Ζημίες 42-43 δισ. ευρώ για το ΤΧΣ εκτιμά το ΚΕΠΕ μετά την αποεπένδυση από τις τράπεζες

Ζημίες 42-43 δισ. ευρώ για το ΤΧΣ εκτιμά το ΚΕΠΕ μετά την αποεπένδυση από τις τράπεζες

Το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει τον υπερβολικό βαθμό κάλυψης των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις

ζημίες-42-43-δισ-ευρώ-για-το-τχσ-εκτιμά-το-κ-562707541

Χαμένο από χέρι είναι το ελληνικό Δημόσιο από την επένδυσή του στις τέσσερις συστημικές τράπεζες, σύμφωνα με ανάλυση του ΚΕΠΕ που υπολογίζει τη ζημία που θα υποστεί το ΤΧΣ από την αποεπένδυση των 46 δισ. ευρώ μεταξύ 42-43 δισ. ευρώ, με βάση τη σημερινή κεφαλαιοποίηση των τραπεζών Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα, Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς.

Οι απώλειες αυτές καθιστούν την Ελλάδα για άλλη μία φορά «εξαιρετική περίπτωση» έναντι άλλων χωρών που ανακεφαλαιοποίησαν τις τράπεζές τους με δημόσιο χρήμα και οι οποίες κατέγραψαν είτε κέρδη, όπως οι ΗΠΑ, είτε πολύ μικρότερες ζημίες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, κατά τη μεταπώλησή τους. Το ΚΕΠΕ παραπέμπει στην περίπτωση των ΗΠΑ, όπου προέκυψαν κέρδη για το Δημόσιο τόσο από τις συνολικές επενδύσεις του προγράμματος TARP (κέρδη 15,3 δισ. δολ. επί της αρχικής επένδυσης των 426,4 δισ. δολ. ή απόδοση +3,6%), όσο και από τις επενδύσεις του TARP στον τραπεζικό τομέα (κέρδη 30,4 δισ. δολ. επί της αρχικής επένδυσης των 245,5 δισ. δολ. ή απόδοση +12,4%). Στο Ηνωμένο Βασίλειο προέκυψαν σχετικά μικρές ζημίες από την επένδυση-στήριξη στον τραπεζικό τομέα και συγκεκριμένα ζημίες 23,2 δισ. λιρών επί της αρχικής επένδυσης των 136,6 δισ. λιρών ή εναλλακτικά απόδοση -17%.

Το ΤΧΣ έχει ενισχύσει σωρευτικά τις ελληνικές τράπεζες με 46 δισ. ευρώ από το 2011, σημειώνει το ΚΕΠΕ, και με βάση το επίπεδο κεφαλαιοποίησής τους στις 6 Οκτωβρίου, που διαμορφώθηκε στα 16,03 δισ., τα δυνητικά έσοδα που θα μπορούσε να ανακτήσει το Ταμείο αγγίζουν το ποσό των 3,10 δισ. ευρώ και άρα η ζημία ανέρχεται σε 43 δισ. Το ποσό αυτό έχει υπολογιστεί από τη διάθεση των ποσοστών που διαθέτει το Ταμείο με μηδενικό premium, ενώ όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ ακόμη και στην εξεζητημένη περίπτωση με υποθετικό 80% premium, το ποσό της ανάκτησης θα μπορούσε να ανέλθει στα 5,58 δισ. και άρα η ζημία θα παρέμενε πάνω από τα 40 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι με βάση πρόσφατη έκθεση της Moody’s, τα αναμενόμενα έσοδα του ΤΧΣ από την αποεπένδυση των ελληνικών τραπεζών είναι 3-4 δισ. και άρα με βάση το ποσό της συνολικής επένδυσης των 46 δισ. από το ΤΧΣ, οι υπαινισσόμενες ζημίες (implied losses) ανέρχονται σε 42-43 δισ. ή, εναλλακτικά, η υπαινισσόμενη απόδοση (implied return) κυμαίνεται μεταξύ -91,3% και -93,5%.

Οπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, ακόμη κι αν το ΤΧΣ κατείχε το 100% των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οι ζημίες που θα κατέγραφε από την πώληση των μετοχών θα άγγιζαν το ύψος σχεδόν των 30 δισ., κάτι που συνεπάγεται αρνητική απόδοση ίση με -65%. Εναλλακτικά, για να υπήρχε απόσβεση των 46 δισ., τότε θα έπρεπε η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να ήταν τουλάχιστον 186% μεγαλύτερη σε σχέση με την τιμή αναφοράς της 6ης Οκτωβρίου. Υπογραμμίζεται ότι το ποσό της ζημίας των 43 δισ. έχει υπολογιστεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η διαχρονική αξία του χρήματος. Το μεγαλύτερο μέρος των 43 δισ. ευρώ που έχει δώσει το Δημόσιο για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος αφορά άμεσα ή έμμεσα τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Εμμεσα διότι έχουν διοχετευθεί κονδύλια μέσω άλλων μη συστημικών τραπεζών, οι οποίες μετέπειτα εξαγοράστηκαν από τις τέσσερις συστημικές ή συγχωνεύθηκαν με αυτές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην Εκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Μαΐου 2023 της ΤτΕ, τα 46 δισ. ισοδυναμούν με το 170,2% και το 14,1%, αντίστοιχα, της λογιστικής αξίας ιδίων κεφαλαίων και της λογιστικής αξίας ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος.

Το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει την ανάγκη να υπάρξει λεπτομερής απολογισμός του έργου του ΤΧΣ με όρους πλήρους διαφάνειας, προκειμένου να υπολογισθεί το καθαρό αποτέλεσμα μετά και την πώληση του αντίστοιχου μεριδίου, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν άλλα σχετικά έσοδα. Η καταγραφή αυτή έχει σημασία και επείγοντα χαρακτήρα, αν ληφθεί υπόψη ο υπερβολικός βαθμός κάλυψης των ιδίων κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (deferred tax credits – DTCs), οι οποίες είναι εν δυνάμει κρατική κεφαλαιακή ενίσχυση και το καθιστούν οιονεί δημόσιο. Να σημειωθεί ότι στο τέλος του 2019 τα DTCs αποτελούσαν το 54% της λογιστικής αξίας των ιδίων κεφαλαίων, στο τέλος του 2021 κορυφώθηκαν στο 61,1%, και έκτοτε υπάρχει μείωση, με το ποσοστό να αγγίζει το 50,7% ή 13,7 δισ. στο τέλος του 2022.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή