Δύσκολοι καιροί για κεντρικούς τραπεζίτες

Δύσκολοι καιροί για κεντρικούς τραπεζίτες

Αυξάνουν επιτόκια, αντιστρέφουν την ποσοτική χαλάρωση, με άγνωστη την αντίδραση οικονομιών - αγορών

7' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε παλαιότερες εποχές, όταν η παγκοσμιοποίηση δεν είχε ενοποιήσει τις οικονομίες και τα χρηματοπιστωτικά συστήματα, ίσως να αποτελούσε έκπληξη η αναταραχή που στις αρχές της εβδομάδας προκάλεσε στις αγορές της Δύσης μια κίνηση της κεντρικής τράπεζας στη μακρινή Ιαπωνία. Στο παγκόσμιο περιβάλλον τής μετά την πανδημία εποχής, του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης, με τον πληθωρισμό να καλπάζει και την ύφεση προ των πυλών των περισσότερων οικονομιών αποκαλύπτει τα δυσεπίλυτα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο και τις ακροβασίες στις οποίες επιδίδονται για να τα διαχειριστούν. Στην παρούσα συγκυρία είναι αναγκασμένες να πλεύσουν σε αχαρτογράφητα νερά, καθώς έπειτα από χρόνια άκρως αναπτυξιακής πολιτικής, αυξάνουν ταυτοχρόνως τα επιτόκια και αντιστρέφουν την ποσοτική χαλάρωση, με άγνωστη την αντίδραση οικονομιών και αγορών.

Μια ελάχιστη τροποποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ιαπωνίας στάθηκε ικανή να προκαλέσει κραδασμούς ανά τον κόσμο.

Το πρόβλημα σκιαγραφεί η αμφιθυμική στάση της Τράπεζας της Ιαπωνίας και του απερχόμενου στο εγγύς μέλλον διοικητή της, Χαρουχίκο Κουρόντα, που έπειτα από έξι συναπτά έτη αρνητικών επιτοκίων και εκτεταμένων αγορών ομολόγων επιχείρησε μια ελάχιστη τροποποίηση στη νομισματική πολιτική προς την κατεύθυνση μιας ενδεχόμενης αύξησης των επιτοκίων στο μέλλον. Προσπαθώντας να αποφύγει μια δυσανάλογη αντίδραση των αγορών, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας υποστήριξε ότι «σημαίνει πως οδεύουμε προς αύξηση επιτοκίων». Η αντίδραση των αγορών –υποχώρηση των ομολόγων όχι μόνον της Ιαπωνίας, αλλά και των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, των δεκαετών του γερμανικού δημοσίου, του δολαρίου έναντι του γιεν, ακόμη και των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων– οφειλόταν κυρίως σε έναν παράγοντα: η Ιαπωνία ήταν έως τώρα η μοναδική από τις μεγάλες οικονομίες που δεν είχε προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζει τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων 40 ετών, έστω και μόλις 3,6%.

Η κίνησή της μοιραία σηματοδοτεί το οικουμενικό πλέον τέλος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, δεδομένου ότι η ΕΚΤ, η Federal Reserve, η Τράπεζα της Αγγλίας αλλά ακόμη και οι κεντρικές τράπεζες αναπτυσσόμενων οικονομιών, χωρών της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας, αυξάνουν τα επιτόκια διακινδυνεύοντας να βυθίσουν τις οικονομίες τους στην ύφεση ή να βαθύνουν περαιτέρω τη μάλλον αναπόφευκτη ύφεση. Και βέβαια σε πολλές κεντρικές τράπεζες η αμφιθυμία, λιγότερο ή περισσότερο φανερή, είναι το κοινό τους γνώρισμα με την Τράπεζα της Ιαπωνίας. Ο κίνδυνος της ύφεσης και της επιδείνωσής της από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων αποτελεί ένα είδος δαμόκλειας σπάθης πάνω από την ΕΚΤ, που προ δεκαημέρου αποφάσισε μια ακόμη αύξηση επιτοκίων αλλά κατά 50 μονάδες βάσης, μικρότερη του αρχικού σχεδιασμού. Η επίμονη φημολογία κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων και υποθέσεων για πιθανό τερματισμό των αυξήσεων των επιτοκίων, εξωθεί την πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, να επαναλαμβάνει αδιάκοπα πως επίκεινται νέες αυξήσεις, πως δεν πρόκειται να σταματήσει η τράπεζα αν ο πληθωρισμός δεν πλησιάσει τον στόχο του 2%, πως τα επίπεδα επιτοκίων που θεωρεί η αγορά ότι θα κορυφωθούν τα επιτόκια, κάπου στο 3% με 3,25%, δεν επαρκούν για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός.

Δύσκολοι καιροί για κεντρικούς τραπεζίτες-1

Η πικρή πείρα της Ιαπωνίας από τη «χαμένη δεκαετία»

Οποιος έχει εικόνα των επιθετικών αυξήσεων επιτοκίων στις οποίες έχουν προχωρήσει μέσα στο έτος η ΕΚΤ, η Federal Reserve και η Τράπεζα της Αγγλίας, θα εκπλαγεί διαβάζοντας με ποια κίνησή της η Τράπεζα της Ιαπωνίας προκάλεσε κραδασμούς στις αγορές ανά τον κόσμο. Απλώς χαλάρωσε την αυστηρά ελεγχόμενη από την κεντρική τράπεζα απόδοση του μακροπρόθεσμου χρέους της Ιαπωνίας, των δεκαετών ομολόγων της, επιτρέποντας την αύξηση ή μείωσή της κατά 0,50%, ενώ έως τώρα επέτρεπε μόνο μια διακύμανση 0,25%.

Η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου έχει πικράν πείρα από την αύξηση των επιτοκίων στην οποία προχώρησε στα τέλη του 1989 για να αντιμετωπίσει μια «φούσκα» της αγοράς ακινήτων. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγήσει την άλλοτε ακμάζουσα οικονομία της στη στασιμότητα και στην κοινώς γνωστή ως «χαμένη δεκαετία» της Ιαπωνίας. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η ιαπωνική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς κοντά στο 4% όταν το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξανόταν κατά λίγο περισσότερο από 3%. Το φθινόπωρο του 1989, όμως, άρχισαν να «σκάνε οι φούσκες» που είχαν αναπτυχθεί στο χρηματιστήριο και στην αγορά ακινήτων. Από το φθινόπωρο του 1989 μέχρι και τον Αύγουστο του 1992 οι αξίες των μετοχών κατέρρευσαν με πτώση 60%, ενώ οι τιμές των ακινήτων υποχωρούσαν αδιάκοπα σε όλη τη δεκαετία του 1990 φτάνοντας στην ιλιγγιώδη πτώση του 70% το 2001. Ουσιαστικά όλη τη δεκαετία από το 1991 έως και το 2001 και σε μεγάλο βαθμό ως συνεπακόλουθο της αύξησης των επιτοκίων η ιαπωνική οικονομία γνώρισε ένα τοξικό κοκτέιλ, αποτελούμενο από ασυνήθη επιβράδυνση των ρυθμών, επίμονο αποπληθωρισμό και πιστωτική ασφυξία. 

Εκτοτε προσπαθεί να αποφύγει μια επανάληψη εκείνης της παρατεταμένης κρίσης, χρησιμοποιώντας δημόσιο χρήμα για να αναδιαρθρώνει τους ισολογισμούς των τραπεζών και για να εμποδίζει τόσο τον αποπληθωρισμό όσο και τον πληθωρισμό να βγουν εκτός ελέγχου, ώστε να μην επαναληφθεί ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1990. Η τραυματική αυτή εμπειρία της Ιαπωνίας βρίσκεται πίσω από τις επίμονες και υπερβολικές διευκρινίσεις με τις οποίες συνόδευσε ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Χαρουχίκο Κουρόντα, την απόφασή της την Τρίτη. «Η κίνηση δεν αποτελεί αύξηση επιτοκίων», υπογράμμισε εμφατικά, αν και η αγορά θεωρεί βέβαιο ότι είναι το πρώτο βήμα για μια αύξηση μέσα στο 2023. Ο κ. Κουρόντα, έχει επανειλημμένως τονίσει ότι θα ήταν πρόωρη μια στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική όσο δεν καταγράφεται μια σημαντική αύξηση των μισθών. 

H Fed δίνει το πρόσταγμα και λέει ότι είναι αναγκασμένη να προκαλέσει πολύ πόνο

«Ελπίζω πως αυτό θα είναι το τέλος των αρνητικών επιτοκίων γιατί στην περίπτωση αυτή θα σημαίνει πως θα σταματήσουμε να βασιζόμαστε στις κεντρικές τράπεζες για τα πάντα. Τώρα γνωρίζουμε πως τα αρνητικά επιτόκια δεν δουλεύουν. Τελεία και παύλα». Η κατηγορηματική δήλωση ανήκει στον Στίβεν Μίλερ, πρώην στέλεχος της BlackRock και τώρα στέλεχος της επενδυτικής GSFM Pty. Ισως κάπως απόλυτα και με κάποια υπερβολή αποτυπώνει μια πλευρά της πραγματικότητας, ότι από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση,  την κρίση χρέους της Ευρωζώνης και μετά, οι κεντρικές τράπεζες επωμίστηκαν σε δυσανάλογο ίσως βαθμό την προσπάθεια να στηρίξουν τις οικονομίες τους. Οι κυβερνήσεις ανέλαβαν άλλου είδους πρωτοβουλίες μόνον από την πανδημία και μετά και ειδικότερα τώρα με την ενεργειακή κρίση, και έχουν ένα ρόλο ενισχυμένο μεν αλλά κυρίως πυροσβεστικό.

Το πόσο λεπτή είναι αυτή η ισορροπία που αναζητούν τώρα οι κεντρικές τράπεζες, καθώς προσπαθούν να ανακόψουν τον πληθωρισμό και να αποφύγουν μια βαθύτατη ύφεση, αποτυπώνεται στις διατυπώσεις που επιλέγουν όταν ανακοινώνουν τις αποφάσεις της νομισματικής τους πολιτικής. Ο διοικητής της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, για παράδειγμα, επανειλημμένως έχει κωφεύσει στις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων για τον κίνδυνο της ύφεσης από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του κόστους του δανεισμού. Ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της έχει επανειλημμένως δώσει την εντύπωση ενός ακατανόητου κυνισμού όταν επιλέγει να πει απροκάλυπτα στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου πως η Federal Reserve είναι αναγκασμένη «να προκαλέσει πολύ πόνο» για να αναχαιτίσει την άνοδο του πληθωρισμού. Σε μια λίγο παλαιότερη, τον Σεπτέμβριο, όταν όλα έδειχναν πως παρά τη διαφαινόμενη ύφεση η αμερικανική αγορά εργασίας παραμένει εξαιρετικά ανθεκτική, με την ανεργία να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα της τάξης του 3,7%, η Fed προέβλεπε πως με την πολιτική της για να ανακόψει τον πληθωρισμό θα οδηγήσει σε άνοδο της ανεργίας στο 4,4% που στην πράξη ισοδυναμεί με 1,2 εκατ. περισσότερους ανέργους, 1,2 εκατ. ανθρώπους που θα χάσουν την εργασία τους με την πολιτική της Fed. Τότε, ο Τζερόμ Πάουελ δήλωνε πως «η αύξηση της ανεργίας θα είναι μικρότερο κακό από μια παρατεταμένη περίοδο υψηλού πληθωρισμού».

Σε κάποιον αδαή περί τα των κεντρικών τραπεζών και ειδικότερα με την ορολογία που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι κεντρικοί τραπεζίτες, θα φάνταζε σαν ολετήρας με επιθετικές διαθέσεις. Για όποιον παρακολουθεί, πάντως, τις ακροβασίες των κεντρικών τραπεζών, η κατάσταση φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Οπως ακριβώς συμβαίνει και στους κόλπους της ΕΚΤ, στη Fed επικρατεί εντονότατος προβληματισμός για το πόση συνολική πίεση μπορεί να ασκήσει στην αμερικανική οικονομία πέραν των αυξήσεων των επιτοκίων. Η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ έχει αρχίσει εδώ και πολλούς μήνες να συρρικνώνει το χαρτοφυλάκιό της μειώνοντας τα ομόλογα που έχει συγκεντρώσει στη διάρκεια των ετών της λεγόμενης ποσοτικής χαλάρωσης. Ηταν η πρώτη που αποφάσισε να ανακαλέσει την αντισυμβατική αυτή πολιτική και πρώτη που αποφάσισε προ ημερών να προχωρήσει σε ηπιότερες αυξήσεις επιτοκίων. Κατά κάποιον τρόπο δίνει το πρόσταγμα και την ακολουθούν η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας. Μάλλον θα είναι και η πρώτη που θα δει τα αποτελέσματα.

Διαβεβαιώσεις

Σε αντίθεση με την πρόεδρο της ΕΚΤ, που διακηρύσσει τη στροφή της σε περιοριστική νομισματική πολιτική, ο διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας, Χαρουχίκο Κουρόντα, προσπάθησε να πείσει τις αγορές ότι «η χαλάρωση του ορίου διακύμανσης στις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της χώρας του δεν αποτελεί αύξηση επιτοκίων».

Η προειδοποίηση

Μόλις έξι ημέρες προτού προκαλέσει κραδασμούς στις αγορές η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η πρόεδρος της ΕΚΤ συνόδευε την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ με μία ακόμη από τις αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις της, ότι «αναμένουμε να τα αυξήσουμε περισσότερο προκειμένου να επιτύχουμε τον στόχο του 2%», και επανέλαβε πως «ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός».

Πρώτες ενδείξεις

Με διαφορά λίγων ωρών από την ΕΚΤ, ο διοικητής της αμερικανικής Fed, Τζερόμ Πάουελ, ανακοίνωνε μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου, εξέφραζε ικανοποίηση για τις πρώτες ενδείξεις αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, αλλά τόνιζε πως «θα χρειαστούν πολύ περισσότερες ενδείξεις υποχώρησης του δείκτη προκειμένου να αισθανθούμε σιγουριά».

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή