«Καμπανάκι» από ΔΝΤ για παγκόσμιο δημόσιο χρέος

«Καμπανάκι» από ΔΝΤ για παγκόσμιο δημόσιο χρέος

Αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι προβλεπόταν, θα φτάσει τα επίπεδα-ρεκόρ της πανδημίας

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το δημόσιο χρέος είναι υψηλότερο και αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι προβλεπόταν πριν από την πανδημία του κορωνοϊού, κυρίως λόγω των ΗΠΑ και της Κίνας, των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, δήλωσε την Τετάρτη υψηλόβαθμο στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.

Το 60% των χωρών προβλέπεται να έχει μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μέχρι το 2028 μετά την άνοδο λόγω της πανδημίας, αλλά ένας σημαντικός αριθμός μεγάλων οικονομιών, συμπεριλαμβανομένων της Βραζιλίας, της Κίνας και των ΗΠΑ, σημειώνει ταχεία αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.

Ο διευθυντής Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ, Βιτόρ Γκασπάρ, δήλωσε ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε σχεδόν στο 100% του ΑΕΠ το 2020, πριν σημειώσει την πιο έντονη πτώση του τα τελευταία 70 χρόνια μέχρι το 2022, αν και παραμένει κατά περίπου 8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το προ πανδημίας επίπεδο. Αντί να ομαλοποιηθεί, το ποσοστό αναμένεται να αρχίσει να αυξάνεται και πάλι φέτος, φτάνοντας το 99,6% του ΑΕΠ το 2028, στο τελευταίο έτος του ορίζοντα των προβλέψεων του ΔΝΤ, είπε ο κ. Γκασπάρ.

«Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μεγάλων προηγμένων οικονομιών, μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών όπου ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί γρήγορα, και αυτή η λίστα χωρών περιλαμβάνει τη Βραζιλία, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Αφρική, την Τουρκία, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο», δήλωσε ο κ. Γκασπάρ στο Reuters. «Και η ισχυρότερη επίδραση προέρχεται από τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες (σ.σ. ΗΠΑ και Κίνα)», πρόσθεσε.

Ενας σημαντικός αριθμός μεγάλων οικονομιών, συμπεριλαμβανομένων της Βραζιλίας, της Κίνας και των ΗΠΑ, σημειώνει ταχεία αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.

Αντιθέτως, στις αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλό εισόδημα η αύξηση του λόγου του χρέους κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν πολύ μέτρια και τώρα αναμένεται τα επόμενα χρόνια να πέσει στα επίπεδα που προβλέπονταν πριν από την πανδημία, τόνισε ο ίδιος. Οι αυστηρότεροι δημοσιονομικοί περιορισμοί και η επισιτιστική ανασφάλεια είχαν ανακόψει τη μείωση της φτώχειας και εμπόδισαν την περαιτέρω πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, ανέφερε το ΔΝΤ στην έκθεση Fiscal Monitor.

Μελλοντικά όλες οι χώρες θα πρέπει να συμμορφωθούν με τις νομισματικές πολιτικές τους με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού και να δημιουργήσουν «μαξιλάρια» ασφαλείας που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση κρίσης, δήλωσε ακόμη ο κ. Γκασπάρ, τονίζοντας ότι οι χώρες χωρίς επαρκή «μαξιλάρια» θα υποστούν τις μεγαλύτερες υφέσεις σε περίπτωση κρίσης.

Σύμφωνα με το Reuters, η έκθεση του ΔΝΤ αναφέρει ότι οι πρόσφατες τραπεζικές αναταραχές στις ΗΠΑ και στην Ελβετία αύξησαν τους κινδύνους επέκτασης μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στους ισολογισμούς του δημόσιου τομέα αν οι κυβερνήσεις καλούνταν να παρέμβουν. Για να προφυλαχθούν από περαιτέρω προβλήματα, οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο ενίσχυσης των πλαισίων διαχείρισης κρίσεων και των καθεστώτων τους για την αντιμετώπιση προβληματικών ιδρυμάτων. Καθώς οι οικονομικοί κίνδυνοι ήταν περιορισμένοι, η μάχη κατά του πληθωρισμού αποτέλεσε τη μεγαλύτερη προτεραιότητα, ανέφερε, προσθέτοντας πως η πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε να περιορίσει τη ζήτηση, μειώνοντας την ανάγκη για πιο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων.

Την ανησυχία του για τις επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων στο τραπεζικό σύστημα και στην παγκόσμια ανάπτυξη ανέδειξε με τη σειρά του ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Πιερ-Ολιβιέ Γκουρίνχας. Οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν αναδείξει τα τρωτά σημεία των τραπεζών, η αντίδραση των οποίων δημιουργεί μεγάλη επισφάλεια για την παγκόσμια ανάπτυξη, προειδοποίησε. «Ανησυχούμε για όσα έχουμε δει στον τραπεζικό τομέα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες χώρες, και για τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη το 2023», υπογράμμισε μιλώντας στο CNBC ο κ. Γκουρίνχας. Οι αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες έχουν διογκώσει το κόστος χρηματοδότησης για τις τράπεζες, ενώ τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν απολέσει περιουσιακά στοιχεία, κυρίως ομόλογα μακράς διαρκείας. «Οι τράπεζες βρίσκονται σε μια πιο επισφαλή κατάσταση. Εχουν υγιή “μαξιλάρια”, αλλά η γενική κατάσταση θα τις αναγκάσει να είναι πιο προσεκτικές και ίσως να μειώσουν κάπως την παροχή δανείων», τόνισε ο ίδιος.

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τους τελευταίους μήνες, εν μέσω κατάρρευσης πολλών αμερικανικών τραπεζών, της πώλησης της Credit Suisse και της αναταραχής στην αγορά ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου το περασμένο φθινόπωρο. Ο κ. Γκουρίνχας σημείωσε στο CNBC ότι η συζήτηση γύρω από τις αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών έχει μετατοπιστεί από την ανάπτυξη έναντι του πληθωρισμού, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έναντι του πληθωρισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή