Φορολογία: Προς ενιαίο συντελεστή για επαγγελματίες

Φορολογία: Προς ενιαίο συντελεστή για επαγγελματίες

Τα 4 σενάρια για μείωση φοροδιαφυγής στους αυτοαπασχολουμένους

Αντικατάσταση της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων με τον ενιαίο συντελεστή φορολόγησης που ισχύει για τα νομικά πρόσωπα και τις προσωπικές εταιρείες, ώστε όλοι οι επαγγελματίες να έχουν πλέον έναν κοινό τρόπο φορολόγησης. Αλλαγή στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, ώστε να μη φορολογείται το 70% των αυτοαπασχολουμένων με τον πολύ χαμηλό συντελεστή 9% που εφαρμόζεται σήμερα. Ενίσχυση των έμμεσων πρακτικών ελέγχου, ώστε ο αυτοαπασχολούμενος να μην μπορεί να δηλώνει κέρδη μικρότερα από τις δαπάνες που εμφανίζεται να πραγματοποιεί. Και «σύνδεση» του τέλους επιτηδεύματος με το δηλωθέν εισόδημα, ώστε η προοπτική κατάργησης του τέλους να αφορά μόνο αυτούς που εμφανίζουν «λογικά» κέρδη για το επάγγελμά τους και όχι… ψίχουλα ή ζημίες.

Τα σενάρια για την αλλαγή στον τρόπο φορολόγησης των αυτοαπασχολουμένων έχουν ήδη βγει από το συρτάρι με στόχο η επεξεργασία τους να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου, ώστε το νομοσχέδιο να προχωρήσει άμεσα προς ψήφιση στη Βουλή. Με βάση το κυρίαρχο σενάριο, το νέο καθεστώς φορολόγησης θα αφορά τα εισοδήματα του 2024, ώστε η όποια δημοσιονομική επίπτωση να αποτυπωθεί στον προϋπολογισμό του 2025. Από τη συγκεκριμένη χρονιά έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση ότι θα προχωρήσει και στη σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, κάτι που όμως εσχάτως έχει συνδεθεί και με την προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

H κυβέρνηση, όπως προέκυψε και από την ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, έχει αναγάγει σε κεντρικό στόχο την αύξηση των δηλωθέντων εισοδημάτων από τους αυτοαπασχολουμένους. Η συχνή αναφορά στο στατιστικό εύρημα των δηλώσεων (το 67% των αυτοαπασχολουμένων, ήτοι 261.000 επαγγελματίες σε σύνολο 388.480, δηλώνει κάτω από 10.000 ευρώ και μέσο εισόδημα 3.274 ευρώ ή 854 εκατ. ευρώ όλοι μαζί) αυτό ακριβώς υποδηλώνει. Το ερώτημα που απασχολεί την κυβέρνηση είναι το πώς θα επιτευχθεί ο στόχος, καθώς καθένα από τα σενάρια έχουν πλεονεκτήματα αλλά και σημαντικά μειονεκτήματα:

Στο τραπέζι και η αύξηση του κατώτατου συντελεστή – Το νέο καθεστώς φορολόγησης θα αφορά τα εισοδήματα του 2024.

1. Το σενάριο της επιβολής ενιαίου φορολογικού συντελεστή στους ελεύθερους επαγγελματίες, ώστε να μην υπάρχει διαφορετική μεταχείριση με τις προσωπικές εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα, έχει το πλεονέκτημα ότι δημιουργεί ένα κοινό πλαίσιο φορολογικών κανόνων για όλους και δεν αφήνει περιθώρια για πρακτικές φοροαποφυγής (σπάσιμο κερδοφορίας σε περισσότερους ΑΦΜ, το λεγόμενο φορολογικό αρμπιτράζ, κ.λπ.). Από την άλλη, η κατάργηση της κλίμακας –με τον χαμηλό συντελεστή 9% που η σημερινή κυβέρνηση θέσπισε– θα φέρει επιβαρύνσεις για τo 94% των αυτοαπασχολουμένων. Αν γίνει η σύγκριση, προκύπτει ότι με την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή 22%, πληρώνουν περισσότερο φόρο σε σχέση με το υφιστάμενο καθεστώς όλοι όσοι δηλώνουν καθαρά κέρδη έως 35.000-36.000 ευρώ. Με τα δεδομένα των τελευταίων φορολογικών δηλώσεων, μιλάμε για τους 365.000 από τους 388.500 αυτοαπασχολουμένους. Το πολιτικό κόστος είναι προφανές, ενώ μια τέτοια απόφαση θα φέρνει την κυβέρνηση να αυξάνει τους φορολογικούς συντελεστές για όλους, επειδή δεν μπορεί να ελέγξει ποιοι φοροδιαφεύγουν και ποιοι όχι.

2. Το δεύτερο σενάριο μιλάει για παρεμβάσεις στην υφιστάμενη φορολογική κλίμακα. Πιθανώς με αύξηση του κατώτατου συντελεστή. Εκεί υπάρχει το επιχείρημα ότι ο συντελεστής 9% νομοθετήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση ως κίνητρο για να αυξηθεί η φορολογητέα ύλη και κάτι τέτοιο δεν έγινε. Απεναντίας, οι 7 στους 10 εξακολουθούν και «προσαρμόζουν» τα κέρδη τους, ώστε να μη φορολογούνται με υψηλότερο συντελεστή.

3. Το τρίτο σενάριο δεν ρίχνει το βάρος στην αλλαγή του τρόπου φορολόγησης, αλλά στη λήψη μέτρων ώστε να πιεστούν οι αυτοαπασχολούμενοι να δηλώσουν περισσότερα έσοδα. Η πρόθεση να αξιοποιηθούν όλα τα στοιχεία που συλλέγει η ΑΑΔΕ (δαπάνες μέσω καρτών, αγορές περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.) για να προσεγγίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια ο πραγματικός τζίρος, υπάρχει. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι διασυνδέσεις των ταμειακών μηχανών με τα POS, τα ηλεκτρονικά τιμολόγια κ.λπ. Το ερώτημα είναι αν τα στοιχεία θα αξιοποιούνται μόνο στο πλαίσιο των έμμεσων πρακτικών ελέγχου (σ.σ. πρόκειται για στοχευμένες παρεμβάσεις στο πλαίσιο των φορολογικών ελέγχων) ή αν θα έχουν μαζικότερη «βαρύτητα» για τον υπολογισμό ενός «ελάχιστου δηλωθέντος εισοδήματος». Το μειονέκτημα της πρότασης είναι ότι κάτι τέτοιο ουσιαστικά θα επανέφερε τα επαγγελματικά κριτήρια που εφαρμόζονταν πριν από 10ετίες από το… παράθυρο, απλώς προσαρμοσμένα στις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής.

4. Το τέταρτο σενάριο αφορά στο τέλος επιτηδεύματος και μπορεί να λειτουργήσει και συνδυαστικά με τα υπόλοιπα. Προβλέπει ότι η κατάργηση (σταδιακή στο διάστημα 2025-2027) δεν θα είναι οριζόντια αλλά συνδεδεμένη με το δηλωθέν εισόδημα. Δηλαδή, εξετάζεται το τέλος επιτηδεύματος να διατηρηθεί ως ένας «ελάχιστος φόρος» ο οποίος θα επιβάλλεται σε όσους εμφανίζουν συστηματικά ζημίες.

Το «σπάσιμο» των κερδώνσε περισσότερα ΑΦΜ

Μία από τις πολύ γνωστές πρακτικές φοροαποφυγής που εφαρμόζεται κατά κόρον στην αγορά, είναι το «σπάσιμο» των κερδών σε περισσότερα ΑΦΜ ώστε να αξιοποιείται περισσότερες από μία φορές ο χαμηλός συντελεστής του 9% που προβλέπει σήμερα η κλίμακα φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων. Το παράδειγμα είναι απολύτως αποκαλυπτικό του οφέλους που προκύπτει από το «σπάσιμο» της κερδοφορίας (η οποία μπορεί να γίνει είτε με μια δεύτερη έναρξη επαγγέλματος στο όνομα κάποιου συγγενικού προσώπου είτε ακόμη και με τη «μεταφορά» κερδών μέσω έκδοσης τιμολογίων). Ενας επαγγελματίας που εμφανίζει κέρδη 20.000 ευρώ, καλείται (βάσει της κλίμακας) να πληρώσει φόρο ύψους 3.100 ευρώ. Αν τα 20.000 ευρώ «σπάσουν» σε δύο ΑΦΜ, τότε ο κάθε ΑΦΜ θα πληρώσει 900 ευρώ, δηλαδή σύνολο 1.800 ευρώ και οι δύο. Ακόμη και αν συνυπολογιστεί η δεύτερη επιβάρυνση του τέλους επιτηδεύματος, και πάλι προκύπτει όφελος. Οσο για την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών από τον επιτηδευματία της δεύτερης ατομικής επιχείρησης, ξεπερνιέται και αυτό με τη μεταφορά των κερδών σε κάποιον που ούτως ή άλλως έχει μια δραστηριότητα, είτε ως μισθωτός είτε ως επαγγελματίας.

Στην αγορά είναι εξαιρετικά σύνηθες η μορφή της επαγγελματικής δραστηριότητας να επιλέγεται ούτως ή άλλως ανάλογα με το ύψος των εκτιμώμενων κερδών. Για παράδειγμα, αυτός που εκτιμά ότι δεν θα παραγάγει κέρδος άνω των 35.000 ευρώ, θα επιλέξει την ατομική επιχείρηση που βγάζει λιγότερο φόρο από το 22% που ισχύει για τις ατομικές επιχειρήσεις. Αν πάλι τα κέρδη είναι περισσότερα, τότε η προσωπική φαντάζει ως πιο συμφέρουσα λύση. Σε 75.000 ευρώ κέρδος για παράδειγμα, η κλίμακα της ατομικής επιχείρησης βγάζει φόρο 24.900 ευρώ και ο οριζόντιος συντελεστές της ομόρρυθμης ή της ετερόρρυθμης, 16.500 ευρώ.

Το «παράθυρο» που αφήνει η νομοθεσία για σπάσιμο της κερδοφορίας είναι και ένας από τους βασικούς λόγους (μαζί με τη φοροδιαφυγή φυσικά) για τους οποίους οι αυτοαπασχολούμενοι εμφανίζονται να τα βγάζουν πέρα –σε ποσοστό άνω του 70%– με λιγότερα από 10.000 ευρώ τον χρόνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή