Οπως, όμως, επισημαίνει ο Τζούλιαν Εβανς Πρίτσαρντ, οικονομολόγος σινολόγος στην Capital Economics, η μείωση των εισαγωγών αντανακλά «την πτώση της εγχώριας ζήτησης που οφείλεται στους αυστηρούς ελέγχους για την πανδημία και στην κρίση της αγοράς ακινήτων». Ως εκ τούτου η κινεζική ηγεσία ανακοίνωσε χθες πως δεν απαιτείται πλέον τεστ κορωνοϊού για την είσοδο σε δημόσιους χώρους και κτίρια. Γενικεύει εν ολίγοις την τακτική που υιοθέτησαν προσφάτως το Πεκίνο και η Σαγκάη, παρά την εντεινόμενη ανησυχία για την αύξηση των κρουσμάτων, που θα μπορούσε να προκαλέσει έμφραγμα στα νοσοκομεία και το δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας, ιδιαιτέρως στις αγροτικές περιοχές.

Η αλλαγή στη στάση του Πεκίνου είναι σαφής, καθώς κυβερνητικοί αξιωματούχοι ετοιμάζονται να θέσουν νέο στόχο για την ανάπτυξη της οικονομίας στο 5%. Την πληροφορία αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg επικαλούμενο κυβερνητικούς αξιωματούχους, που δεν κατονομάζει. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι άλλοι Κινέζοι αξιωματούχοι εκφράζουν φόβους ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ο στόχος αυτός είναι υπερβολικά φιλόδοξος. Ο στόχος συνάδει με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg και προβλέπουν πως η κινεζική οικονομία θα σημειώσει ανάπτυξη 4,9% μέσα στο 2023. Την ίδια στιγμή, όμως, οικονομολόγοι τραπεζικών κολοσσών, όπως των Barclays και Nomura Holdings παραμένουν κάπως πιο επιφυλακτικοί και εκτιμούν πως η ανάπτυξη δεν θα υπερβεί το 4% και ενδεχομένως να είναι μικρότερη. Εξάλλου, σε ανακοίνωση που εξέδωσε χθες το πολιτικό γραφείο της κινεζικής ηγεσίας τόνισε πως θα επιδιώξει και θα μεθοδεύσει την ανάκαμψη της οικονομίας μέσα στο επόμενο έτος και θα λάβει μέτρα για να τονώσει την εμπιστοσύνη της αγοράς. Η οικονομία της Κίνας υπολογίζεται πως πρέπει να αναπτύσσεται κατά μέσον όρο τουλάχιστον 4,7% ετησίως προκειμένου να υλοποιηθεί ο φιλόδοξος στόχος που έθεσε το 2020 ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ για διπλασιασμό του ΑΕΠ της έως το 2035.

Κι ενώ η κινεζική ηγεσία σχεδιάζει μέτρα για την τόνωση της οικονομίας, η ανάκαμψη της Κίνας και η δυναμική επιστροφή της στην παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του πλαφόν των 60 δολ. το βαρέλι που αποφάσισαν να επιβάλουν στο ρωσικό πετρέλαιο οι δυτικές οικονομίες, Ε.Ε. και G7, προκειμένου να μειώσουν τα έσοδα της Ρωσίας και να ασκήσουν πιέσεις στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Μιλώντας στο αμερικανικό δίκτυο CNBC, η υπουργός Εξωτερικών της Σιγκαπούρης, Βίβιαν Μπαλακρίσναν, τόνισε πως η επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας μετά την πανδημία μπορεί να αποτελέσει σημαντικότερο παράγοντα από το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο και να εξωθήσει ανοδικά τις τιμές του «μαύρου χρυσού». Στην ίδια εκτίμηση συγκλίνουν και αναλυτές της αγοράς, όπως ο Ρομπ Θάμπελ, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην Tortoise Capital, που προέβλεψε ότι η ζήτηση για πετρέλαιο από την Κίνα θα είναι μεγάλη γιατί «δεν οφείλεται μόνο στην επανεκκίνηση της οικονομίας, αλλά και στο ότι η χώρα θα επιδιώξει να δημιουργήσει απόθεμα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή