Αρθρο των Β. Παππά και Α. Πετροπούλου στην «Κ»: Ανoδος των επιτοκίων: η αόρατη απειλή για τις τράπεζες

Αρθρο των Β. Παππά και Α. Πετροπούλου στην «Κ»: Ανoδος των επιτοκίων: η αόρατη απειλή για τις τράπεζες

Η αύξηση των επιτοκίων καθιστά δύσκολη την εξασφάλιση χρηματοδότησης για τις τράπεζες και προκαλεί την υποβάθμιση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τους

6' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 9 Μαρτίου 2023 η Silicon Valley Bank (SVB) κλείνει από τους αμερικανικούς ρυθμιστές. Το βρετανικό υποκατάστημά της πωλείται στην HSBC για μία λίρα, προστατεύοντας έτσι τα συμφέροντα των Βρετανών καταθετών. Η δεύτερη τράπεζα που κατέρρευσε ήταν η Signature Bank. Η First Republic Bank διασώθηκε με 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Στην Ευρώπη, η Credit Suisse Bank, παρά την ενίσχυση 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, δεν μπόρεσε να σωθεί. Η ελβετική κυβέρνηση ζήτησε από την UBS, μια άλλη ελβετική επενδυτική τράπεζα, να εξαγοράσει την Credit Suisse για 3,25 δισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα στη Γερμανία, η Deutsche Bank, κορυφαία τράπεζα της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, είδε τη μετοχή της να πέφτει έως και 14%.

Η κατάρρευση αυτών των ιδρυμάτων είναι ανησυχητική. Οι λόγοι συνδέονται με το νέο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων των προηγούμενων ετών παρείχε στις τράπεζες προσιτή χρηματοδότηση. Ωστόσο, αυτό άλλαξε απότομα μετά την COVID-19, όταν οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως (όπως η Federal Reserve, η Bank of England, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Ιαπωνίας) ξεκίνησαν μια σειρά αυξήσεων των επιτοκίων για να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Από τις αρχές του 2022 το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί από σχεδόν μηδέν σε περίπου 5%, αντιπροσωπεύοντας την ταχύτερη άνοδο των επιτοκίων στην πρόσφατη ιστορία.

Για τις τράπεζες, αυτή η εξέλιξη είχε δύο επιπτώσεις. Πρώτον, πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο για να διατηρήσουν τα επίπεδα κερδοφορίας τους. Ωστόσο, αυτή η δυνατότητα μπορεί να περιορίζεται από τους ισχύοντες κανονισμούς. Δεύτερον, μπορούν να διατηρήσουν σταθερή την έκθεσή τους στον κίνδυνο, αλλά με ταυτόχρονη απώλεια κερδοφορίας. Πρόκειται λοιπόν αναμφίβολα για μια επικίνδυνη κατάσταση.

Η δύσκολη κατάσταση των τραπεζών επιδεινώθηκε και από έναν ακόμη παράγοντα: την προσδοκία ότι τα αυξημένα επιτόκια θα μετακυλιστούν στους καταθέτες. Ετσι, ο εναλλακτικός τρόπος χρηματοδότησης για τις τράπεζες, δηλαδή οι καταθέσεις, γίνεται επίσης πιο ακριβός. Σε ορισμένες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τα επιτόκια των καταθέσεων συμβαδίζουν με το αυξανόμενο κόστος δανεισμού, με πολλές τράπεζες να προσφέρουν απόδοση 5% στους καταθέτες τους.

Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι τράπεζες διστάζουν να αυξήσουν τα επιτόκια κατάθεσης, έχοντας να αντιμετωπίσουν τόσο τη δημόσια δυσαρέσκεια όσο και τις συστάσεις της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτό ελλοχεύει τον κίνδυνο της απόσυρσης των καταθέσεων και της μετάδοσης που μπορούν να λάβουν χώρα γρήγορα, οδηγώντας σε κρίση.

Η κατάρρευση της SVB

Πώς λοιπόν αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον επιτοκίων οδήγησε ένα τραπεζικό ίδρυμα όπως η Silicon Valley Bank (SVB), η 16η μεγαλύτερη καταθετική τράπεζα των ΗΠΑ, να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη τραπεζική κατάρρευση στην ιστορία της χώρας μετά την κατάρρευση της Washington Mutual το 2008; Ο λόγος ήταν ο «κίνδυνος επιτοκίου». Ο κίνδυνος επιτοκίου περιγράφει την πιθανότητα μείωσης της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου λόγω απρόβλεπτων αλλαγών στα επιτόκια και συνδέεται κυρίως με τις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος.

Η αύξηση των επιτοκίων οδήγησε σε πιο αυστηρούς οικονομικούς όρους, καθιστώντας δύσκολη την εξασφάλιση χρηματοδότησης για τις τράπεζες και προκαλώντας την υποβάθμιση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τους.

Επιπλέον, υπήρχε ο κίνδυνος που συνδέεται με τη διαφορά μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Κατά τη διάρκεια της COVID-19, η SVB, της οποίας το πελατολόγιο ήταν κυρίως τεχνολογικές εταιρείες, έλαβε μεγάλες καταθέσεις. Καθώς η ζήτηση για δάνεια ήταν μικρή, η τράπεζα επένδυσε το μεγαλύτερο μέρος αυτών των καταθέσεων σε μακροπρόθεσμα ομόλογα, όπως mortgage-backed securities (MBS) και αμερικανικά ομόλογα. Αυτό περιλάμβανε ουσιαστικά τη χρήση βραχυπρόθεσμων καταθέσεων για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων επενδύσεων.

Ωστόσο, οι αυξήσεις των επιτοκίων που εφαρμόστηκαν από τη Federal Reserve οδήγησαν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια να υπερβούν τις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων επενδύσεων. Μια μείωση της αγοραστικής αξίας των αξιογράφων δεν θα ήταν μεγάλο πρόβλημα εάν η τράπεζα μπορούσε να τα κρατήσει μέχρι τη λήξη τους και να λάβει την πραγματική τους αξία. Ωστόσο, η απώλεια υλοποιείται εάν η τράπεζα αναγκαστεί να πουλήσει το αξιόγραφο πριν από τη λήξη του, όταν η αγοραστική του αξία είναι χαμηλότερη από την πραγματική, όπως και συνέβη στην περίπτωση της SVB. Οι πελάτες της άρχισαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους.

Μέχρι το τέλος του 2022 η τράπεζα είχε χάσει το 8% των καταθέσεών της και αυτό επιταχύνθηκε τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς. Για να εξυπηρετήσει την απόσυρση των καταθέσεων, η τράπεζα αναγκάστηκε να πουλήσει ορισμένα από τα μακροπρόθεσμα ομόλογά της με απώλεια 1,8 δισ. δολ.

Η είδηση της πώλησης προκάλεσε περαιτέρω αποσύρσεις καταθέσεων, εκθέτοντας την τράπεζα σε κίνδυνο ρευστότητας. Το γεγονός ότι περίπου το 88% των καταθέσεων της SVB ήταν άνω των 250.000 δολαρίων και, συνεπώς, δεν είχαν κάλυψη από τη Federal Deposit Insurance Corp (FDIC) έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.

Πώς θα μπορούσε όλο αυτό να έχει αποφευχθεί; Αρχικά, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι παρόλο που η τράπεζα ήταν ευάλωτη στον κίνδυνο των επιτοκίων, δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια για την αντιστάθμιση του επιτοκιακού κινδύνου. Η αντιστάθμιση επιτοκιακού κινδύνου πραγματοποιείται εκτενώς από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δεύτερον, η SVB απέτυχε να διαφοροποιήσει την καταθετική της βάση.

Η πλειονότητα των καταθέσεών της ήταν χονδρικές, προερχόμενες απο startups της Silicon Valley και των ιδρυτών τους. Αυτοί οι πελάτες ήταν πιο γρήγοροι στο να αποσύρουν τις καταθέσεις τους όταν μπορούσαν να κερδίσουν υψηλότερες αποδόσεις αλλού από ό,τι θα ήταν λιανικοί πελάτες.

Τα μηνύματα

Η τρέχουσα κρίση στον τραπεζικό τομέα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη φέρνει στη μνήμη τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Παρά τις διαβεβαιώσεις των κεντρικών τραπεζών, οι καταθέτες αναρωτιούνται εάν και άλλες τράπεζες είναι ευάλωτες. Υπάρχουν όντως ορισμένες ομοιότητες ανάμεσα στην κρίση του 2008 και την τρέχουσα οικονομική κατάσταση. Το 2008 η ρευστότητα ήταν το κύριο ζήτημα, καθώς οι τράπεζες ήταν απρόθυμες να δανείσουν η μία την άλλη λόγω της άγνωστης έκθεσής τους σε τοξικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Τότε η έλλειψη ρευστότητας διαμόρφωσε τον όρο «credit crunch». Για να αντιμετωπιστεί αυτό, υλοποιήθηκαν ρυθμιστικές αλλαγές, όπως η Βασιλεία III, που αναγνώρισε τη σημασία της παρακολούθησης της ρευστότητας ως σημαντικού κινδύνου. Ωστόσο, το πρόβλημα σήμερα δεν αφορά τόσο τη ρευστότητα όσο τον κίνδυνο των επιτοκίων.

Αντικρουόμενα είναι τα μηνύματα μετά την κατάρρευση της SVB και της Credit Suisse. Αν τα επιτόκια συνεχίσουν να αυξάνονται για να αντιμετωπιστεί η πληθωριστική πίεση, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα μπορεί να κινδυνεύσει, καθώς περισσότερες τράπεζες μπορεί να αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα με τις εν λόγω τράπεζες. Ωστόσο, σε μια κίνηση που είναι αμφιλεγόμενη από την άποψη των στόχων τους για έλεγχο του πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της Federal Reserve, της Bank of England, της European Central Bank και της Bank of Japan, έχουν δεσμευτεί να ενισχύσουν τη ρευστότητα των αγορών για να διασφαλίσουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Απόδειξη αυτού είναι η υποστήριξη που παρείχε η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ στην SVB για να εξασφαλίσει την ασφάλεια όλων των καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υπερβαίνουν τα 250.000 δολάρια, καθώς και η αρχική βοήθεια που παρείχε η ελβετική κεντρική τράπεζα στην Credit Suisse, ακολουθούμενη από μια εξαναγκαστική συγχώνευση με την UBS και την καταγραφή απωλειών ύψους 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ιδιωτικό χρέος.

Οι κεντρικές τράπεζες, καθώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πληθωριστική πίεση χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα. Αν και η SVB και η Signature Bank δεν είναι σημαντικοί παίκτες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η κατάρρευσή τους πιθανότατα δεν θα προκαλέσει ευρύτερη χρηματοπιστωτική κρίση, είναι σημαντικό να αναγνωριστούν οι συστημικοί κίνδυνοι που αναδείχθηκαν με την κατάρρευσή τους. «Οταν η Fed αυξάνει τα επιτόκια από 1% σε 5% μέσα σε ένα έτος, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι αυτό προκαλεί προβλήματα στο σύστημα», επισημαίνει ο Douglas Diamond, που βραβεύτηκε με το βραβείο Νομπέλ Οικονομικών το 2022.

Ιστορικά, επεισόδια αύξησης των επιτοκίων συνήθως ακολουθούνται από ύφεση. Και με τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια υψηλότερα από τα μακροπρόθεσμα, όπως έχουμε τώρα, η ύφεση φαίνεται πιθανή.

Ο δρ Βασίλειος Παππάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Kent Business School, University of Kent. Η δρ Αθηνά Πετροπούλου είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Centre for Global Finance, SOAS University of London.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή