Άρθρο του Κ. Βρεττού στην «Κ»: Δύο μύθοι για τις ΑΠΕ και μία αλήθεια

Άρθρο του Κ. Βρεττού στην «Κ»: Δύο μύθοι για τις ΑΠΕ και μία αλήθεια

Πριν από μερικούς μήνες έθεσα σε λειτουργία έναν ιδιόκτητο μικρό φωτοβολταϊκό σταθμό στην Κεντρική Ελλάδα

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από μερικούς μήνες έθεσα σε λειτουργία έναν ιδιόκτητο μικρό φωτοβολταϊκό σταθμό στην Κεντρική Ελλάδα. Αν δεν ήμουν ειδικευμένος στις ΑΠΕ και είχα διαβάσει εκείνη την περίοδο τo άρθρο του καθηγητή Γιώργου Ατσαλάκη, με τίτλο «O πληθωρισμός θα κολλήσει σε υψηλό ποσοστό», που δημοσιεύθηκε στις 18.12.2022 στην έντυπη έκδοση της «Καθημερινής», θα μπορούσα να είχα μεγάλη ανησυχία για την επένδυσή μου. Κι αυτό διότι το άρθρο γράφει επί λέξει –στην παράγραφο για τις ΑΠΕ– περίπου στη μέση:

«…Η παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας επιδοτείται από τα κράτη, αλλιώς οι επενδύσεις δεν θα ήταν βιώσιμες και η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος θα ήταν πανάκριβη. Ποιος θα δημιουργούσε ένα εργοστάσιο που θα παράγει μόνο στο 30% της παραγωγικής του δυναμικότητας; Οι παραγόμενες ποσότητες του 30% πρέπει να επωμιστούν το κόστος επένδυσης του υπολοίπου 70% της παραγωγικής δυναμικότητας που δεν χρησιμοποιείται. Στην οικονομική πραγματικότητα κανείς δεν επενδύει σε εργοστάσια που παράγουν μόνο 30% της δυναμικότητάς τους…»!

Δηλαδή, σύμφωνα με τα άρθρο:

α) Θα έπρεπε να έχω λάβει κάποιας μορφής επιδότηση από το κράτος για το φωτοβολταϊκό μου, που δεν έλαβα, αλλά ούτε και θα μπορούσα αφού δεν προβλέπεται τέτοια επιδότηση.

β) Θα έπρεπε να ανησυχώ ιδιαίτερα, αφού σύμφωνα με το άρθρο, «κανείς δεν επενδύει σε εργοστάσια που παράγουν μόνο το 30% της δυναμικότητάς τους», ενώ εγώ επένδυσα σε ένα φωτοβολταϊκό σταθμό που δεν παράγει ούτε καν 30% της δυναμικότητάς του, αλλά λιγότερο και από 20%!

Ευτυχώς στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να ανησυχήσω, αφού δεν ισχύουν τα παραπάνω που αναγράφονται στο από 18/12/2022 άρθρο.

Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας να προσφέρω ταπεινά την εμπειρία μου στον αρθρογράφο και στους αναγνώστες που έχουν ειδικεύσεις και γνώσεις σε άλλους κλάδους αλλά όχι στην ενέργεια. Ετσι θα μπορούν κι αυτοί με τη σειρά τους να μην ανησυχούν αν θέλουν να επενδύσουν στις ΑΠΕ, αλλά και να γνωρίσουν μια αλήθεια: Οι ίδιες οι ΑΠΕ επιδοτούν σήμερα τους λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος:

1) Καμία επιδότηση δεν δίνεται στις ΑΠΕ, από καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση, εδώ και πολλά χρόνια.

Κατ’ εφαρμογήν της ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C200/28.06.2014, ήδη από το 2016 καθιερώθηκε και στη χώρα μας σύστημα μειοδοτικών διαγωνισμών για την τιμή πώλησης της παραγόμενης ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ. Κατ’ εξαίρεση μέχρι και φέτος, νέα έργα ΑΠΕ μικρής κλίμακας σε αγρούς ή στέγες απολαμβάνουν σταθερή τιμή, ρυθμιζόμενη από τον υπουργό Ενέργειας. Ομως και αυτά λαμβάνουν πολύ χαμηλή τιμή πώλησης ενέργειας, που κάθε άλλο παρά επιδότηση μπορεί να θεωρηθεί: Για παράδειγμα, ο δικός μου μικρός φωτοβολταϊκός σταθμός πωλεί την παραγόμενη ενέργεια στο δίκτυο με τιμή μόλις 6,5 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα (KWh). Την ίδια ώρα, ως καταναλωτής αγοράζω από το δίκτυο με τιμή περίπου 20 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα (KWh), δηλαδή τριπλάσια. Την τιμή των 20 λεπτών την έχω χάρη στην επιδότηση από το «Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης». Αν δεν υπήρχε το ταμείο, θα πλήρωνα περισσότερα από 40 λεπτά ανά κιλοβατώρα, όπως αναγράφεται στις «χρεώσεις προμήθειας» στις πίσω σελίδες των λογαριασμών ρεύματος! Τα μεγαλύτερου μεγέθους έργα αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών που επιλέγονται στους διαγωνισμούς, πωλούν την ηλεκτρική ενέργειά τους σε ακόμη χαμηλότερες τιμές: Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) κατά τον πρόσφατο διαγωνισμό που διενήργησε στις 5.9.2022, η τιμή πώλησης της παραγόμενης ενέργειας από τους σταθμούς που επιλέχθηκαν (απόφαση ΡΑΕ 691/2022) διαμορφώθηκε σε:

– 5,76 λεπτά ανά κιλοβατώρα για τους νέους αιολικούς σταθμούς.

– 4,79 λεπτά ανά κιλοβατώρα για τους νέους φωτοβολταϊκούς σταθμούς.

Καμία επιδότηση δεν δίνεται στις ΑΠΕ, από καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση, εδώ και πολλά χρόνια.

Χωρίς αυτές τις ΑΠΕ η ενέργεια θα πρέπει να παραχθεί από ορυκτά καύσιμα με πολλαπλάσιο κόστος. Σύμφωνα και πάλι με τα στοιχεία της ΡΑΕ, για το τελευταίο εξάμηνο του 2022 το κόστος αυτό ήταν 20 λεπτά ανά κιλοβατώρα για τους λιγνιτικούς σταθμούς και 41,2 λεπτά ανά κιλοβατώρα για σταθμούς φυσικού αερίου.

Βλέποντας τα παραπάνω πραγματικά νούμερα, δεν μπορούμε να έχουμε αμφιβολία για το όφελός μας από τις ΑΠΕ, ως καταναλωτές. Οι αιολικοί και οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί όχι μόνο δεν επιδοτούνται, αλλά αντίθετα επιδοτούν σήμερα τους λογαριασμούς των καταναλωτών, αφού οι συμβατικοί σταθμοί παράγουν 3 έως 8 φορές πιο ακριβά, εκτοξεύοντας τη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας, βάσει της οποίας καθορίζεται στη συνέχεια η λιανική τιμή. Η διαφορά των χαμηλών τιμών που εισπράττουν οι ΑΠΕ από τις υψηλές τιμές της αγοράς ενέργειας μεταφέρεται από τον διαχειριστή στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και από εκεί επιδοτούνται οι καταναλωτές, όπως αναγράφεται και στην πρώτη σελίδα των λογαριασμών τους.

2) Η «παραγωγική δυναμικότητα» που μνημονεύει το άρθρο του αξιότιμου καθηγητή, ο οποίος την ορίζει μάλιστα στο 30%, ανεξαιρέτως τεχνολογίας ΑΠΕ, είναι ο «συντελεστής φορτίου» (αγγλιστί: capacity factor). Ο συντελεστής φορτίου είναι ο δείκτης παραγωγικότητας τον οποίο χρησιμοποιούμε για να συγκρίνουμε σταθμούς της ίδιας και μόνο τεχνολογίας, π.χ. δύο αιολικούς σταθμούς μεταξύ τους. Η σύγκριση –εκλαϊκευμένα– πραγματοποιείται ως εξής:

Είτε συγκρίνουμε δύο ίδιους σταθμούς σε διαφορετικές θέσεις, ώστε να ελέγξουμε τις θέσεις, ως προς την αφθονία του ανανεώσιμου πόρου (άνεμος), είτε, αντίστροφα, συγκρίνουμε δύο διαφορετικούς σταθμούς σε ίδιες θέσεις, ώστε να ελέγξουμε τεχνικά στοιχεία αυτών. Σε καμία όμως περίπτωση δεν χρησιμοποιούμε τον συντελεστή φορτίου για να συγκρίνουμε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής διαφορετικών τεχνολογιών, αλλά ούτε για να αποφασίσουμε την υλοποίηση ή μη μιας επένδυσης με τον τρόπο που εννοεί, σφάλλοντας, το άρθρο. Η απόφαση υλοποίησης, ή όχι, ενός έργου λαμβάνεται με έλεγχο οικονομικών παραμέτρων και ειδικότερα με τη μελλοντική απόδοση των επενδεδυμένων κεφαλαίων με βάση κυρίως το κόστος χρήματος, το αρχικό κεφάλαιο που πρέπει να καταβληθεί, την ποσότητα της παραγόμενης ενέργειας και την τιμή πώλησής της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για τις διαφορετικές τεχνολογίες ΑΠΕ ισχύουν τα εξής: Οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί έχουν τους μικρότερους συντελεστές φορτίου (κάτω του 20%). Ακολουθούν οι αιολικοί σταθμοί με συντελεστές φορτίου 28%-45% (από αυτούς μάλλον πήρε το «30%» ο αρθρογράφος). Μετά βρίσκουμε τα υδροηλεκτρικά με συντελεστές τάξεως 40%-45%, μετά τους σταθμοί γεωθερμίας με συντελεστές φορτίου περί το 70% και τέλος τους σταθμούς βιομάζας (για τους οποίους υφίσταται και το μικρότερο επενδυτικό ενδιαφέρον), παρόλο που έχουν τους υψηλότερους συντελεστές φορτίου, της τάξεως του 80%.

Συμπερασματικά, λοιπόν, θα συνιστούσα στους αναγνώστες τα εξής:

Εφόσον διαθέτουν κατάλληλους πόρους, μπορούν να επενδύσουν στις ΑΠΕ χωρίς ανησυχία –με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο οι ίδιοι– π.χ. ως παραγωγοί με ένα μικρό φωτοβολταϊκό στη στέγη τους, ή ως μέτοχοι σε μεγαλύτερους σταθμούς, γνωρίζοντας πως πρόκειται για υγιείς επενδύσεις. Ετσι, όχι μόνο θα συνεισφέρουν στην εξομάλυνση των τιμών των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά θα γίνουν και οι ίδιοι μέλη της «μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας» που θα επιχειρήσει τις επόμενες δεκαετίες να επιτύχει την πλήρη απεξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τις αυταρχικές χώρες-παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Βρεττός

είναι σύμβουλος επενδύσεων

σε ΑΠΕ και επιχειρηματίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή