Η «μεγάλη κούρσα» διαδοχής για τον κολοσσό της BlackRock

Η «μεγάλη κούρσα» διαδοχής για τον κολοσσό της BlackRock

Πέντε οι μνηστήρες για την ηγεσία της εταιρείας που διαχειρίζεται 9 τρισ. δολ

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγες είναι οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων οι οποίες έχουν καταφέρει να διαγράψουν μια τόσο σπουδαία και επιτυχημένη πορεία όσο η BlackRock. Η ιστορία της ξεκινά το 1988, όταν ο σημερινός CEO Λάρι Φινκ, ο Ρόμπερτ Καπίτο και η Σούζαν Βάγκνερ μαζί με μια μικρή ομάδα στελεχών αποχώρησαν από τη First Boston Corporation για να ξεκινήσουν από το μηδέν το δικό τους εγχείρημα.

Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, ο επενδυτικός κολοσσός με έδρα τη Νέα Υόρκη έχει πάνω από 9 τρισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση, 70 γραφεία σε 30 χώρες και πελάτες σε τουλάχιστον 100 χώρες.

Αν και ο Φινκ δεν σκοπεύει να αποσυρθεί σύντομα, ανάμεσα στις προτεραιότητές του είναι και η εξεύρεση του διαδόχου του. «Αυτή είναι η Νο 1 προτεραιότητα», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του. Στα 70 του χρόνια, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει ποτέ κρατήσει τον τίτλο του διευθύνοντος συμβούλου της BlackRock.

Ο ίδιος και ο Ρομπ Καπίτο, πρόεδρος της BlackRock, εκπαιδεύουν εδώ και χρόνια πέντε βασικούς υποψηφίους, κάτι που εντός της εταιρείας αποκαλείται «Η μεγάλη κούρσα». Ο Φινκ υποστηρίζει πως ο σχεδιασμός διαδοχής αφορά λιγότερο το ποιος θα τον αντικαταστήσει και περισσότερο το ποια θα είναι η επόμενη ομάδα ηγετών. Εξάλλου οι Φινκ και Καπίτο ξεκίνησαν την BlackRock με άλλους έξι συνιδρυτές. Οπως τονίζει ο σημερινός επικεφαλής, προτιμά να οικοδομήσει «σχέσεις συντροφικότητας» μεταξύ των πέντε και όχι ανταγωνισμού, με την ελπίδα ότι θα συνεχίσουν να συνεργάζονται με αρμονία αφότου οριστεί ο νέος CEO.

Μεταξύ των διεκδικητών είναι ο Μαρκ Βίντμαν, Global Commercial Officer, ο Chief Operating Officer Ρομπ Γκόλντστιν και ο Chief Financial Officer Μάρτιν Σμολ, η Ρέιτσελ Λορντ, η οποία είναι επικεφαλής της μονάδας Ασίας-Ειρηνικού, και ο Σαλίμ Ραμτζί, επικεφαλής των ETFs.

Οποιος και αν αντικαταστήσει τον Φινκ θα ηγηθεί μιας εταιρείας για την οποία οι περισσότεροι Αμερικανοί γνωρίζουν ελάχιστα. Ωστόσο, θεωρείται δεδομένο στη Wall Street και στην Ουάσιγκτον ότι η BlackRock είναι η εταιρεία με τη μεγαλύτερη ίσως επιρροή στη χώρα, χάρη στα μερίδια που κατέχει σε χιλιάδες εταιρείες σε όλο τον κόσμο και στον ρόλο της στη διαχείριση συνταξιοδοτικών λογαριασμών για πάνω από 35 εκατομμύρια άτομα.

Το 1999 η εταιρεία εισήχθη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και το 2006 εξαγόρασε τη Merrill Lynch Investment Managers, αυξάνοντας σημαντικά τα υπό διαχείριση περιουσιακά της στοιχεία.

Η δουλειά του διευθύνοντος συμβούλου της BlackRock έχει γίνει πιο γνωστή δημοσίως τα τελευταία χρόνια, με την εταιρεία να παίρνει πιο τολμηρές θέσεις ψηφίζοντας για προτάσεις μετόχων που αφορούν κοινωνικά και κλιματικά ζητήματα. Από το 2018, έχει σηματοδοτήσει ότι οι εταιρείες του χαρτοφυλακίου της θα πρέπει να επικεντρωθούν στο να έχουν δύο γυναίκες σε κάθε διοικητικό συμβούλιο, να απαντούν σε ερωτήσεις σχετικά με την ασφάλεια των όπλων και –ίσως το πιο αμφιλεγόμενο από όλα– να θεωρούν τον κίνδυνο για το κλίμα επενδυτικό κίνδυνο.

Η BlackRock είπε ότι καθοδηγείται από τη λήψη ορθών οικονομικών αποφάσεων για τους πελάτες της και ότι η βιομηχανία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι αρκετά κατακερματισμένη ώστε το μέγεθός της να μην αποτελεί πρόβλημα. «Εκείνο που κατάλαβα λάθος», επισήμανε ο Φινκ, «ήταν πόσο γρήγορα… θα γίνουμε η επόμενη εταιρεία “it” που θα μας σεβαστούν και θα μας μισήσουν».

Οι πιθανοί διάδοχοι του Φινκ έχουν δηλώσει ότι θα προσπαθήσουν να είναι πιο διαφανείς σχετικά με το τι κάνει η εταιρεία, ελπίζοντας ότι η διαφάνεια θα μετριάσει κάποιες από τις πρόσφατες αντιδράσεις.

Ο Φινκ, ο οποίος είχε βιώσει από πρώτο χέρι τις καταστροφικές συνέπειες του κραχ του χρηματιστηρίου το 1987, ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει μια εταιρεία που θα βοηθούσε τους επενδυτές να περιηγηθούν στον περίπλοκο κόσμο των οικονομικών με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και ασφάλεια.

Στο ξεκίνημά της, η BlackRock επικεντρώθηκε στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σταθερού εισοδήματος σε θεσμικούς πελάτες. Ωστόσο, επέκτεινε γρήγορα τις προσφορές της για να συμπεριλάβει διάφορες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και επενδυτικές στρατηγικές. Το 1999, η εταιρεία εισήχθη στο χρηματιστήριο και οι μετοχές της άρχισαν να διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με όσα αναφέρει το therichest.

Το εν λόγω γεγονός-ορόσημο σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για την εταιρεία καθώς ξεκίνησε μια σειρά στρατηγικών εξαγορών και συνεργασιών που θα την ωθούσαν στο προσκήνιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας. Το 2006 εξαγόρασε τη Merrill Lynch Investment Managers, αυξάνοντας σημαντικά τα υπό διαχείριση περιουσιακά της στοιχεία και διευρύνοντας το παγκόσμιο αποτύπωμά της.

Αυτή τη συμφωνία ακολούθησε η αγορά της Barclays Global Investors το 2009, η οποία περιλάμβανε την επιχείρηση iShares ETF. Χάρη στις συγκεκριμένες στρατηγικές κινήσεις εδραιώθηκε η θέση της BlackRock ως κορυφαίας διαχειρίστριας περιουσιακών στοιχείων και διαφοροποίησαν τις προσφορές προϊόντων και τη βάση πελατών της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή