Βάσει της στρατηγικής για το υδρογόνο, που κατήρτισε το 2020, η Ε.Ε. επιδιώκει να αναδειχθεί ηγετική δύναμη στη ρύθμιση και στην ανάπτυξη της κατάλληλης τεχνολογίας για το καύσιμο, καθώς και ως παραγωγός και εισαγωγέας του. Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη δημοσιοποίηση των στόχων ανανεώσιμων πηγών υδρογόνου, η ανάπτυξή του έχει αναγνωριστεί ως κομβικό στοιχείο του νόμου περί μηδενικών εκπομπών ρύπων. Η εξωτερική διάσταση αυτής της στρατηγικής –εισαγωγές, τεχνολογική τοποθέτηση και επενδύσεις– έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη ευρωπαϊκή διπλωματία υδρογόνου, η οποία εστιάζεται σε τρεις πτυχές. Πρώτον, στην προώθηση της παγκόσμιας απαλλαγής από τον γαιάνθρακα, δεύτερον, στην αύξηση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και, τρίτον, στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της ηπείρου σε περιόδους κρίσης. Η ανάπτυξη υδρογόνου της Λατινικής Αμερικής, από την άλλη πλευρά, ήταν πιο αργή και πιο ανομοιόμορφη. Οι εκεί χώρες συνεχίζουν να επικεντρώνονται στην αρχική ανάπτυξη ηλιακής και αιολικής ενέργειας, καθώς και σε οικονομικά προσιτή πρόσβαση σε ενέργεια όταν ανακύψει μια περίπλοκη οικονομική κατάσταση. Με τη δημοσίευση της φιλόδοξης εθνικής στρατηγικής της το 2020, η Χιλή έχει τοποθετηθεί στην πρώτη γραμμή ανάπτυξης αυτού του ενεργειακού φορέα, ακολουθούμενη από τον Νότιο Κώνο και την Κολομβία. Οπως και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν ήταν τεράστιες, απολαμβάνοντας μεγάλη πολιτική και επιχειρηματική προσοχή τα τελευταία δύο χρόνια. Μέχρι σήμερα, εντούτοις, ο κλάδος του υδρογόνου ανανεώσιμης προέλευσης δεν κατόρθωσε να θέσει σε κίνηση μεγάλα έργα, κυρίως λόγω έλλειψης τοπικών φορέων ανάληψης δράσης.
Τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Λατινική Αμερική, το ανανεώσιμο υδρογόνο βρίσκεται σε πολύ πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, αν και υπάρχουν θετικές συνέργειες μεταξύ των δυνατοτήτων και των αναγκών και των δύο περιοχών. Η Ε.Ε. μπορεί να υποστηρίξει τις χώρες της Λατινικής Αμερικής στην ανάπτυξη μιας βιομηχανίας ανανεώσιμων πηγών υδρογόνου ως επενδύτρια για την παραγωγή και την τοπική κατανάλωση, καθώς και στον σχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών και του ρυθμιστικού πλαισίου και, τέλος, ως δυνητική καταναλώτρια προϊόντων που προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές υδρογόνου. Ωστόσο, υπάρχει ανάγκη να διατυπωθεί ένα αφήγημα σχετικά με το πράσινο υδρογόνο, το οποίο να αποτρέπει την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης και να δίνει κίνητρα για την πραγματική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στη Λατινική Αμερική. Για τον σκοπό αυτό, στις εν λόγω χώρες οι Βρυξέλλες θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στη βιομηχανική ανάπτυξη, που συνδέεται με το υδρογόνο –όπως λιπάσματα, χάλυβας, διύλιση και πετροχημικά– αντί της προώθησης των εξαγωγών για την κάλυψη του ελλείμματος ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ορισμένων κρατών-μελών της Ε.Ε.
Ο θεσμικός χώρος συνεργασίας για το πράσινο υδρογόνο μεταξύ Ε.Ε. και νοτιοαμερικανικών κρατών εμφανίζεται οικονομικά υγιής, ενδιαφέρων και δυναμικός τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ συμμετέχουν πολυμερείς οργανισμοί, φορείς συνεργασίας και ιδιώτες. Η Ε.Ε. έχει αναπτύξει δύο πρωτοβουλίες, την Παγκόσμια Διέξοδο και εκείνη των Πράσινων Ομολόγων. Από την επίσημη έναρξή της, το 2021, όμως, η ανάπτυξη της πρώτης είναι απογοητευτική. Οφείλει, δε, να αποφύγει τη χρηματοδότηση έργων παραγωγής υδρογόνου με γνώμονα τις εξαγωγές της Λ. Αμερικής, που μπορεί να αποτρέψουν την πρόσβαση, την ανάπτυξη ή τον κανιβαλισμό της μη ρυπογόνους ενέργειας για τοπική χρήση, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλος, τα Πράσινα Ομόλογα στη Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική συνιστούν καίριο εργαλείο για ενεργοποίηση κεφαλαίων με στόχο τη χρηματοδότηση μιας αρχόμενης οικονομίας υδρογόνου στην περιοχή και τη διευκόλυνση ευρωπαϊκών επενδύσεων.
* O κ. Ιγνάσιο Ουρμπάσος είναι ερευνητής του Προγράμματος Ενέργειας και Κλίματος του Ινστιτούτου Ελκάνο Ρόγιαλ. Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Φρίντριχ Εμπερτ.